Παρασκευή, Ιουνίου 19, 2009

Έτσι όπως η ζωή με περιζώνει

Έτσι όπως η ζωή με περιζώνει

Έτσι όπως η ζωή με περιζώνει,
με τον λυγμό στο στήθος μου πνιγμένο,
τη μνήμη ανήλεη να σε δικαιώνει,
σε κάθε λέξη, ακόμη, ν’ ανασαίνω

την απουσία που όλα τ’ αξιώνει
και υποτακτικός τής τα πηγαίνω,
και το άγραφο τη Γλώσσα να στοιχειώνει
και να ντροπιάζει πάντα το γραμμένο,

φαγώθηκαν τα χείλη από τις λέξεις
και δεν ανοίγουν σε φιλιά άλλα χείλη·
το απέραντο γαλάζιο όχι αντιστύλι

και, η περηφάνεια, ισχνή για να συντρέξεις·
κι οι γύρω να μην είν’ εχθροί ούτε φίλοι.
Έτσι έκθετος να ζεις κι έτσι ν’ αντέξεις.


© Θεοδόσης Βολκώφ

PRECATIO

PRECATIO
Εσύ που αρέσκεσαι
ασχήμια και ομορφιά αναίτια να ταιριάζεις
κι εκεί που δύναμη παραχωρείς
σωρεύεις τις πληγές ανά εκατό

αφού αλίμονο ομορφιά δε μού ‘χεις δώσει
και μόνο λύπηση και χλεύη αποσπώ

κάνε να στρέψω αλλού τη δύναμή μου
και να μη θέλω πια το κάθε θηλυκό.

© Θεοδόσης Βολκώφ

FRAGMENTA PSALMORUM

FRAGMENTA PSALMORUM
Για τη Μάνα μου


I
Ρώτησες κάποτε; Πλέον όμως δε ρωτάς.
Κι όταν εγώ ρωτώ, φρικτά σωπαίνεις.
Δεν ξέρω πώς μισείς, πώς αγαπάς,
αν κάτι απ’ όλους μας ακόμα περιμένεις.

ΙΙ
Σ’ ένιωσα χείμαρρο φωτιάς μες στον γκρεμό,
κι έκτοτε βρίσκομαι εκεί απ’ όπου λείπεις,
και τόλμησα και απάντησα, ιδού, ιδού εγώ,
κι έγινα ο περίγελως και το άθυρμα της λύπης.

ΙΙΙ
Πίστη αβάσταγη, τραχιά, χωρίς ελπίδα·
πιστεύω, επίστευσα, πιστεύσω· με πιστεύεις;
κι είμαι όλος έγνοια κι αγωνία και φροντίδα,
κι Εσύ τη Λέξη μέσα μου όλο και στερεύεις.

ΙV
Σκιά σκιάς με δίχως περηφάνεια,
έρημος τον εαυτό μου να κακίζω,
ξένος του κόσμου Εσέ δοξολογώ
και μέσα σε λυγμούς εμένα υβρίζω.

V
Όλος ανόμημα και αήττητη εντός μου αμαρτία·
σκέψη ισχνή, πράξη άπραγη, του εαυτού μου είμαι η απουσία·
κι όπου κι αν δώσεις να σταθώ, εγώ είμαι λάθος·
κίνηση αέναη, δρόμος κανείς, και στείρο πάθος.

VI
Aν ό,τι γνώριζα πια δε γνωρίζω
κι ό,τι κι αν άγγιξα χαλκεύω
και πράττοντας τα πράγματα ψευτίζω,
δείξε μου πού -αν κάπου- αληθεύω.

VII
Τη θλίψη μου κατοίκησα, φωνή που λιώνει,
μα πριν – αντρειεύεται η άσκυφτη βλαστήμια:
είμαι το ασλάνι σου το μαύρο μες στ’ αγρίμια,
ούτε μετ’ από Σένα ο Άνθρωπος τελειώνει.
VIII
Aπ’ ό,τι κράτησα ή κρατώ τι μέλλει να κρατήσω;
Από τον Χρόνο Σου αλώνονται τα μύχια.
Τι αγαπώ; Τι αγάπησα; Μπορώ να αγαπήσω
με όλα τα δόντια που έχω και τα νύχια;

IX
Ας ήσουν η ελάχιστη φωνή, όμως δεν είσαι.
Σε απώλεσα· Σε απώλεσα· Εσύ ας με κερδίσεις·
το δράμα που όλο δένεται, μια και για πάντα, λύσε·
γράψε με ακόμα μια φορά -στερνή- προτού με σβήσεις.

Χ
Ποιο το ακατάλυτο στου γίγνεσθαί Σου το καμίνι;
Όχι γυναίκα, όχι παιδιά, σύντομα όχι στέγη·
ό,τι αφαιρέσεις από εδώ, πού, πώς να ξαναγίνει;
Ότι πολύ ηγάπησε, διό και νυν Σε ψέγει.
ΧΙ
Όποιος και όπου κι όπως κι αν είσαι,
πόσα άλλα δάκρυα πια για να Σε δούμε;
Αιώνες πριν μας θέλησες κι αιώνες μάς αρνείσαι,
χωρίς Εσένα προς Εσένα προχωρούμε.

ΧΙΙ
Ν’ αντέχεις λέω ν’ αντέχεις
την πλημμυρίδα και την άμπωτη
της Λέξης το ξεχείλισμα
και το πικρό το στέρεμά της.

ΧΙΙΙ
Βαρύς, σημαίνει θάνατο, ο χτύπος της καμπάνας.
Τέλος του κόσμου. Και ντροπή, ούτε καν Σε ψέλλισα·
κι ούτε ελεγεία ή προσευχή κι ούτε -αλίμονο- παιάνας.
Αλλιώς, αλλιώτικο με θέλησα.



© Θεοδόσης Βολκώφ