ΓΙΟΥΒΕΝΑΛΗΣ ΙΙΙ
Ιδού. Να ειπωθώ ήγγικε η ώρα.
Απ' τις σκιές κατάφρακτος προβάλλω.
Όχι μετά ή πριν· εδώ και τώρα
στην καταιγίδα των καιρών με σάλο
ανταπαντώ - αιμάσσοντα, δικό μου.
Με νου, καρδιά, πνευμόνια και καβάλο
διεκδικώ παντού το μερτικό μου
κι έτσι ζητώ να πράξω ή ν' αντιπράξω
σε κάθε αντάμωμα ή στροφή του δρόμου –
ό,τι κερδίσω ευθύς να το πετάξω
κατέναντι του κόσμου ή του θανάτου
και αφού σε κάθε σύγκρουση φρυάξω
και χτυπηθώ με όλα Του Αοράτου
και αφού στα πάντα θέλω να ενσκήψω
ακούγοντας παντού το κάλεσμά Του,
τα πάντα σταθερός να εγκαταλείψω
και να γδυθώ τον κόσμο που με ντύνει.
Να υπάρξω ακέριος σε όλα – και να εκλείψω.
Στο κέντρο της Οργής να ΄μαι Γαλήνη,
μα να μην υπολείπομαι σε Βία.
Στο κέντρο του Πολέμου η Ειρήνη
να ηγεμονεύει επάνω στα στοιχεία.
Να πολεμώ μαζί και ν' αφηγούμαι
και ν' αντιτάσσω εγώ στην Ιστορία
τη Γλώσσα μου... Ιδού, δεν εξηγούμαι
από καμιά εποχή και επιστήμη
και από νόμους δεν αιτιολογούμαι
και δεν συνάγομαι από κάποια μνήμη·
ελπίδα δεν μπορεί να μ' ερμηνεύσει.
Ό,τι κι αν με ξερνά με καταπίνει.
Κτηνώδης πράξη και ζωώδης σκέψη
το άπεφθο, ολοδικό μου «Ούτως»
που βλέμμα δεν μπορούσε να προβλέψει.
Και είμαι όνομα και πράγμα Βρούτος.
© Θεοδόσης Βολκώφ