Τετάρτη, Δεκεμβρίου 27, 2006

O ΔΑΙΜΟΝΑΣ (ά μέρος - απόσπασμα τρίτο)


Είμαι Ψυχή· μια Ζωή και μια Μοίρα,
λύκος στην έρημο και μάχη και σεισμός,
κολάσεων πύλη, παράδεισου θύρα,
πόθος και έρωτας και νίκη και θυμός.


Είμαι Οργή· της φύσης μου η θήρα,
άφθαρτη ουσία και πορεία και σκοπός,
της σκέψης και του πάθους την πορφύρα
κι αίματα ντύθηκα, και μαύρος καλπασμός.


Κι έχω τη χαίτη που ‘χει το λιοντάρι
και χείμαρρου φωτιάς και καταρράχτη
ορμή, ματιά του τίγρη, αλκής τα θάρρη,

καπνούς αφήνω πίσω μου και στάχτη·
ρίζες στη Γη, σε μνήμα ή σε λάκκο,
φτερά της νυχτερίδας κι από δράκο.



© Θεοδόσης Βολκώφ

Τρίτη, Δεκεμβρίου 19, 2006

Ο ΔΑΙΜΟΝΑΣ (αποσπάσματα)

O ΔΑΙΜΟΝΑΣ 
(απόσπασμα δεύτερο)


Η κόλαση με θέλησε δικό της
και τη φωτιά της έκανα καρδιά μου
και πόθησα τη Μάγισσα στης νιότης
το ξέσπασμα – γεννιέται η θάλασσά μου.


Κι είν’ από μαύρη οργή και το θυμό της
υψώνοντας σε κύματα η φωτιά μου
να την αρπάξει θέλει – στο βυθό της
να ζήσει εκεί γοργόνα μου, βαθιά μου.


Δεν ξέρω αν είν’ Αγάπη· είναι Μοίρα!
Κι εγώ ένας Δαίμονας Θεό ζωσμένος,
του πόθου και του πάθους η πλημμύρα,

αρχαίος και υπερήφανος, θλιμμένος,
σ’ εμέ η φωτιά δεσπόζει απ’ τα στοιχεία,
Δόξα μου κι Αρετή μου κι Αμαρτία.


© Θεοδόσης Βολκώφ

Σάββατο, Δεκεμβρίου 16, 2006

Ο ΔΑΙΜΟΝΑΣ (ά μέρος - απόσπασμα)



Εγώ που το κορμί σου αποθεώνω,
πέλμα κι αστράγαλο, μηρούς, κεφάλι,
σπόνδυλο σπόνδυλο που χαρακώνω
την πλάτη με τα δόντια και μ’ ατσάλι,

λαιμό που μου αφήνεται σε φόνο,
κοιλιά και στήθος σε σπασμό και πάλη,
με τα φτερά μου σ’ αγκαλιάζω μόνο
και σε τυλίγω από παντού θρύλων αιθάλη.

Βαθύ που απ’ το λαιμό αρχίζει αυλάκι,
το χέρι μου που βίαιο σε διαβάζει,
- εγώ της Γης ο λύκος κι όλ’ οι δράκοι -

των ώμων που αδράχνω άγριο ρίγος,
το βάρος μου σού δίνω που σπαράζει
και νόημα καινούργιο, θείο σφρίγος!



© Θεοδόσης Βολκώφ

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 15, 2006

BESTIALIS


Δυο ώρες, είπε ο Bestialis, μού αρκούν.
Κι ένα σοκάκι βρώμικο
τη φήμη του
τρανά επιβεβαιώνει.

Κι ο φίλος του - ποιητής -
δίχως την τόλμη λέξη να εκστομίσει
δυο χρόνια έγραφε σονέτα.


© Θεοδόσης Βολκώφ

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 14, 2006

Nα που τα γένια μου μαυρίζουν πάλι



Nα που τα γένια μου μαυρίζουν πάλι
να που τ’ αχείλι μου τρέμει ξανά
και στέκεται πικρό·
χρόνια και χρόνια κεραυνούς αναμασώντας
χαμογελώ
κι από το στόμα μου
η πυρκαγιά ξεφεύγει –

Ε ποιητές
πού φτάσατε
την ποίηση να φοβάστε
επαναστάτες μου που θέλετε
μιαν επανάσταση χωρίς επαναστάτες.



© Θεοδόσης Βολκώφ

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 13, 2006

FRAGMENTUM


Έλα να μας μιλήσεις πάλι για τη Μάχη
για τους καιρούς του Έρωτα στα χρόνια της Λαγνείας·

θέλω να δω αντιφεγγίσματα σπαθιών
κορμιά που μέσα στο αγκάλιασμα
γίνονται μόνο νύχτα και χαλιούνται.



© Θεοδόσης Βολκώφ

Τρίτη, Δεκεμβρίου 12, 2006

MIΚΡΗ ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ
ΜΕ ΣΙΝΙΚΗ ΜΕΛΑΝH




Οι γυναίκες τον αποφεύγουν
οι άντρες τον εχθρεύονται·
φυλάσσουν τ’ αγόρια τους
απ’ το ν’ ακούσουν τα λόγια του
τα κορίτσια τους
απ’ το να δουν τα μάτια του.
Σχεδόν εξαθλιωμένος
περιφρονούμενος σκληρά
όμως σκληρότερα περιφρονώντας
αυστηρός
με τις πράξεις του σημαίνει
την ευγενή αλητεία της ποίησης.



© Θεοδόσης Βολκώφ

Τετάρτη, Νοεμβρίου 29, 2006

ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΜΟΥ ΡΟΔΟ



TO ΜΑΥΡΟ ΜΟΥ ΡΟΔΟ


Στην  Andreea  Stoiciu


Ρόδο μου
Ρόδο μου Μαύρο
Πληγή μου μετά την πληγή
Έρωτά μου μετά τον Έρωτα
Αίμα μου
που ρέεις κι απ’ το στέρεμα μετά
της θλίψης προσφωνήσεις – βλέπεις – τώρα επισωρεύω.

Ομορφιά μου ανώφελη
στο αγκάθι σου ακόμα προσκολλάσαι
κι είναι πληγές που δεν μπορείς να κλείσεις
μόνο τον πόνο
στον ήδη πόνο να προσθέτεις·
όχι φύλλο όχι πέταλο μίσχος όχι
αγκάθι αγκάθι μόνο
αυτή η πύκνωσή σου.

Να σ’ αγγίζω και να ματώνω
να μ’ αγγίζεις και να μαραίνεσαι
να μεγαλώνει η οδύνη κάθε μέρα
η κάθε νύχτα να ριζώνει θύμηση
βαθύτερα όλο
και η στερνή καταφυγή να μην υπάρχει
το φταίω το φταις λυτρωτικό
η κατηγόρια του ένα για τον άλλο.

Ρόδο μου
Ρόδο μου Μαύρο
Πληγή μου μετά την πληγή
Έρωτά μου μετά τον Έρωτα
Αίμα μου
που ρέεις κι απ’ το στέρεμα μετά
της θλίψης προσφωνήσεις τώρα επισωρεύω
να σε καλώ
να σε καλώ
κι εσύ να γυρίζεις
όχι.



© Θεοδόσης Βολκώφ

Δευτέρα, Νοεμβρίου 27, 2006

Αγριεμένος πάλι απ’ την αγρύπνια


Στον φίλο Σωκράτη Ξένο



Αγριεμένος πάλι απ’ την αγρύπνια
κι ακούω το Θάνατο εκεί έξω να γελάει...
Άντρες γυναίκες γέροντες παιδιά
όλοι σιγά σιγά καγχάζουνε μαζί του.

Εμβρίθεια
βλοσυρότητά μου
σε καγχασμούς
σε τίποτα δε συναινείς.

Χάροντα τι γελάς;
Η Θλίψη μου – μονάκριβη – σε περιπαίζει.



© Θεοδόσης Βολκώφ

Τετάρτη, Νοεμβρίου 22, 2006

Aφήνουμε Αγγλίες, αφήνουμε Αμερικές και γυρίζουμε εδώ. Εδώ. Τώρα βέβαια αυτό το «εδώ» είναι ένα ζήτημα. Ίσως μάλιστα να είναι και το ζητούμενο. Το αιτούμενο...

Λιανοτράγουδα λοιπόν...



Καινούρια αγαπημένη μου, στάσου κομμάτ’ οπίσω.

Παλιά φιλιά μού ’πάντησε και θω να τη μιλήσω.


Λησμονημένη σ’ είχα γω· τώρα που σ’ είδα πάλι,

μού ’βαλες πόνο στην καρδιά και ζάλη στο κεφάλι.


Παλιά στράτα δε χάνεται, καινούρια δεν πατιέται,

ουδέ παλιά αγαπητικιά δεν απολησμονιέται.


Σαν είν’ η αγάπη μπιστική, παλιώνει μηδέ λιώνει·

ανθεί και δένει στην καρδιά και ξανακαινουργώνει.


Αδύνατό είναι μια καρδιά σαν πληγωθεί να γιάνει·

μοιάζει δεντρί που μαραθεί και πλιο καρπό δεν κάνει.


Από μικρός σε φύτεψα μες στης καρδιάς τα βάθη,

κι είν’ ο καρπός οπού τρυγώ, καημοί, πληγές και πάθη.


Για ιδές εκείνο το βουνό, οπού άναψε και καίγει:

κάποιος αγάπην έχασε και κάθεται και κλαίγει.


Δεν είναι πόνος να πονεί, πόνος να θανατώνει,

σαν την αγάπη την κρυφή που δεν ξεφανερώνει.


Η αγάπη βράχους κατελεί και τα θεριά μερώνει,

κι εγώ την έχω στην καρδιά, γι’ αυτό με θανατώνει.


Της θάλασσας τα κύματα τρέχω και δεν τρομάζω,

κι όντας σε συλλογίζομαι, τρέμω κι αναστενάζω.


Ωσάν η νύχτα η σκοτεινή, π’ όλα τα κάνει μαύρα,

έτσ’ είναι όλα στην καρδιά, σαν την πλακώσει η λάβρα.


Χωρίς αέρα το πουλί, χωρίς νερό το ψάρι.

χωρίς αγάπη δε βαστούν κόρη και παλικάρι.


Απ’ όντε δεν εσμίξαμε, ψηλέ λιγνέ μου, κρίνε,

δεν αναντράνισα να ιδώ, είναι ντουνιάς, δεν είναι.


Εμίσεψες και μ’ άφησες σαν παραπονεμένη,

σαν εκκλησιά αλειτούργητη σε χώρα κουρσεμένη.


Πηγή: Δημοτικά Τραγούδια, Συλλογή Νικολάου Γ. Πολίτη



Άμποτε από τέτοιες πηγές να πίνουμε πάντα...

Κυριακή, Νοεμβρίου 19, 2006

Κι από την Αγγλία περνάμε γρήγορα στην Αμερική, για να συναντήσουμε τον Stephen Crane (1871 - 1900). Χαμένος πρόωρα από φυματίωση, άφησε - σε σχέση με τη σύντομη ζωή του - δυσανάλογα ογκώδες έργο. Η ταχύτητα με την οποία συνέθετε τα έργα του είναι παροιμιώδης. Δούλεψε κυρίως τον πεζό λόγο. Εδώ παραθέτουμε λίγους από τους στίχους του.


STEPHEN CRANE
The Black Riders and Other Lines



I
Black riders came from the sea.
There was clang and clang of spear and shield,
And clash and clash of hoof and heel,
Wild shouts and the wave of hair
In the rush upon the wind:
Thus the ride of sin.



III
In the desert
I saw a creature, naked, bestial,
who, squatting upon the ground,
Held his heart in his hands,
And ate of it.
I said, "Is it good, friend?"
"It is bitter bitter," he answered;
"But I like it
Because it is bitter,
And because it is my heart."



IV
Yes, I have a thousand tongues,
And nine and ninety-nine lie.
Though I strive to use the one,
It will make no melody at my will,
But is dead in my mouth.



VIII
I looked here;
I looked there;
Nowhere could I see my love.
And-this time-
She was in my heart.
Truly, then, I have no complaint,
For though she be fair and fairer,
She is none so fair as she In my heart.


XXIII
Places among the stars,
Soft gardens near the sun,
Keep your distant beauty;
Shed no beams upon my weak heart.
Since she is here
In a place of blackness,
Not your golden days
Nor your silver nights
Can call me to you.
Since she is here
In a place of blackness,
Here I stay and wait.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 15, 2006

Δεν σπάω τη μικρή μου σιωπή (και λέγοντας μικρή δεν εννοώ σε διάρκεια, που ενδέχεται να είναι μεγάλη, αλλά σε σημασία, που είναι όντως μικρή). Μιλώντας λοιπόν υπό μίαν έννοια καταχρηστικά, απλώς τη ‘μεταλλάσσω‘. Κι αυτό γιατί οι λόγοι που ακολουθούν, αλλά και αυτοί που θα ακολουθήσουν, δεν είναι δικοί μου. Χωρίς κανένα απολύτως πρόγραμμα θα δημοσιευθούν κείμενα, πεζά και ποιητικά, από τον χώρο της λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας, ανάλογα με τη διάθεση της στιγμής. Όσοι φίλοι θέλουν να δουν ή να ξαναδούν ίσως κάποιες από τις προσπάθειές μου μπορούν να ανατρέξουν στα αρχεία των προηγουμένων μηνών.



ΟSCAR WILD (1854 – 1900)

Μικρό απόσπασμα από την ‘Μπαλλάντα της Φυλακής του Ρήντιγγ‘.



... I only knew what hunted thought

Quickened his step, and why

He looked upon the garish day

With such a wistful eye;

The man had killed the thing he loved,

And so he had to die.


Yet each man kills the thing he loves,

By each let this be heard,

Some do it with a bitter look,

Some with a flattering word,

The coward does it with a kiss,

The brave man with a sword!


Some kill their love when they are young,

And some when they are old;

Some strangle with the hands of Lust,

Some with the hands of Gold:

The kindest use a knife, because

The dead so soon grow cold.


Some love too little, some too long,

Some sell, and others buy;

Some do the deed with many tears,

And some without a sigh:

For each man kills the thing he loves,

Yet each man does not die…

Κυριακή, Οκτωβρίου 22, 2006

ΣΙΩΠΗ...


ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ,

ΣΤΑΜΑΤΑΩ ΓΙΑ ΛΙΓΟ, ΕΛΠΙΖΩ, ΚΑΙΡΟ ΤΙΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΑΡΟΝ BLOG. EYXOMAI NA TA ΞΑΝΑΠΟΥΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟ ΔΥΝΑΤΟΝ.
ΝΑ ΕΙΣΤΕ ΟΛΟΙ ΚΑΛΑ.



Θεοδόσης Βολκώφ

Τετάρτη, Οκτωβρίου 18, 2006

KAI... ΛΙΓΟΣ ΖΙΝΤ


Όταν γύρω στα 1940 είπαν στον Αντρέ Ζιντ (1869-1951) ότι μετρήθηκαν οι ζώντες ποιητές της Γαλλίας και βρέθηκαν διακόσιοι, δήλωσε χωρίς να εξετάσει τον κατάλογο των ονομάτων πως προτιμά τον διακοσιοστό πρώτο.
Δεν ισχυρίστηκε ότι έγινε κάποιο λάθος στο μέτρημα.
Υποστήριξε τη θέση του με τα ακόλουθα λόγια... "O πιο σπουδαίος ποιητής ζει, θα μιλήσουνε γι' αυτόν αύριο, θα κριθεί άξιος κρίκος της αξιομνημόνευτης αλυσίδας των ποιητών έστω κι αν τώρα είναι κρυμμένος στη σκιά της αδιαφορίας. Το πεπρωμένο του βαδίζει μπροστά".


Πηγή: Aντρέ Ζιντ. Ο ανηθικολόγος. Μτφ. Γιάννης Λο Σκόκκο. Εκδόσεις Κοράλλι, 1968.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 13, 2006

H ομορφιά τις λέξεις υποβάλλει

… Κι είναι του κορμιού σου η ποίηση
που τις λέξεις υποβάλλει…
Θ. Βολκώφ



Η ομορφιά τις λέξεις υποβάλλει·
ρυθμούς ξυπνά το μαντεμένο σώμα…
Και να, φλογίζεται ξανά το ατσάλι
της πένας και μιλά με λύκου στόμα.

Μία φορά σ’ αντίκρυσα, και φτάνει.
Όποιος με γνώρισε – θα καταλάβει.
Σιγή… Βρυχιέται πάλι το καπλάνι,
στίχο το στίχο ο Έρωτας ανάβει…



© Θεοδόσης Βολκώφ

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 26, 2006

Ολετήρα των στιγμών και των ερώτων



Ολετήρα των στιγμών και των ερώτων
σπορέα της απώλειας
με το πρόσωπό Σου της φθοράς
μάταια ζητάς απελπισία να με διδάξεις·
στο καθημερινό καθήκον μου ταγμένος
θα προχωρώ θα γράφω και θα κλέβω
ζωή επιούσια από το θάνατο
με στίχους.



© Θεοδόσης Βολκώφ

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 22, 2006

Πόσες φορές ξανά και ξανά φιλημένη



Πόσες φορές ξανά και ξανά φιλημένη
πόσες φορές ξανά και ξανά ποθητή.

Κι εσύ μου δίνεσαι
με την αφέλεια όλη της άνοιξης
τη θριαμβεύουσα ανθοφορία της
γεμάτη υποσχέσεις για καρπούς.

Κι εγώ εδώ να προσπαθώ
κάθε έρωτα που προηγήθηκε να σβήσω
κάθε φιλί και χάδι που σε είχε.
Να σε κερδίσω απ’ την αρχή
κι ολόκληρη·
ν’ αλώσω κάθε μνήμη
στο τώρα στο μετά στο πριν
παρθένα του φιλιού μου να σε κάνω.



© Θεοδόσης Βολκώφ

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 20, 2006

Έτσι λεπτοί που γίναμε



Έτσι λεπτοί που γίναμε
βαραίνει πιο πολύ ο «καλλιτέχνης» απ’ τον άντρα.
Γι’ αυτό λοιπόν θα σε αφήνω
μες στα σαλόνια με τους στίχους σου να παίζεις
και στις κυρίες να συστήνεσαι ως ποιητής·
κι εγώ γυρεύοντας μια μάχη αληθινή
που σ’ έναν άλλο ορίζοντα αρχίζω να ξεκρίνω
με το μεταλλικό δισύλλαβο όνομά μου
όχι βιβλία μα τις πράξεις θα υπογράφω.



© Θεοδόσης Βολκώφ

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 18, 2006

ΡΟΘΓΚΑΡ




Ρόθγκαρ ο Τρομερός
βρυχώνται τα βουνά της Κιμμερίας
Ρόθγκαρ ο Αμείλικτος
αντηχούν οι καταρράκτες της Θούλης
Υπερήφανος σαν Θεός
Οργισμένος όπως η Κόλαση
Ρόθγκαρ ο Δαίμονας των σφαγών και των αιμάτων
ο Ατσάλινος και ο Πέτρινος
ο Διάπυρος και ο Σκοτεινός·


Ρέα-Νετάλ Αγαπημένη
Περηφάνεια μπορεί να υπάρχει
μόνον εκεί που δεν υπάρχεις εσύ
η ομορφιά σου λιώνει κάθε μέταλλο
ακόμα και των πολεμιστών προγόνων μου το ατσάλι
και συνθλίβει αυτήν την καρδιά
που τίποτα και κανείς δεν μπορεί να συνθλίψει·
μπροστά σου η εκδίκηση
χάνει το βλέμμα της από αστραπή
μπροστά σου η περηφάνεια
γδύνεται την πορφύρα της
και χαίρεται για την πρωτόγνωρη γύμνια
χίλιες φορές να μ’ εγκαταλείψεις
χίλιες φορές θα τρέξω σε σένα
χίλιες φορές να με προδώσεις
χίλιες φορές θα θανατώσω την εκδίκηση μέσα μου
χίλιες φορές θα στρέψω πάνω μου το μαχαίρι.





© Θεοδόσης Βολκώφ

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 10, 2006

ROMAIN ROLLAND
ένας πρόλογος




Θέλω να δώσω τον λόγο στον
Romain Rolland (1866 – 1944). Ξεχασμένος σήμερα, για λόγους που σκοπεύω να εξετάσω μιαν άλλη φορά, αυτός ο συγγραφέας και μουσικολόγος, νομπελίστας το 1915 (μοίρασε τα χρήματα του βραβείου ώς την τελευταία δεκάρα), δημιούργησε μέσα σε μύριες όσες δυσχέρειες, το ένα μετά το άλλο, έργα σπάνιας ηθικής ευγένειας, γενναιότητας απαράμιλλης και ομορφιάς ανθρώπινης βαθιά. Υπήρξε μια από τις πιο αγνές ψυχές που γεννήθηκαν σε αυτόν τον κόσμο και αγωνίστηκε με όλες του τις δυνάμεις και ώς την τελευταία του πνοή για το κοινό καλό· για την ηθική και πνευματική εξύψωση του ανθρώπου σε μια εποχή που, όπως και η δική μας, αντιμετώπιζε εχθρικά κάθε ανάλογη προσπάθεια. Όσοι αγωνίζεστε, αναζητήστε τον. Θα βρείτε σ΄αυτόν έναν φίλο μονάκριβο, ένα αδελφό εν όπλοις που έμεινε πιστός στον αγώνα, που προδόθηκε φορές πολλές μα που δεν πρόδωσε ποτέ, που σταυρώθηκε κατ’ επανάληψιν μα που κήρυττε και στο σταυρό ακόμη την ανάσταση με τους λόγους και με τις πράξεις του. Μπορούμε να αντλήσουμε από τη δύναμή του. Η ολότελα αρσενική, η ρωμαλέα του θέληση, χυμένη σαν σε χαλκό μέσα στις χιλιάδες χιλιάδων σελίδες του, μπορεί να ανδρώσει και τη δική μας.

Παραθέτω τον πρόλογο από το βιβλίο του Rolland «Μπετόβεν» σε μετάφραση Χαρ. Ε. Ανανιάδου στις εκδόσεις Μαικήνας του 1958. Ας ακούσουμε λοιπόν αυτόν τον γενναίο άνδρα να μιλάει με αγάπη, όπως άλλωστε πάντοτε μιλούσε, για κάποιον που, πέρα από κάθε αμφιβολία και κριτική, την αξίζει....




Ο αέρας είναι γύρω μας βαρύς. Η γηραιά Ευρώπη αποναρκώνεται μέσα σε μια βαριά και διεφθαρμένη ατμόσφαιρα. Ένας ταπεινός υλισμός βαραίνει τη σκέψη και εμποδίζει τη δράση των κυβερνήσεων και των ατόμων. Ο κόσμος πεθαίνει από ασφυξία μέσα στον συνετό και χυδαίο εγωισμό του. Ο κόσμος πνίγεται. – Ας ανοίξουμε τα παράθυρα. Ας αφήσουμε να μπει ελεύθερος ο αέρας. Ας αναπνεύσουμε την πνοή των ηρώων.

Η ζωή είναι σκληρή. Είναι ένας καθημερινός αγώνας για εκείνους που δεν υποτάσσονται στην ψυχική μετριότητα, και συνήθως ένας αγώνας θλιβερός, χωρίς μεγαλείο, χωρίς ευτυχία, που γίνεται μες στη μοναξιά και στη σιωπή.

Βασανισμένοι από τη φτώχεια, απ’ τις σκληρές φροντίδες του σπιτιού. απ’ τις συντριπτικές και ανόητες ασχολίες, όπου οι δυνάμεις χάνονται ανώφελα, χωρίς ελπίδα, χωρίς καμιά αχτίδα χαράς, οι περισσότεροι είναι χωρισμένοι ο ένας απ’ τον άλλον και δεν έχουν και την παρηγοριά να μπορούν να δώσουν μες στη δυστυχία το χέρι τους στ’ αδέρφια τους που αγνούν και που τους αγνοούν. Δεν πρέπει παρά να υπολογίζουν μονάχα στον εαυτό τους. Κι είναι στιγμές που κι οι πιο δυνατοί λυγίζουν από τον πόνο. Ζητούν μια βοήθεια, έναν φίλο.

Για να τους βοηθήσω, ανέλαβα να παρατάξω γύρω τους τούς ηρωικούς φίλους, τις μεγάλες ψυχές που υπέφεραν για το καλό. Οι βίοι αυτών των επιφανών ανδρών δεν απευθύνονται στην αλαζονεία των φιλοδόξων· είναι αφιερωμένοι στους δυστυχισμένους.

Και ποιος δεν είναι δυστυχισμένος στο βάθος; Σ’ αυτούς που υποφέρουν ας δώσουμε το βάλσαμο του ιερού πόνου. Δεν είμαστε μόνοι στον αγώνα. Η νύχτα του κόσμου είναι φωτισμένη από φώτα θεϊκά [...]. Αν δεν πέτυχαν να διαλύσουν το παχύ σκοτάδι, μάς έδειξαν τον δρόμο στο φως μιας αστραπής. Ας βαδίσουμε κατόπιν της, πίσω από όλους εκείνους που πάλαιψαν σαν κι αυτούς, απομονωμένοι, διασκορπισμένοι σ’ όλες τις χώρες και σ’ όλους τους αιώνες. Ας καταργήσουμε τα σύνορα του χρόνου. Ας αναστήσουμε το πλήθος των ηρώων.

Αυτούς που θριαμβεύσανε με τη σκέψη ή τη δύναμη δεν τους λέω ήρωες. Ήρωες λέω εκείνους μόνο που στάθηκαν μεγάλοι στην καρδιά. Όπως το είπε ένας απ’ τους μεγαλύτερους ανάμεσά τους, αυτός που διηγούμαστε εδώ τη ζωή του: «Δεν αναγνωρίζω άλλο γνώρισμα ανωτερότητας από την καλοσύνη». Όπου ο χαρακτήρας δεν είναι μεγάλος δεν υπάρχει μεγάλος άνθρωπος, δεν υπάρχει ούτε μεγάλος καλλιτέχνης ούτε μεγάλος άνθρωπος δράσης. Υπάρχουν μόνο κενά είδωλα για το χυδαίο πλήθος: ο χρόνος τα καταστρέφει μαζί του. Λίγο μας νοιάζει η επιτυχία. Πρόκειται να είμαστε μεγάλοι, όχι να φαινόμαστε.

Η ζωή αυτών που προσπαθούμε να γράψουμε την ιστορία εδώ στάθηκε πάντα ένα μακρύ μαρτύριο. Είτε γιατί μια τραγική μοίρα θέλησε να σφυροκοπήσει την ψυχή τους στο αμόνι του φυσικού και ηθικού πόνου, της δυστυχείας και της αρρώστειας, είτε γιατί η ζωή τους αφανίστηκε και η καρδιά τους ξεσκίστηκε από τη θέα των μαρτυρίων και των ανείπωτων εξευτελισμών με τους οποίους βασανίστηκαν τ’ αδέρφια τους, έφαγαν το καθημερινό ψωμί της Δοκιμασίας. Κι αν στάθηκαν μεγάλοι στη δράση, είναι γιατί στάθηκαν μεγάλοι στη δυστυχία.

Ας μην βαρυγκομούν λοιπόν εκείνοι που είναι δυστυχισμένοι. Οι εκλεκτοί της ανθρωπότητας είναι μαζί τους. Ας τραφούμε με την ανδρεία τους· κι αν είμαστε πολύ αδύναμοι, ας ξεκουράσουμε μια στιγμή το κεφάλι μας στα γόνατά τους. Θα μας παρηγορήσουν. Από τις ιερές αυτές ψυχές ξεχύνεται ένας χείμαρρος γαλήνιας δύναμης και δυνατής καλοσύνης. Χωρίς καν να υπάρξει ανάγκη να ερευνήσουμε τα έργα τους και ν’ ακούσουμε τη φωνή τους, θα διαβάσουμε στα μάτια τους, στην ιστορία της ζωής τους, πως ποτέ η ζωή δεν είναι πιο μεγάλη, πιο γόνιμη και πιο ευτυχισμένη – παρά μέσα στον πόνο.

Μπροστά στην ηρωική αυτή λεγεώνα, ας δώσουμε την πρώτη θέση στον ηρωικό κι αγνό Μπετόβεν. Ο ίδιος μέσα στους πόνους του ευχόταν το παράδειγμά του να είναι στήριγμα για τους άλλους δυστυχισμένους [...]. Αφού κατόρθωσε ύστερα από πολύχρονο αγώνα να νικήσει τον πόνο του και να εκτελέσει τον σκοπό του, που ήταν, καθώς έλεγε ο ίδιος, να δώσει λίγο θάρρος στη δύστυχη ανθρωπότητα, ο νικητής αυτός Προμηθέας απαντούσε σε έναν φίλο του που επικαλούνταν τον Θεό: «Ω άνθρωπε! Βοήθει σεαυτόν»!

Ας εμπνευστούμε από τα περήφανα λόγια του. Ας αναζωογονήσουμε σύμφωνα με το παράδειγμά του την πίστη του ανθρώπου στη ζωή και στον άνθρωπο!



Ιανουάριος 1903

Romain Rolland

και για την αντιγραφή

Θεοδόσης Βολκώφ

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 09, 2006

ΘΡΑΥΣΜΑΤΑ (απόσπασμα)




24.

Να σου πω ν' ακούσεις τι.


Μόνο τα σώματα

το ένα τ' άλλο να σπαράζει.



© Θεοδόσης Βολκώφ

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 06, 2006

Ο ΠΟΥ ΑΡΜΑΤΩΘΗΚΕ

(τραγούδι)

Του Βόα, τραγούδι «δίδυμο»


Όλοι να λένε τη ζωή σου πως τη χάλασες

και το καλό σου πως απόδιωξες αστέρι·

κι εσένα να σε δέρνουν άλλες θάλασσες

και να γυρεύεις της καρδιάς σου το ασκέρι.


Το μαύρο τούτο δόκανο που πιάστηκες

- έτσι το θέλησα, μού λες, κι Αυτό με θέλει -

χίλιες ευλόγησες φορές και καταράστηκες,

μια θέρμη ανέγνωρη σού πύρωνε τα μέλη.


Ό,τ’ είχες ακριβό στο βγάλαν ψεύτικο

κι άγκριζ’ ο έρωτας κι o πόλεμος στο στήθος

και το τραγούδ’ ήρθε στα χείλη σου το κλέφτικο,

Λύκε αδερφέ μου που άστραψες στο ημίφως.


Απ’ όλα όσα λαβώνουνε λαβώθηκες,

παντού οι άτιμοι κι απάντησες αντρίκεια

κι, αντί να φύγεις, ήρθες κι αρματώθηκες

με του θυμού και της οργής τα φυσεκλίκια.


© Θεοδόσης Βολκώφ

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 05, 2006

EΠIΓΡΑΜΜΑ

Στην –


Δεν είναι ότι δεν μπόρεσες· δε θέλησες πολύ·
κι απ’ τη φωτιά αχάιδευτα θα μείνουνε τα μέλη·
ξεχνάς πως έρχετ’ ο καιρός που πλέον δεν μπορεί
όποιος για χρόνια ολόκληρα την πυρκαγιά δε θέλει.



© Θεοδόσης Βολκώφ

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 03, 2006

ΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟ ΣΧΟΛΙΟ



Αφήνω για λίγο κατά μέρος την ποίηση και τα της ποίησης γενικότερα για ένα πολύ σύντομο σχόλιο.

Την Παρασκευή που μας πέρασε, στη «Βιβλιοθήκη», το γνωστό ένθετο της «Ελευθεροτυπίας», δημοσιεύθηκε ένα αφιέρωμα με τίτλο «Λογοτεχνία και Διαδίκτυο». Θα περίμενε κανείς, από τη στιγμή που συμβαίνουν πολλά και ενδιαφέροντα στον κυβερνοχώρο, η ενασχόληση της «Βιβλιοθήκης» να είναι ουσιαστικότερη και συνεπέστερη με την ίδια την έννοια του αφιερώματος.

Δεν ενοχλούν τόσο οι λίγες σελίδες που καταλαμβάνει το θέμα – άλλωστε, αν κάποιος λέει πράγματα και όχι λόγια, για να θυμηθούμε και τη ρήση ενός συγχρόνου του Μιχαήλ Άγγελου για τον γλύπτη, λίγες γραμμές και μόνον αρκούν. Εκείνο που κάνει εντύπωση είναι ότι, τελικά, επί της ουσίας τίποτα δεν ειπώθηκε, τη στιγμή μάλιστα που ένας διόλου ευκαταφρόνητος αριθμός νέων συγγραφέων δραστηριοποιείται στο διαδίκτυο, δημοσιεύοντας κέιμενά τους και ανταλλάσσοντας απόψεις με ομοτέχνους τους και αναγνώστες σε προσωπικά ιστολόγια, διάφορα site και ηλεκτρονικά περιοδικά.

Δεν αξιώνει ίσως κανείς να αναφερθούν οι συντάκτες του αφιερώματος ονομαστικά σε συγγραφείς που συστηματικά δημοσιεύουν στο διαδίκτυο και των οποίων η φωνή κομίζει ενδεχομένως κάτι το νέο. Ας δεχθούμε ότι αυτό δεν ήταν μέσα στα πλαίσια του αφιερώματος όπως οι ίδιοι το αντιλαμβάνοται, ούτε και μέσα στις επιδιώξεις του που οι ίδιοι φυσικά έχουν θέσει. Σεβαστό απολύτως. Περιμέναμε όμως, αν μη τι άλλο, την αναφορά έστω τριών τεσσάρων διαδικτυακών τόπων όπου η σκέψη παλεύει να διαμορφωθεί και η λέξη μάχεται για την καθαρή άρθρωσή της.

Θα μπορούσε κανείς να αντιταχθεί σε αυτό λέγοντας ότι «εδώ, ο λόγος μας είναι θεωρητικός και ότι προσπαθούμε να φτάσουμε σε μια εποπτεία του όλου φαινομένου». Ο λόγος, θεωρητικός ή όχι – και δεν θα εξετάσω εδώ την ποιότητα των όσων γράφτηκαν – πρεπει να είναι πάντα συγκεκριμένος. Το συγκεκριμένο μάς χρειάζεται και μάς λείπει και δουλειά μας είναι να πλάσουμε μορφές. Και η μορφή, παντού, στην ποίηση, στη φιλοσοφία, στη μουσική, είναι πάντοτε συγκεκριμένη. Τέχνη είναι η αποθέωση του συγκεκριμένου γράφω σε ένα κείμενό μου. Ο λόγος των μεγάλων φιλοσόφων κάθε εποχής πασχίζει για τούτο το πράγμα και μέσα σε όλη του την εκπληκτική αφαίρεση ακόμα, παραμένει συγκεκριμένος απολύτως και παλεύει να κρατήσει στυλωμένο το βλέμμα του σε αυτό που υποψιάζεται ως είναι.

Νομίζω λοιπόν πως εδώ οι συντάκτες μας χάσαν από τα μάτια τους το πράγμα, που δεν είναι άλλο από το ζωντανό, ζεστό κορμί της λογοτεχνίας, μιας λογοτεχνίας που πάλλει και ανθίζει και μέσα στο διαδίκτυο. Για τίποτα το ζωντανό δεν μας μίλησαν. Επιδόθηκαν απλώς σε αφαιρέσεις που λίγο έως πολύ είναι έτοιμες στα χείλη όλων και σε επισημάνσεις που ένας καλός μαθητής έκθεσης μπορεί κάλλιστα να διατυπώσει. Τώρα, το αν σε κάποια σημεία η έκφραση γίνεται λίγο πιο περίτεχνη και η παρατήρηση πιο οξεία, αυτό λίγο με ενδιαφέρει, καθώς δεν εντοπίζω την ουσία εκεί. Εξάλλου – το ομολογώ -. τα τελευταία δέκα με δεκαπέντε χρόνια ευδοκιμεί στη χώρα μας ένας δοκιμιακός λόγος πολύ δουλεμένος, πολύ λεπτουργημένος, πολύ «διαβασμένος», τον οποίο ωστόσο βρίσκω εξαιρετικά βαρετό έως αδιάφορο, και σίγουρα πάντως πολύ κουραστικό. Πιθανόν βέβαια και να μην είμαι ο «επαρκής αναγνώστης» τέτοιων κειμένων, για να χρησιμοποιήσουμε έναν από τους όρους που οι φιλόλογοι και οι κριτικοί μας τον φοράνε πολύ. Και για να γλιτώσω κάποιον από κόπο και χρόνο να σκέφτεται και να εξετάζει προσπαθώντας να καταλήξει στο αν είμαι ή δεν είμαι, δηλώνω απερίφραστα πως δεν είμαι και πως δεν με ενδιαφέρει να γίνω.

Τώρα βέβαια, και για να επανέλθω στο θέμα μας κλείνοντας αυτό το πολύ σύντομο σχόλιο, δεν μπορώ να μην εκφράσω τη γενικότερη δυσπιστία μου απέναντι στα περιοδικά που ασχολούνται ή που καμώνονται πως ασχολούνται με τη λογοτεχνία και το βιβλίο. Τι συναντάμε εκεί; Καμιά διακοσαριά – μπορεί και να λέω πολλά – ονόματα, εκδοτών, διευθυντών, δημοσιογράφων, λογοτεχνών, καθηγητών, που εναλλάσσονται στις θέσεις και στην αρθρογραφία καθορίζοντας το τι δημοσιεύεται, τι εκδίδεται και τι προωθείται και, σαν να μην έφταναν όλα αυτά, τελικά το τι είναι και τι δεν είναι ποίηση καθώς και το ποιος είναι ποιητής και ποιος όχι. Κι αυτό συμβαίνει εδώ και πολλά πολλά χρόνια (παραπέμπω στις «Χαμένες Ψευδαισθήσεις» του τρομερού Μπαλζάκ, στο σημείο όπου ο ήρωας Λυσιέν αντιμετωπίζει τη σκληρή εκδοτική και δημοσιογραφική πραγματικότητα του Παρισιού).

Οι όψιμες εποχές μιλάν και γράφουν πολύ σημείωνε ο Νίτσε, για να προσυπογράψει αργότερα τούτη τη ρήση και ο Spengler. Tα περιοδικά λειτουργούν, και πώς αλλιώς άλλωστε, πλήρως εναρμονισμένα με το πνευματικό κλίμα της εποχής που δεν είναι άλλο από τους όρους της αγοράς. Οι φορείς της διαφήμισης και της διακίνησης του βιβλίου είναι πλέον ένα μεγάλο όπλο στα χέρια της συντήρησης, της όποιας συντήρησης, μικρής ή μεγάλης.

Από αλλού θα ξεπηδήσει η φλόγα. Όχι από τα ηχηρά και τα πολυδιαφημιζόμενα. Από τα ταπεινά μάλλον, από αυτά που εργάζονται στη νύχτα και στη σιωπή. Τα αστέρια που γεννιούνται μέσα από το πιο βαθύ σκοτάδι, αυτά και κρατούν την υπόσχεση της πυρκαγιάς.



© Θεοδόσης Βολκώφ

Παρασκευή, Αυγούστου 18, 2006

Θα απουσιάσω για λίγες μέρες. Θέλω να ευχαριστήσω από καρδιάς όλους όσοι επισκεφτήκατε το blog. Η παρουσία σας και τα σχόλιά σας υπήρξαν για μένα τιμή μεγάλη. Χαιρετώ σας, φίλοι μου!


DIE LIEDERNSONATE





I LARGO



Μύθοι ξυπνούν εδώ βαθιά, εδώ ανατέλλουν θρύλοι,
αγάπες αιματόχαρες και δύναμη της Γης,
πέτρα σκληρή, σκληρότερη του Κένταυρου η σμίλη,
βλέπω στους όγκους των βουνών τη γέννα της μορφής.

Τραχιά επικά ξεσπάσματα και λυρικές εξάρσεις,
ρυθμοί το αμόνι που γεννά σκληρά με το σφυρί,
ζωή και χίλιοι θάνατοι κι αιματηρές καθάρσεις,
θλίψης ποτάμια, θάλασσες, του πόνου η πηγή.

Θέληση που είναι προσταγή και μοίρα που δεσπόζει
σιδηρουργού που ακούραστα δουλεύει τη φωτιά,
μέταλλα, βράχους και βουνά τσακίζει και αρμόζει,
τέχνης αρχαίας ο κάτοχος σκληρής μες στη νυχτιά.

Από της Γης τα έγκατα θεριεύω κι ανεβαίνω,
στις φλόγες μέσα χαίρομαι, στις πυρκαγιές γελώ
κι οι άνεμοι με σπρώχνουνε και πάω και πηγαίνω,
σε ωκεανούς βυθίζομαι, σε χείμαρρους κυλώ.

Από τον κόσμο μάκρυνα και δρόμους άλλους πήρα
και μέσ’ από το βράχο μου έβγαλα τη φωτιά,
η Μοίρα θέλει τη Ζωή και η Ζωή τη Μοίρα,
κι εγώ είμαι θλίψη, δύναμη, λατρεία, μοναξιά.


***


Αρχαίες δυνάμεις των παθών, των πόθων Τιτανίδες,
το στήθος μου σας έδωσα, πατέρας σας και γιος σας,
θα σπείρω εγώ του Κένταυρου ταίρια, τις Λαπιθίδες,
βράχος φωτιάς η θλίψη μου, η οργή μου κεραυνός σας.

Άγριοι και ξένοι, αταίριαστοι οι λόγοι μου είν’ εμένα,
δυσνόητα τα πάθη μου, πρωτόγονον’ οι ρυθμοί μου,
γιος Σκύθη, μάνας Σκύθισσας αλλόκοτη μια γέννα
κι άλλ’ ειν’ εμένα η πηγή και άλλη η πνοή μου.

Στου πάθους τα χαλάσματα, στα θλιβερά συντρίμια,
μες στης ζωής της άχαρης που ζήτε τα ρημάδια,
εμένα μέσα μου ποθούν της Γης όλα τ’ αγρίμια,
εμένα με χαράσσουνε του πάθους τα σημάδια!


***


Εδώ κι αιώνες γύρευα τον εναγκαλισμό σου,
ερήμων ο γεννήτορας, πατέρας των σεισμών,
μα πουθενά και πάντοτε ξέν’ από τον δικό σου
πυράς χορό τα βήματα στις χώρες των θνητών.

Aγαπημένη Αθάνατη, στα δάση ανασαίνεις,
στους καταρράκτες λούζεσαι, με έρωτες μεθάς,
χέρι μου εσύ σπαθιά παλιά αρπάζεις και κραδαίνεις,
μοίρες αρχαίες προκαλείς κι αγγίζεις και ξυπνάς!


***


Διάβολους τώρα εγώ κρατώ, δαίμονες στ’ άρμα ζεύω,
πολεμιστής κυρίαρχος και θέλω τα φιλιά σου,
στα πάντα εγώ ξεχύνομαι, στο χρόνο σου θεριεύω
και τους αιώνες δέχομαι και φέρνω εγώ μπροστά σου!

Για σένα μεσ’ στο στήθος μου τον πόνο γιγαντώνω·
το έργο που αχνοφαίνεται, για σένα, είναι δικό σου·
ευλαβικά στα πόδια σου σκύβω και τ’ απιθώνω
κι είναι γεμάτο απ’ τον παλμό κι απ’ τον ανασασμό σου...







II SCHERZO. SERIOSO



Εδώ είναι αμόνι τραγικό και πάνω του σφυρί,
εδώ χτυπούν οι δαίμονες και καταριούνται οι μάγοι,
φίδια κυκλώνουν, δράκοντες ξεσχίζουν το κορμί,
σμίγει του πόνου η έρημος με κόλασης πελάγη.

Μέσα στο ηφαίστειο βαθιά που καίει σιωπηλό
ο φοβερός μεταλλευτής κι ο άγριος σφυρηλάτης
δένει το ατσάλι της οργης με τον χαλκό θυμό
- ζωή που σε λαβύρινθους χάνει τα βήματά της.

H λήθη εδώ δυνάστρια αιώνων και λαών,
η αμαρτία βασίλισσα και ενοχή και τύψη,
πόθων ημέρες πύρινες και νύχτες των παθών,
ο πόνος είναι προορισμός και πεπρωμένο η θλίψη.

Ξεσπούν αρρώστιες γύρω μας κι ανάβουν χαλασμοί,
ο ήρωας πέφτει ανήμπορος, τρέμει στα χέρια η σμίλη,
σκυφτή διαβαίνει η Μοίρα μας και μας περιφρονεί,
μα Κάποιος το αγκάλιασμα και το φιλί έχει στείλει.

Το μέταλλο είναι αμάλαγο, χορός είναι η φωτιά
κι ο σφυρηλάτης τρομερός στην άβυσσο των χρόνων,
- βυθίζεται – κι αδιάκοπα θεούς σφυροκοπά
κι ο βρηχυθμός του αντηχεί στις όχθες των αιώνων.







ΙΙI GRAVE. ENERGICO. ALLEGRO NON TROPO



O Δαίμονας. Λυκόφως. Ονείρου ο βυθός. Σιωπή.
Ζωές που γέρνουν και ξεχνούν· κάτι που θα πεθάνει.
Γκρεμοί· βάραθρα· άβυσσος. Μακάβρια συλλογή.
Αγάπη που αγγίζοντας για μια στιγμή, τη χάνει.

Λατρεία του υπέροχου. Στέπες. Παντού χειμώνες.
Στην έρημο ο Δαίμονας ανοίγει τα φτερά του·
δράκους γεμάτ’ οι ουρανοί κι οι θάλασσες γοργόνες.
Σκιές, νύχτας σαλέματα κι η ανάσα του θανάτου.

Ζωή. Τραγούδι βάρβαρο. Εξώκοσμοι σκοποί.
Πόθος για κάποια μάγισσα· κατάρα που τον δένει.
Σπηλιά. Βράχοι αμάλαγοι. Φωτιά η μυστική.
Θνητή που κάπως άγγιξε. Μούσα Θεά που κραίνει.

Κορφές. Κόκκινα σύννεφα. Θεοί. Θεές. Τιτάνες.
Ένα σκοτάδι· κάποι’ αυγή· μια μαγεμένη λύρα.
Μια ελεγεία προσευχή· διθύραμβοι· παιάνες.
Η δύναμη κι η θέληση κι η μουσική κι η μοίρα.

Ποτάμια χρόνων. Θάλασσες. Ωκεανοί που απλώνουν.
Λίμνες που κρύβουν μυστικά. Νεράιδες. Κι αγαπάνε.
Άτλαντες που στους ώμους τους τούς Άτλαντες σηκώνουν.
Του καταρράκτη τα νερά που αφρίζουνε και σπάνε.

Μαύρο του έναστρ’ ουρανού. Αναπνοές της μέρας.
Της νύχτας το απόλυτο· οι πόθοι και τα πάθη.
Γραφή στις πέτρες αίματος· και η φωτιά· κι ο αέρας.
Αινίγματα και μυστικά· και αμαρτίες και λάθη.

Μορφές· κορμιά· αγάλματα. Ασάλευτα. Σαλεύουν.
Ύπνοι και σκέψεις κι όνειρα. Μύθοι σκληροί και θρύλοι.
Και εφιάλτες, ψίθυροι, κραυγές, φωνές, χορεύουν.
Βράχος ο πόνος άσπαστος. Μια πένα που ’ναι σμίλη.

Ουρλιάσματα, βουνά, γκρεμοί. Ηφαίστεια. Πλημμύρες.
Σεισμοί. Κύματα. Ήπειροι. Αθάνατοι τυφώνες.
Θύελλες μαύρες. Κεραυνοί. Οι Μούσες και οι Μοίρες.
Οι καταιγίδες· οι αστραπές. Οι χρόνοι κι οι αιώνες.

Το αίμα. Η λάβα. Η ψυχή. Η φλέβα. Ο παλμός της.
Ο έρωτας και το φιλί. Η αγάπη και το χάδι.
Η πόρνη. Η μάγισσα. Η νυχτιά. Ο αναστεναγμός της.
Το τέλος. Όλ’ οι θάνατοι. Το αόρατο σημάδι.

Το δάσος. Σύννεφα. Καπνοί. Ομίχλη. Η σελήνη.
Αρχαίοι βωμοί. Ιέρειες. Δρυίδες των θαυμάτων.
Θυσίες. Λατρείες. Οιωνοί. Λύκος νερό που πίνει.
Πάθη του ερέβους των κορμιών. Λήθη νεκρών σωμάτων.

Λειμώνες των αθάνατων. Δαρμός. Η τρικυμία.
Μέταλλα και πετρώματα. Μεταλλουργός και γλύπτης.
Των κολασμένων οι γκρεμοί. Ο Μύθος. Ιστορία.
Γραφές μιας γλώσσας άγνωστης· του τάφου και της κρύπτης.

Το φύλλο και το πέταλο. Το μαύρο αυτό λουλούδι.
Το θρόισμα. Ο ψίθυρος. Η λάμψη μυστηρίων.
Το ρόδο. Χρώμ’ απέραντο. Το χάδι και το χνούδι.
Το σώμα της. Το σώμα της. Κι η τέχνη των ορίων.

Το ματωμένο τους φιλί. Πικρό, κλεμμένο χάδι.
Η μνήμη. Το απόλυτο. Ο στόχασμός. Η θλίψη.
Ο σκοτεινός ανασασμός. Το αόρατο σκοτάδι.
Όψη σκληρή. Η θέληση· θεά που εδώ θα σκύψει.

Χορός. Πυρρίχια βήματα. Ο καλπασμός Κενταύρου.
Προορισμός. Απόσταση. Διαστήματα και χρόνοι.
Η οπλή και το ρουθούνισμα. Το μούγκρισμα του ταύρου.
Η ζάλη και ο ίλιγγος. Μέθη που δεν τελειώνει.

Ρωγμή. Η πτώση. Λύγισμα. Η Γη που τον φωνάζει.
Τα σπλάχνα. Το αγκάλιασμα. Τα φλογισμένα μάκρη.
Ο ύπνος. Χίλια όνειρα. Το χώμα που δοξάζει.
Ο κόρφος που’ ναι θάνατος. Η φλόγα απ’ άκρη σ’ άκρη.

Μονόλιθος. Ο Δαίμονας. Ανατολή και Δύση.
Ναοί. Λατρεί’ αρχέγονη. Σκοτάδι και αστρόφως.
Το Λυκαυγές. Το άγνωστο. Ο κύκλος που θα κλείσει.
Ο Λύκος ο ανέσπερος και πάντα το Λυκόφως.

Αγαπημένη Αθάνατη. Δική του και μακριά του.
Ο πόνος. Λυγμός ήρωα. Ο στοχασμός. Η θλίψη.
Η έρημος. Λύκος. Ο σκορπιός. Το αίμα. Η σκιά του.
Το βράδυ. Η θέρμη. Η σιωπή. Ο Άγγελος. Η τύψη.

Μόνος. Ο Λύκος. Δαίμονας. Η Γη του κι η σκιά του.
Δύναμη αδάμαστη. Ορμή. Λίθινος θλίψης θρόνος.
Ο βρηχυθμός. Το αίμα του. Η ανάσα. Τα φτερά του.
Το πέταγμα. Οι ουρανοί. Γκρεμοί, άβυσσος. Μόνος.








IV ADAGIO. ESPRESSIVO



Toυ λόγου εσύ βασίλισσα και της ψυχής μου γλώσσα,
Σιωπή, σεμνή ιέρεια και των παθών μου πλάστρα,
πόσα κοιμούνται μέσα σου κι αργοσαλεύουν πόσα,
βαθιά σου ζουν οι ωκεανοί κι ανάβουν όλα τ’ άστρα!

Σμίλεψα βράχους μέσα σου και μέταλλα έχω λιώσει,
της Γης όλα τα θαύματα με αθάνατες φωτιές,
του σφυρηλάτη την ψυχή κατάκτησα με όση
ζωή στο στήθος μου έκλεισα, μ’ όσες τραχιές πνοές.

Μες στη σιωπή κυρίαρχος μορφών και καταιγίδων,
ζωών σκληρών ο δαμαστής, της Γης ο βρηχυθμός,
ο ματωμένος Κένταυρος αγάπες Λαπιθίδων
θέλησα και στην άβυσσο με πήγε ο καλπασμός.

Μες στη σιωπή σ’ αγάπησα, ω μυστικό του κόσμου,
μού ’δωσε κάτι η Μοίρα μου και είπα, «δε μου αρκεί»,
στη δύση γέρνω πρόωρα, αργά σβήνει ο παλμός μου
κι είναι σπασμός το πνεύμα μου, το σώμα μου πληγή.

Ο βρηχυθμός μου απόμακρος – αρχίζει και τελειώνει –,
κύμα του ήχου χάνεσαι στις όχθες της σιγής,
Σιωπή, τα πάντα κυβερνάς, λιώνουν βαθιά σου οι χρόνοι,
του λόγου πρωθιέρεια και γλώσσα της ψυχής.


Του πόνου ο βράχος άσπαστος· συνθλίβεται η σμίλη,
σπάνε της λύρας οι χορδές, ραγίζει το σπαθί,
σώμα νεκρό δεν το φιλούν τ’ αγαπημένα χείλη,
εδώ τελειώνει ο καλπασμός και είμαι πια σιωπή.

Και είμ’ εγώ που χάνομαι κι εγώ είμαι που σβήνω,
δάφνες που δε σας έδρεψα, αγάπες που δε βρήκα,
ω κόσμοι που σας λάτρεψα και τώρα σας αφήνω,
θύελλες που αγκάλιασα, σε σας, κολάσεις, μπήκα!

Σιωπή των τάφων, έρημος Θεών και μυστηριών,
το δάσος στο λυκόφωτο της μοίρας που κρατώ
ίσκιος σαλεύει απέραντος – η ώρα των ορίων –
ήρθε το τέλος έρχεται και γονατίζω εδώ.

Στου βράχου απόψε την καρδιά το ξίφος μου βυθίζω,
ιερείς δεν είναι γύρω μου, το ξίφος μου σταυρός,
τον τάφο με τα χέρια μου στο βράχο μου σκαλίζω
κι οι σπίθες απ’ τη σμίλη μου το τελευταίο φως...

- Μα μέσα στη σκληρή σιωπή των όλων ήρθ’ Εκείνη
και σταθερό το χέρι της στην πέτρα του ακουμπά,
ρόδα του πάθους μέσα της κι αγάπης σμίγαν κρίνοι,
και στη μορφή του βράχου του αφήνει τη ματιά.

- Η ελεύθερη ήρθε στη σιωπή κι η πολυαγαπημένη,
του έρωτα η βασίλισα, της μοίρας η πιστή,
λιοντάρι, νύμφη, λύκαινα και στη φωτιά η πλασμένη
λόγια σεμνά για το χαμό του Κένταυρου να πει:

«Σιγά, σιγά ακουμπήστε τον στην κρύα ασπίδα επάνω,
ελάτε οι κόρες γύρω του και λύστε τα μαλλιά,
φωτιά ανάψτε οι ήρωες, στεφάνια θα του κάνω
κι όσα του αρνήθηκε η ζωή θα δώσω εγώ φιλιά».




© Θεοδόσης Βολκώφ

Πέμπτη, Αυγούστου 17, 2006

ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ



Φίλε μου Φίλε μου
βλέπω στα μάτια σου την έχθρα που ανάβει
λόγια πικρά κι εσύ απόμερα ετοιμάζεις
καρφιά σ' έναν αόρατο σταυρό·
εχθρούς
εχθρούς μού κέρδισαν οι στίχοι
λόγια ερπετά
οι περήφανοι ρυθμοί.

Ποίηση που μου αύξησες τη φτώχεια
που μου πολλαπλασίασες τη μοναξιά
να 'ξερες πόσο φως μού έχεις κοστίσει
αφού στο μαύρο μόνο
καταδέχεσαι να ανθείς.



© Θεοδόσης Βολκώφ

Τετάρτη, Αυγούστου 16, 2006

ΡΕΚΒΙΕΜ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΕΡΙΝΑ
(απόσπασμα πέμπτο)



Πόνε μου εσύ, δεν έσπασες κι ας ράγισες,
ακέραιο και σκληρό σ' όλα σε κράτησα·
με την πυρή ματιά σου κοίταξες και σφράγισες
τον κόσμο και μαζί σου εδώ επικράτησα.

Απ' το κορμί μου φαίνεται πως πλάστηκες
και με τον έρωτά μου αυτόν που σε ανέθρεψα
να είσαι αυτός που είσαι δεν κουράστηκες
κι εγώ στην πρώτη μου πηγή με σένα επέστρεψα.



© Θεοδόσης Βολκώφ

Παρασκευή, Αυγούστου 11, 2006

EΝΑ ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ ΛΙΒΑΝΟΥ
ΧΑΛΙΛ ΓΚΙΜΠΡΑΝ


Θέλω να δώσω τον λόγο σε ένα από τα παιδιά τού σκληρά δοκιμαζόμενου Λιβάνου, τον Χαλίλ Γκιμπράν (1883 – 1931). Παραθέτω λοιπόν αποσπάσματα από ένα κείμενό του, το οποίο υπάρχει στο βιβλίο «Θησαυρός Σοφίας του Χαλίλ Γκιμπράν» των εκδόσεων Ορφανίδη. Την επιλογή των κειμένων στην εν λόγω έκδοση την έχει κάνει ο Ε. Γραμμένος, τη γλωσσική επιμέλεια ο Φώντας Κονδύλης και η μετάφραση έχει γίνει από ομάδα συνεργατών του εκδοτικού οίκου. Δεν γνωρίζω αν το βιβλίο κυκλοφορεί σήμερα, κάθως το βρήκα σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο. Αν πάντως πέσει στα χέρια σας, αξίζει να το μελετήσετε…


Ο ΔΙΚΟΣ ΣΑΣ ΛΙΒΑΝΟΣ ΚΑΙ Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ


Eσείς έχετε το δικό σας Λίβανο κι εγώ το δικό μου.
Ο δικός σας είναι ο πολιτικός Λίβανος και τα προβλήματά του.
Ο δικός μου είναι ο φυσικός Λίβανος μ’ όλη του την ομορφιά.
Εσείς έχετε το δικό σας Λίβανο με τα προγράμματα και τις συγκρούσεις.
Εγώ έχω το δικό μου με τα όνειρά του και τις ελπίδες του.
Ας είστε ικανοποιημένοι με το δικό σας Λίβανο, όπως εγώ είμαι ευχαριστημένος με τον ελεύθερο Λίβανο του οραματισμού μου.
Ο δικός σας Λίβανος είναι ένας περίπλοκος πολιτικός κόμβος που προσπαθεί να λύσει ο χρόνος.
Ο δικός μου ο Λίβανος είναι μια αλυσίδα από λόφους και βουνά που υψώνονται γεμάτα ευλάβεια και μεγαλοπρέπεια προς τους γαλάζιους ουρανούς.
Ο δικός σας Λίβανος είναι ένα διεθνές πρόβλημα που δεν έχει βρει ακόμα τη λύση του.
Ο δικός μου ο Λίβανος είναι ήρεμα, μαγεμένα λιβάδια γεμάτα αντίλαλους απ’ τις καμπάνες των εκκλησιών και τους ψιθύρους των ρυακιών.
Ο δικός σας Λίβανος είναι μια πάλη ανάμεσα σ’ έναν αντίπαλο από τα δυτικά και σ’ έναν αντίπαλο από τα νότια.
Ο δικός μου ο Λίβανος είναι μια φτερωτή προσευχή που φτερουγίζει το πρωί όταν οι τσοπάνηδες βγάζουν τα κοπάδια τους στη βοσκή και ξανά το σούρουπο όταν οι χωριάτες γυρίζουν από τα χωράφια και τ’ αμπέλια τους.
Ο δικός σας Λίβανος είναι μια απογραφή αναρίθμητων κεφαλών.
Ο δικός μου είναι ένα γαλήνιο βουνό που στέκει ανάμεσα στη θάλασσα και στις πεδιάδες, σαν ένας ποιητής ανάμεσα στη μια αιωνιότητα και την άλλη… …

.. Ο δικός σας Λίβανος είναι ένα παιχνίδι σκακιού ανάμεσα σ’ ένα επίσκοπο κι ένα στρατηγό.
Ο δικός μου ο Λίβανος είν’ ένας ναός όπου η ψυχή μου βρίσκει καταφύγιο όταν κουράζεται απ’ αυτόν τον πολιτισμό που τρέχει με εκκωφαντικούς τροχούς.
Ο δικός σας Λίβανος είναι δύο άνθρωποι – ο ένας που πληρώνει φόρους κι ο άλλος που τους μαζεύει.
Ο δικός μου ο Λίβανος είν’ εκείνος που γέρνει το κεφάλι του πάνω στο μπράτσο του στον ίσκιο των ιερών κέδρων, ξεχνώντας τα πάντα εκτός από το Θεό και το φως του ήλιου.
Ο δικός σας Λίβανος είναι λιμάνια, ταχυδρομεία, εμπόριο.
Ο δικός μου είναι μια αγνή σκέψη και μια φλογερή στοργή, μια θεία λέξη που ψιθυρίζει η γη στο αυτί του απείρου.
Ο δικός σας Λίβανος είναι διορισμένοι, υπάλληλοι, διευθυντές.
Ο δικός μου ο Λίβανος είναι το μεγάλωμα της νιότης, η απόφαση της ωριμότητας, η σοφία των γηρατειών… …

.. Ο δικός σας Λίβανος είναι νόμοι, κανονισμοί, ντοκουμέντα και διπλωματικά έγγραφα.
Ο δικός μου βρίσκεται σ’ επαφή με τα μυστικά της ζωής που τα ξέρει χωρίς συνειδητή γνώση· ο δικός μου ο Λίβανος είναι μια λαχτάρα που φτάνει με τα ευαίσθητα ακροδάχτυλά της στην πιο απόμακρη άκρη του αόρατου και το πιστεύει για όνειρο.
Ο δικός σας Λίβανος είναι ένας συνοφρυωμένος γέρος που χαϊδεύει τη γενειάδα του και σκέφτεται μόνο τον εαυτό του.
Ο δικός μου ο Λίβανος είν’ ένας νέος σαν πύργος στητός, γελαστός σαν την αυγή και σκέφτεται για τους άλλους όσο σκέφτεται και για τον εαυτό του… …

.. Πραγματικά, σας λέω πως το μικρό λιόδεντρο που φυτεύει ο χωρικός στους πρόποδες του βουνού στο Λίβανο θα ξεπεράσει σε διάρκεια τις δικές σας πράξεις κι επιτυχίες. Και το ξύλινο αλέτρι που τραβούν δύο βόδια πάνω στα χωράφια του Λιβάνου ξεπερνάει σε αξία τις ελπίδες και τις φιλοδοξίες σας.
Σας λέω, και η συνείδηση του σύμπαντος ας είναι μάρτυράς μου, πως το τραγούδι εκείνου που μαζεύει χόρτα στις πλαγιές του βουνού αξίζει περισσότερο από τις φλυαρίες των επίσημων αντρών σας… …

Eσείς έχετε το δικό σας Λίβανο κι εγώ το δικό μου… …

Τετάρτη, Αυγούστου 09, 2006

Ο ΓΙΓΑΝΤΑΣ




Γεννήθηκα ένας γίγαντας
από της Γης τα σπλάχνα,
με το κορμί χωμάτινο
φτιαγμένος με πηλό
και πάνω μου δροσιά έφερνε
της μάνας μου η άχνα,
πλασμένος με την έρημο
ζητούσα το νερό.
Και γύριζα τα πέρατα
του κόσμου και τις χώρες,
Αγάπη πάντα ψάχνοντας
και μάχες μυστικές
και μ’ έδειραν οι ανεμικές
και με τσακίσαν μπόρες
και το κορμί μου έσπασαν
και γέμισαν ρωγμές.
Στην έρημ’ ολομόναχος
ξεδίψαγα στο Νείλο
και τα κομμάτια μάζευα
θνητός στοχαστικός
κι είπα, «δε θέλω τον πηλό»
και μ’ έπλασ’ από ξύλο
κι είπα, «παλιές ανεμικές
δεν είμαι πια τρωτός».
Κι ήρθαν καινούργιες
θύελλες κι ορμήσαν νέες μπόρες,
δεν έκλεινε η Μοίρα μου
και γύριζε τ’ αδράχτι,
πολέμους γνώρισα φωτιάς,
των κεραυνών τις κόρες
και το κορμί μου απόμεινε
και κάρβουνο και στάχτη.
Κι εκεί πάλι σηκώθηκα
βαρύς από τη Γη μου
και μ’ έσπρωχνε ξανά μια ορμή,
ζωή αλυσοδέτρα,
να βρω μια ύλη άφθαρτη
από το χαλαστή μου
κι έψαξα μές στα βάθη μου
και μ’ έκαν’ από πέτρα.
Και τότε ήρθαν και μ’ αγγιξαν
μάγισσες κάποιες κόρες,
μητέρες τους τα τέρατα,
πατέρες οι σεισμοί,
βαθιές θάλασσες μέσα μου
πνίγαν στεριές και χώρες
και πια χαλίκια ο βράχος μου
και να, ξανά η ρωγμή!
Κι είπα, «τωρ’ από σίδερο
θα φτιάξω τον εαυτό μου,
δε θα ’χω πια καμιά ρωγμή
και στάχτη και καπνιά,
η Μάχη είναι η δόξα μου
κι η Αγάπη τ’ όνειρό μου»,
με βρήκε όμως το λύγισμα,
το λιώσιμο, η σκουριά.
Καινούργιες πάντ’ ανεμικές,
πάντα καινούργιες μπόρες,
δαιμόνισσες σαν να ’λεγαν
μ’ ανθρώπινες φωνές,
«ίδιες για σένα της ζωής
και του θανάτου οι ώρες,
γιατί κι εσύ δυνάμωσες
κι εμείς πιο δυνατές».
Κι ήρθε από μέσα η Μοίρα μου,
που απ’ την αρχή καλούσα,
από τα χρόνια τα παλιά,
τα χρόνια του πηλού,
κι είπε σ’ εμένα – μαχητής
που ζούσα κι αγαπούσα –
τους νόμους και τις προσταγές
της Γης και τ’ Ουρανού:
«Γιατ’ είσαι συ ο αδάμαστος
κι αν γίνεις από ατσάλι
κι απ’ όποιο μέταλλο άγνωστο,
σκληρό, γυαλιστερό,
μες στις φωτιές, στους χαλασμούς
θα σε βυθίσω πάλι,
δεν εχ’ η Αγάπη νικητές
κι η Μάχη τελειωμό»!



© Θεοδόσης Βολκώφ

Σάββατο, Αυγούστου 05, 2006

ΔΑΒΙΔ (απόσπασμα 2ο)




Στη γλώσσα του λαού μου
το όνομά μου σημαίνει
Αυτός Που Τον Αγαπούν·
στη γλώσσα της ψυχής μου
τη φτιαγμένη από αίμα και φωτιά
σε κάθε της γράμμα και φθόγγο
μέρα με την ημέρα
πληγή μετά την πληγή
άλλαξα το νόημα
το ξαναγέννησα καινούργιο
πιο δυνατό
και για μένα πιο άξιο
Δαβίδ τώρα σημαίνει
Αυτός Που Αγαπά.




© Θεοδόσης Βολκώφ

Παρασκευή, Ιουλίου 28, 2006

ΒΑΓΔΑΤΗ 1207 μ.Χ.



Άψογη είσαι·
την ομορφιά σου ομολογούν οι ομορφότερες,
μπροστά σου γονατίζουν οι ανδρείοι·
Ατίμητο στολίδι της Βαγδάτης,
της Περσίας μονάκριβο καύχημα
σε αποκαλούν οι ποιητές
και ο σύζυγός σου υπερήφανος
ευφραίνεται με τα δίκαια λόγια του Σουλτάνου -
«Δεν υπάρχει άλλη γυναίκα σαν και αυτήν,
την ομορφιά της που λάμπει
ξεπερνά μόνον η τιμιότητά της που αστράφτει·
τυχερός ο άνδρας που την ορίζει».

Όμως εγώ - που από μπρος σου πέρασα -
σε κοίταξα
και σ’ έχω κάνει ν’ αναρωτιέσαι.



© Θεοδόσης Βολκώφ

Τετάρτη, Ιουλίου 26, 2006

Ο ΜΟΝΑΧΟΣ
Μια παλιά ιστορία



Στη θύρα στέκει ο Ηγούμενος, την ευλογία δίνει
και λέει: «Γιε μου, Συμεών, σού εδόθη άγια χάρη,
να παίρνεις τις τρανές μορφές απ’ του φωτός την κρήνη
και ν’ ακουμπάς στο μάρμαρο, γλυκά, με το σμιλάρι.

Δείξε, παιδί μου Συμεών, θεία δόξα στους αιώνες,
Γεννήσεις, Ευαγγελισμούς, τα Μυστικά τα Δείπνα,
στ’ άπεφθο πλάσε μάρμαρο του Θείου τους αγώνες·
γέρος εγώ, θ’ αναπαυθώ· εργάζου και αγρύπνα»! ...

... Γονατιστός ο Συμεών την προσευχή τελειώνει
και ψιθυρίζει, «Κύριε, κι απόψε σε καλώ,
το χέρι κάνε σίγουρο, με τάραξαν οι πόνοι,
κάνε το μάτι αλάνθαστο, καθάριο το μυαλό»...

Ανάβει ο νέος μοναχός στη σκήτη το καντήλι
και τη ματιά στο μάρμαρο γλυκά-γλυκά ακουμπά,
τις μισοτέλειωτες μορφές, πριν πιάσει ευθύς τη σμίλη,
με δάχτυλα που τρέμουνε αγγίζει και ξυπνά...

Μα κάτι αλλάζει απ’ τ’ άγγιγμα μες στην ψυχή και χύνει
κάποιο άλλο φως μες στο κελλί και στην καρδιά φωτιά,
μέσα σε στρόβιλο παθών και σε ονείρων δίνη
θυμάται ο νέος Συμεών ζήση άγρια και παλιά...

«Αλέξανδρο με λέγανε πριν μοναχός να γίνω
κι Έλληνας είμαι κι αγαπώ τ’ ολόφλογο κορμί,
γυμνά πλάθω τα σώματα και τα ντυμένα γδύνω,
γυρνάς ξαν’ απ’ το παρελθόν, άρρενα γλύπτη ορμή!

Σε αγαπάω, Γέροντα γαλήνιε, και το φως σου,
μα εγώ αντλώ απ’ το ηφαίστειο και παίρνω απ’ τη φωτιά,
ας σμίξουνε στο Σύμπλεγμα η Γη μου κι ο Ουρανός σου,
χίλιες Αγάπες μάχονται βαθιά μες στην Καρδιά!

Προστακτικό το χέρι μου και ακολουθεί η σμίλη,
μού ζήτησες, Ηγούμενε, “τον Ευαγγελισμό”,
γεννάω με σφοδρότητα γραμμές, καμπύλες, χείλη
και πλάθω τα μυστήρια καθώς τα ζω εγώ»!

Κι είν’ η ψυχή χωμάτινη, τα μέλη σμιλεμένα
μ’ όλη τη ζέστα της ζωής στην κρύα μέσα σκήτη
κι είν’ Έρωτας ο Άγγελος με μάτια θαμπωμένα
κι ο Κρίνος Ρόδο ακάνθινο κι η Παναγιά Αφροδίτη...



© Θεοδόσης Βολκώφ

Παρασκευή, Ιουλίου 21, 2006

ΑΠΟΨΕ


Κοίτα Ψυχή μου άγρια πάντα το σκοτάδι,
μην αποστρέφεις απ’ τα βάραθρα το βλέμμα,
βυθίσου μες στη λάμψη των ψυχών και το αίμα,
με λάσπη κι αίμα φτιάχνει η Μοίρα το υφάδι.


Σεισμούς γεμάτο και φωτιές αυτό το βράδυ·
γίνε η κατεύθυνση – η κοίτη για το ρέμα
της λάβας το ασυγκράτητο – και μ’ ένα γνέμα
σύγκορμο κίνησε το ανθρώπινο κοπάδι.


Ψυχή μου πάντα άγρια, τον κόσμο μέτρα,
στη μήτρα του ηφαιστείου βύθισε το σπέρμα
και φτιάξε στίχους από σίδερο και πέτρα·

ορμή μου αδίστακτη, εκεί ’ναι το τέρμα·
τη λευτεριά σου άδραξε· και στη φωτιά της
απόψε ποιητής και αύριο επαναστάτης!



© Θεοδόσης Βολκώφ

Πέμπτη, Ιουλίου 20, 2006

ΔΑΒΙΔ (απόσπασμα)




Τότε θα προχωρήσει αλλιώς ο κόσμος
τότε ο ήλιος μια πλάση νέα θα φωτίσει
όταν η γυναίκα θα ορθώνεται
Γη και Φωτιά μαζί
και με τη φωνή της λέαινας
θα λέει –
Δείξε μου τα χέρια σου
εσύ που ζητάς να με αγκαλιάσεις
θέλω να δω αν κράτησαν σπαθιά
θέλω να δω αν μάτωσαν στις πέτρες
μόνο αυτά αξίζουν το κορμί μου
μόνο σε αυτά την καρδιά μου παραδίδω·
δεν έχεις δικαίωμα στο φιλί και στο χάδι
αν δεν πήρες μέρος στον Πόλεμο
αν δεν διάλεξες γρήγορα μεριά στη μάχη
αν δεν μου δείχνεις ένα κορμί
κι από χίλιες μεριές
χαραγμένο·
όμορφο τον άνδρα;
Ματωμένο τον θέλω
το αίμα του που ξοδεύεται
το αίμα του που καίει
και βάζει φωτιά με χίλιους τρόπους
το αίμα του που δεν γαληνεύει
που γίνεται κύμα και άνεμος
και αιώνια τους κόσμους ταράζει
αυτό που πυρακτώνεται και πυρπολεί
που κτίζει θεούς μέσα στους θανάτους του
και την άβυσσο βάφει κατακόκκινη
αυτό λέω ομορφιά του
αυτό δόξα του
και αυτό μεγάλο μου πόθο·
μόνο οι πολεμιστές
έχουν δικαίωμα στο κορμί μου
για τους μαχητές του τρομερού φυλάω τον Έρωτά μου
για τους σκοτεινούς
και τους δυναμιτιστές
τις νύχτες μου
για τους ήρωες που δεν ελπίζουν σε τίποτα
και όμως είναι Επίθεση
τη γλυκιά παρηγοριά μου·
ελάτε σε μένα οι πρόμαχοι
εγώ
εγώ είμαι η άλως των αγώνων
εγώ είμαι η παρηγορήτρα των θεών.





© Θεοδόσης Βολκώφ

Δευτέρα, Ιουλίου 17, 2006

ΓΥΜΝΗ


Θα σου δειχτώ γυμνή. Κάθε γραμμή θα δεις κάθε καμπύλη
κι αυτά που μόνο εσύ -γνωρίζω- τα μαντεύεις
και στη φωτιά κι όπως ποτέ σου πριν δεν έπιασες τη σμίλη
θ' αρχίσεις γρήγορα και άγρια να λαξεύεις.

Απ' τα κοινά και αδύναμα κουράστηκα τα χάδια,
το πύρινο να τυλιχτεί ζητά η σάρκα μου όνειρό σου
κι αυτό το βράδυ που κρατά βαθιά του όλα τα βράδια
θέλει τον μπρούντζο σου και το πεντελικό το μάρμαρό σου.



© Θεοδόσης Βολκώφ

Τετάρτη, Ιουλίου 12, 2006

ΟΙ MΑΥΡΟΙ ΣΤΙΧΟΙ
(τραγούδι)




Του Γιώργου Πύργαρη, ακριβοδικαίως



Θυμός ήταν η δεύτερη κι Οργή η πρώτη λέξη
της ποίησης που χάραξες με αίμα στη φωτιά·
την άναρχη μανία σου ποιος μπόρεσε ν’ αντέξει·
εδώ είναι όλα πύρινα – σκληρά και σκοτεινά...

Τριάντα χρόνια στα γνωστά και στα υγρά υπόγεια,
το στήθος σου αρρώστησε ανάβοντας φωτιές
και οι φωτιές τα σκοτεινά στους τοίχους γράψαν λόγια
που σ’ άλλα στήθη ζήτησαν να λύσουν τις σιωπές.

Με το τσιγάρο ανάμεσα στα δυο σφιγμένα χείλια,
γράφοντας στίχους στα κλεφτά την ώρα της δουλειάς,
η μαύρη φλόγα ήσουνα και γύρευες φιτίλια·
επαναστάσεις ήθελες, παιδί της πυρκαγιάς...

... Στο σπίτι που αγάπησες δουλειές κάνει ο σαράφης,
μια μακρινή ξαδέρφη σου γίνηκε παστρικιά,
«έτσ’ είν’ ο κόσμος» σού είπανε, μα εσύ δεν υπογράφεις
κι ας ζεις πάντα στο κάτεργο δεμένος στο χαλκά...

Στο θόρυβο και στη σιωπή της γλώσσας σου οι ήχοι
χάνονται κι είν’ ανώφελο απόψε να μιλάς,
μα πεπρωμένο σου ήτανε εκείν’ οι Μαύροι Στίχοι
και τους χαράζεις στο χαρτί χαλκό σα να πατάς.



© Θεοδόσης Βολκώφ

Δευτέρα, Ιουλίου 10, 2006

O ΔΑΙΜΟΝΑΣ
(α' μέρος - αποσπάσματα)






Η κόλαση με θέλησε δικό της
και τη φωτιά της έκανα καρδιά μου
και πόθησα τη Μάγισσα στης νιότης
το ξέσπασμα – γεννιέται η θάλασσά μου.


Κι είν’ από μαύρη οργή και το θυμό της
υψώνοντας σε κύματα η φωτιά μου
να την αρπάξει θέλει – στο βυθό της
να ζήσει εκεί γοργόνα μου, βαθιά μου.


Δεν ξέρω αν είν’ Αγάπη· είναι Μοίρα!
Κι εγώ ένας Δαίμονας Θεό ζωσμένος,
του πόθου και του πάθους η πλημμύρα,

αρχαίος και υπερήφανος, θλιμμένος,
σ’ εμέ η φωτιά δεσπόζει απ’ τα στοιχεία,
Δόξα μου κι Αρετή μου κι Αμαρτία.











Είμαι Ψυχή· μια Ζωή και μια Μοίρα,
λύκος στην έρημο και μάχη και σεισμός,
κολάσεων πύλη, παράδεισου θύρα,
πόθος και έρωτας και νίκη και θυμός.


Είμαι Οργή· της φύσης μου η θήρα,
άφθαρτη ουσία και πορεία και σκοπός,
της σκέψης και του πάθους την πορφύρα
κι αίματα ντύθηκα, και μαύρος καλπασμός.


Κι έχω τη χαίτη που ‘χει το λιοντάρι
και χείμαρρου φωτιάς και καταρράχτη
ορμή, ματιά του τίγρη, αλκής τα θάρρη,

καπνούς αφήνω πίσω μου και στάχτη·
ρίζες στη Γη, σε μνήμα ή σε λάκο,
φτερά της νυχτερίδας κι από δράκο.











Μπροστά σε σκαλοπάτι’ από τοπάζι
ξίφος που στάζει αίματα κραδαίνω,
στα πόδια μου πεσμένη και ουρλιάζει,
του σκότους ρόδο που ‘δρεψ’ ανασαίνω.


Διπλό πελέκι εκείνη και με σφάζει,
μέταλλο κι από μένα πυρωμένο,
τον Έρωτα στα μάτια ποιος κοιτάζει,
με τη ζωή μου πλάθω πεπρωμένο.


Για εμάς, κόσμος εχθρός και καταδίκη,
αθάνατη φωτιά κι αιώνιος τρόμος,
μέσα σε τόσο θάνατο και φρίκη,

- αμαρτωλοί κι οι δυο, εγώ κι εκείνη -
αγάπη μαύρη μας ενώνει κι όμως
ανάξιος είν’ ο κόσμος να μας κρίνει.











Στο στήθος σου οι πόθοι των αγνών,
στα μάτια σου τα πάθη των ηρώων,
στον ουρανό σου τ’ άστρα των Θεών,
ξεσπούν στη Γη σου οι θρήνοι των αθώων.


Συγκρούσεις μακρινές αστερισμών,
θηρίων, απ’ τη λήθη, ορμές και ζώων,
γεννήσεις και πορείες των λαών,
Σκυθών και Κιμμερίων, Κελτών, Τρώων.


Οι μάχες τους κι οι πόνοι κι οι πληγές
είναι δικοί σου, η Φωνή μού είπε·
τον κόσμο αυτόν αγκάλιασε και δες

και τις πληγές σου κάθισε και μέτρα,
ρυθμέ ζωής, της Γης παλμέ και χτύπε,
εσύ που είσαι φλόγα κι είσαι πέτρα.











Πότε θα μάθεις να διαβάζεις τη φωτιά,
το μαύρο γράμμα στο πυρό λυκόφως,
του μαύρου λιονταριού στην πέτρα τη νυχιά,
του δράκοντα το σχήμα στο αστρόφως...


Τα μυστικά σημάδια πάνω στα σπαθιά
και τα σπαθιά στους τάφους κι ένας λόφος,
κι εκεί εγώ και σε κοιτάζω από μακριά
ενώ ουρανούς γεννά γύρω μου ο ζόφος.


Έλα! Θα σου διδάξω τη γραφή μου,
κατάβαθα στα προαιώνια σκότη,
δε βρίσκεται σε βίβλους και χαρτιά

- η μόνη που θα μάθει και η πρώτη -
την ψηλαφίζεις ήδη στη μορφή μου,
στο μέτωπο, στα μάτια, στα φτερά.











«Eίμ’ ο ουρανός και όλος σκοτεινιάζω.
Κορμί από πηλό που σε προσβάλλω
ξύλο εσύ γίνεσαι και σε χαράζω
κι ύστερα πέτρα που χτυπώ· σε σάλο


φτιάχνεσαι μέσα σίδερο· σου κράζω:
“Μπορείς λοιπόν να γίνεις τίποτ’ άλλο”;
Ολούθε σε κυκλώνω, σε ρημάζω,
δόσου και στην Εδέμ μου θα σε βάλω...


Εσύ που όλο τινάζεις το κεφάλι
ποιο μέταλλο θα γίνεις, πού θα φτάσεις,
άτι και ταύρος από ατόφιο ατσάλι,

δεν έχει άλλα η γη για να δαμάσεις»...
- Εγώ που θειάφι πάντοτε ανασαίνω
όσο θα σκοτεινάζεις θα σκληραίνω.











Εγώ που το κορμί σου αποθεώνω,
πέλμα κι αστράγαλο, μηρούς, κεφάλι,
σπόνδυλο σπόνδυλο που χαρακώνω
την πλάτη με τα δόντια και μ’ ατσάλι,


λαιμό που μου αφήνεται σε φόνο,
κοιλιά και στήθος σε σπασμό και πάλη,
με τα φτερά μου σ’ αγκαλιάζω μόνο
και σε τυλίγω από παντού θρύλων αιθάλη.


Βαθύ που απ’ το λαιμό αρχίζει αυλάκι,
το χέρι μου που βίαιο σε διαβάζει,
- εγώ της Γης ο λύκος κι όλ’ οι δράκοι -

των ώμων που αδράχνω άγριο ρίγος,
το βάρος μου σού δίνω που σπαράζει
και νόημα καινούργιο, θείο σφρίγος!




© Θεοδόσης Βολκώφ

Δευτέρα, Ιουλίου 03, 2006

QUATRAINS OF A REBEL


QUATRAINS OF A REBEL




Dies irae
et nunc et semper

I

From the depths of your wild ocean
and the heights of your black stone,
set the crowds to wilder motion,
I am here; you 're not alone.





II

Something in the stone is waiting,
thou must speak the magic word,
be the One who is contemplating
all the Fate within the Sword.





III

Search the cryptic word of fire,
rest, if thou must, for a while,
then erupt in wild desire
and arise, Volcanic Isle.





IV

When the fiery Dragon-Keeper
gives you a piece of ancient lore,
look him in the eye, go deeper,
don’t accept and seek for more.





V

Heart of wrath, spirit of anger,
in these quatrains made of steel
thou has cast desire and hunger
and your will to never kneel.





VI

If the syllables you utter
of the fiery quatrain,
you shall find all forms of matter
and all craft you shall regain.





VII

Thus inscribes the Battle Sire:
“In this bloody, bleak domain
there’ s no soul without desire
and no body without pain”.





VIII

When your Spirit wilder wakes
in this runic Book of Psalms,
you shall find the Earth that quakes
and the Sea that never calms.





IX

Deep within the humblest tree,
hidden well within the flower
lies the destiny of the Free
and the all-consuming Power.





X

Hear the whispers of the ember:
“Live or perish if thou must,
look inside me and remember
"all is ashes, all is dust"”.





XI

Deep in the Volcano’s cave
forge, with lava, shield and sword
and you ‘ll be nobody’s slave
and no man shall be your lord.





XII

When the sword upon the shield
beating soundeth from afar,
not my people, they will yield,
Sultan, Empress, King and Tsar.





XIII

Who the Gorgon dares to stare,
meet the Serpent’s deadly Kiss,
search inside the Dragon’s Lair,
touch the face of the Abyss?





XIV

“Can there be light more divine?
List, o Brothers, list my calls,
Heaven, Earth shall soon be mine”,
and the brightest Angel falls.





XV

Night falls; lust attacks the Good.
Thus, before the break of day
throw your mantle and your hood,
grab your sword and maim and slay.





XVI

With this broken pen I write
lines of terror and of blood,
using the demonic might
ere I go completely mad.





XVII

Satan gathers all his siblings,
he has many things to tell,
myths and stories, horrid findings
and the fairy-tales of hell.





XVIII

Thus the Demon flew unseen
on that rocky mountain peak
looking down the forest green,
eager mortal souls to seek.





XIX

The Gargoyle – a stone of sorrow
contemplates the Holy Lamp,
while the night awaits the morrow
on the bells of Notre Dame.





XX

You can’t ponder nor imagine
all the places I have been;
feel beyond the page’s margin
all the horrors I have seen.





XXI

You who step on this dark ground,
do not seek me; it is vain;
I am nowhere to be found,
by my mistress I ‘ve been slain.






XXII

Feel the Fire-oceans wave,
it’s the Demon’s wounded heart;
he was trying you to save
from the sword, the spear, the dart.





XXIII

In a crazed and horrid smile
there I stood beside the waters;
scarlet was the river Nile
from the massacres and slaughters.





XXIV

“O High-priest, this world just dies,
-asks the Pharaoh- in this crisis
what to do”? The priest replies,
“Dead are Osiris and Isis”...





XXV

Can you read with fearless eyes?
These rebellious quatrains,
sons of black and alien skies,
are the blood of my own veins.





XXVI

“Sons of stone, immortal brothers”,
says the Demon, “I ‘ll arrive
from the spheres unknown to others
and you ‘ll wake for you ‘re alive”.





XXVII

Thou art foul, impure and weak,
wish for me not to return
for my purpose is to seek
you, to kill you is my concern.





XXVIII

From the land of no return
I ‘ve returned to hunt you down,
kill your brethren, slay and burn,
take thy spouse and crush thy crown.





XXIX

“On this heavy battle-steel,
said the Demon, with my wings
and the craftsman’s mighty zeal
I have forged these magic rings”.





XXX

You who turned the Angel’s place
into a land of desolation,
read the marks upon my face
of my bleak abomination.





XXXI

I have my soul to save and keep;
this must be a mistake,
for she is calm and fast asleep
and I am still awake.





XXXII

There are letters on this stone
carved by the tempestuous flame;
do you feel betrayed, alone?...
Spell the letters, call my name...





XXXIII

Don’t get startled; t h i s is you,
inside your blood the fever
that whispers all that you must do;
behead them in the river.





XXXIV

Demon, you slept a thousand years
under your shield and sword,
the hour has come, one thousand spears
await to hear your Word.





XXXV

They will say “man’s life is calm”,
they will order you to halt;
list to my demonic psalm:
disrespect all and revolt.





XXXVI

This is the era of The War,
the mountains high, the oceans wide,
death is the one you must ignore;
wield thy sword, choose thy side.





XXXVII

Evil brings upon you sleep,
a sea of death and lies;
do not dwell into the deep,
wake up, Brothers, rise.





XXXVIII

You who grew up in this hell
join us and forsake your fathers,
join us in our cause and yell
“all the Rebels are our Brothers”.





XXXIX

Do not wait, for it is time,
look at me and start to fight,
sink your hearts in Love sublime,
roar, my Lions, and unite!





XXXX

Do not say, “she is my mother,
she must live though she’s unjust”.
Hearts of stone we are, my brother,
we shall only spare the just.





XXXXI

Now that lost is all the land
thought is nothing; only action
counts, my brothers –swords in hand!-
be the war, be the destruction.





XXXXII

Song of wrath and song of rage,
psalm of blood and psalm of flesh,
all ye that disrupt the sage,
ye shall build the world afresh.





XXXXIII

Vilify me if you will.
Am I barbarous and wrong?
Through the blaze and with the steel
I have built myself my song.





XXXXIV

He, the oppressor and the thief;
you, his lustful, lying whore;
me, a bloody, wild belief
a dark faith, an endless war.





XXXXV

I will set the world on fire,
even if this means to be
all alone; I know no sire;
I will even burn the sea.





XXXXVI

I, the wolf of this dark wood,
have been howling here alone;
look at me beneath my hood,
I ‘m the fire and the stone.





XXXXVII

“Please forgive me”, cries the unjust,
“spare my soul and let me live”.
- I will do all that I must,
when you die, I will forgive.





XXXXVIII

Brothers, we were born apart,
much the fog and lo – we ‘re few,
but in this demonic art
search for Me and I ‘ll find You!


1/6 – 5/6/03
© Θεοδόσης Βολκώφ