Συνέντευξη

Συνέντευξη
 στον Αλέξανδρο Σάντο 


κ. Βολκώφ, 
Ο ποιητής Αντώνης Φωστιέρης έχει γράψει: « Αδυνατεί να κάνει ωραίους στίχους η πραγματικότης, βλέπετε». Από την άλλη πλευρά, ρεύματα όπως ο Ρεαλισμός ή ο Νατουραλισμός αδυνατούν να αναπαραγάγουν πιστά την πραγματικότητα, ενώ οι λέξεις μοιάζουν αδύναμες να περιγράψουν πολύ έντονες καταστάσεις ή φαινόμενα. Παρ’ όλα αυτά η ποίηση έχει τη δύναμη να δημιουργεί τη δική της πραγματικότητα. Μήπως, λοιπόν, το μέλλον της βρίσκεται σε έναν αναγεννημένο Υπερρεαλισμό; 

   H δημιουργία αυτής της πραγματικότητας για την οποία κάνετε λόγο δεν είναι ασφαλώς αποκλειστικό προνόμιο της Ποίησης. Όλες οι τέχνες έχουν τη δύναμη να δημιουργούν τη δική τους πραγματικότητα. Τα μέσα είναι αυτά που διαφέρουν. Το εκπληκτικό με την Ποίηση (αφήνουμε κατά μέρος την πρόζα, μια και για την Ποίηση με ρωτάτε), και το οποίο την αντιδιαστέλλει από τις υπόλοιπες τέχνες, είναι ότι αυτό το πράττει επιστρατεύοντας ένα υλικό που βρίσκεται σε καθημερινή, σε διαρκή μάλιστα χρήση – τις λέξεις. Ακόμα εκπληκτικότερο ίσως είναι ότι χρησιμοποιεί ένα μέσο που συνεπάγεται, ως εκ της φύσεώς του, τεράστιες ποσότητες αφαίρεσης, ακόμα και όταν αναφέρεται σε συγκεκριμένα ουσιαστικά.
   Χρησιμοποιώντας λοιπόν ένα μέσο, ένα υλικό, που λόγω της πολυχρησίας δεν προξενεί σχεδόν καμιά εντύπωση σε κανέναν και που από τη φύση του είναι εξαιρετικά αφηρημένο, η Ποίηση στοχεύει στην έκφραση, και μάλιστα στην πλέον καίρια έκφραση· στην επικοινωνία, και μάλιστα στην πλέον ειλικρινή επικοινωνία· στη συγκίνηση και μάλιστα στην πλέον εκλεκτή συγκίνηση. 
   Οι μεγαλύτεροι ποιητές όλων των εποχών δεν ήταν καθόλου τα αφελή ωδικά πτηνά με τα οποία συνηθίζουμε να τους παρομοιάζουμε. Όπως έχει εύστοχα ειπωθεί, κι αν οι κεφαλές τους χάνονται μέσα στα σύννεφα, τα πόδια τους πάντα βυθίζονται στο άξενο και πετρώδες έδαφος της πραγματικότητας. Από αυτήν αντλούν χυμούς και ενέργεια, σαν τον μυθικό Ανταίο που είχε αδήριτη την ανάγκη να πατά καλά στη γη. Χωρίς τη γύρω του κίνηση και ζωή, αυτήν την άχαρη τις περισσότερες φορές πραγματικότητα (που δεν ξέρει και δεν θέλει να ξέρει από Ποίηση, μα που την έχει μέσα της αρκεί να είμαστε σε θέση να την εξορύξουμε), και μάλιστα την ενεργό συμμετοχή του σε αυτήν, ο ποιητής δεν μεταρσιώνεται – μετεωρίζεται. 
   Όσον αφορά στην αδυναμία των λέξεων για την οποία μιλάτε, και που και αυτήν την έχουν χιλιοτραγουδήσει οι ποιητές όλων των καιρών και των τόπων, ισχύει το «και ναι και όχι». Όλος ο αγώνας εκεί βρίσκεται. Να έρθει στη Γλώσσα, να γίνει Γλώσσα αυτό που δεν είναι Γλώσσα. Με λέξεις πολιορκούμε το άρρητο, αποσπώντας ψήγματα κάθε φορά, κι ενώ γνωρίζουμε ότι πάντα το πιο ουσιαστικό μάς διαφεύγει, ότι ο πυρήνας τού πυρήνα μένει και είναι ανείπωτος. Γι’ αυτό και η Ποίηση δεν εξαντλείται ποτέ. 
   Το μέλλον της, ωστόσο, ομολογώ ότι δεν είμαι σε θέση να το γνωρίζω ούτε καν να το μαντεύω. Και ομολογώ ότι ακούω με κατάπληξη ορισμένους να διατείνονται ότι ξέρουν «πού πάει το πράγμα». Δεν υπάρχει άνθρωπος, κριτικός, ιστορικός, φιλόλογος ή ποιητής τούτη τη στιγμή που να μπορεί να μας πει με το χέρι στην καρδιά ότι έχει εικόνα όχι της παγκόσμιας ποιητικής παραγωγής αλλά ούτε καν αυτής του τόπου του πόσο μάλλον να διατυπώσει υποθέσεις με αξιώσεις «επιστημονικότητας» περί της μελλοντικής της πορείας.    Οι όψιμες εποχές μιλούν και γράφουν πολύ, παρατήρησε ο Spengler. Κι αν αυτό το «όψιμες» χρήζει ίσως συζήτησης, το ότι ο πολιτισμός μας μιλά και γράφει πολύ, και μάλιστα εξαιρετικά πολύ, είναι αδιαμφισβήτητο. Φυσικό επακόλουθο, θα έλεγε κανείς, είναι και η μαζική παραγωγή ποιητικού λόγου. Το θέμα είναι το εξής. Τούτη η υπερπαραγωγή και υπερκατανάλωση Ποίησης που παρατηρούμε σήμερα ανταποκρίνεται σε κάποια βαθύτερη ανάγκη της εποχής μας ή συνιστά απλώς μια ιδιότυπη λογόρροια, σύμπτωμα της μαζικοποίησης της εκπαίδευσης που σε συνδυασμό με υποκειμενικούς ψυχολογικούς παράγοντες εξωθεί τους ανθρώπους στην άκριτη παραγωγή και κατανάλωση λέξεων; Νιώθουμε πραγματικά μια πείνα και δίψα για όλο και περισσότερη Ποίηση; 
   Το ζήτημα λοιπόν για το μέλλον της Ποίησης μού φαίνεται άρρηκτα δεμένο με το μέλλον του ανθρώπου, όπως τον γνωρίζουμε τουλάχιστον μέχρι σήμερα. Διότι παράλληλα με αυτή την απίστευτη λεξιλαγνεία παρατηρούμε εδώ και δεκαετίες μια εξαιρετικά ανησυχητική εργαλειοποίηση της γλώσσας, τη μηχανοποίηση του ανθρώπου, την έλλειψη ενός συνεκτικού πνευματικού κέντρου, την αντίληψη της φύσης ως λείας και μόνον, και τη διαρκή επενέργεια μιας εξουθενωτικής μαζικής κουλτούρας που ασκεί τρομακτικές πιέσεις προσφέροντας αφειδώς δίκην τροφής έναν χυλό που μπορεί να ταιριάζει σε κάθε ουρανίσκο είναι όμως ελάχιστα θρεπτικός, αν όχι και επιβλαβής. 
   Όλα αυτά έχω την αίσθηση πως δημιουργούν έναν νέο ανθρωπολογικό τύπο, ο οποίος ειλικρινώς δεν γνωρίζω αν είναι ή αν θα είναι συμβατός με την ουσία της Ποίησης ως τέτοιας. Δεν είναι άσχετο με το θέμα που συζητάμε το ότι η εποχή μας, που παρεμπιπτόντως επαίρεται για το κριτικό της πνεύμα, παρουσιάζει συμπτώματα πτωχής κρίσης ή και πλήρους ακρισίας, πράγμα που γίνεται καταφανές από το ότι αδυνατεί να κάνει σώμα της απολύτως κορυφαία έργα, που, ενώ χρονολογικά δεν είναι πολύ μακριά μας, ήδη φαντάζουν ερμητικά κλειστοί και αλλότριοι κόσμοι. Το σημερινό πνευματικό υπέδαφος από το οποίο αρύεται τους χυμούς της η Ποίηση είναι τέτοιο, ώστε το μέλλον της να μοιάζει εξαιρετικά επισφαλές. 
   Από την άλλη, και πρέπει να το σημειώσουμε και αυτό, είναι σύνηθες το φαινόμενο έργα μεγάλης πνοής να δίδονται ακριβώς σε συνθήκες κατάρρευσης ενός πολιτισμού. Ποίηση υπό πίεση λοιπόν. Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι το μέλλον θα δείξει. 


Σε έναν στίχο από ΤΗΝ ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΧΘΑΜΑΛΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ γράφετε: « τ’ ανθρώπινα αγαπά να καθρεφτίζει», αναφερόμενος στην Ποιητική σας, τη Μούσα σας. Πολλοί σύγχρονοί σας ωστόσο ποιητές υποστηρίζουν την τέχνη για την Τέχνη, τάση που φαίνεται να ενισχύει η ανοδική πορεία της αφηρημένης τέχνης. Τελικά ο λαός πρέπει ν’ ακολουθεί την τέχνη ή η τέχνη το λαό; 

   Εδώ φοβάμαι πως υπάρχει κάποια παρανάγνωση. Ας πάρουμε λοιπόν τα πράγματα με τη σειρά. Ο στίχος που αναφέρετε στην εν λόγω μπαλάντα έχει τη θέση της επωδού. Στη συγκεκριμένη στιχουργική μορφή αυτό σημαίνει ότι επαναλαμβάνεται αυτούσιος στο τέλος κάθε στροφής, καθώς και στο τέλος του στάλσιμου. Αποτελεί δηλαδή και τον καταληκτικό στίχο του ποιήματος. Έχει και αυτό τη σημασία του. Η επιλογή, όπως αντιλαμβάνεστε, δεν είναι τυχαία. Διά της επαναλήψεως υπογραμμίζεται κάτι. Εν προκειμένω το ότι η Mούσα του ποιήματος δεν είναι παρά ένας καθρέφτης ο οποίος δεν επιλέγει το τι θα καθρεφτίσει, αλλά καθρεφτίζει οτιδήποτε το ανθρώπινο βρεθεί στο διάβα της, χωρίς θετικά και αρνητικά πρόσημα, χωρίς ηθικές κρίσεις. Δείχνοντας και τούτο κι εκείνο. Από το υψηλότερο μέχρι το πιο χθαμαλό. Ακριβώς γιατί όλα υπάρχουν μέσα μας. Τόσο η δυνατότητα για μεγαλείο όσο και η δυνατότητα της αθλιότητας. Θυμηθείτε τον Λατίνο κωμωδιογράφο Τερέντιο: «Είμαι άνθρωπος. Τίποτα το ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο». 
   Τώρα τις διαζεύξεις του τύπου «η τέχνη για την τέχνη ή η τέχνη για τον άνθρωπο» ομολογώ πως δεν τις αντιλαμβάνομαι και τις βλέπω μάλλον ως ψευδοπροβλήματα. Οι άνθρωποι κάνουν πάντα τέχνη, δείχνοντας πάντα το ανθρώπινο και πάντα στους ανθρώπους απευθύνονται. Η απεύθυνση αυτή είναι ένα από τα ουσιώδη γνωρίσματα της καλλιτεχνικής δραστηριότητας. 
   Και όσον αφορά το ποιος ακολουθεί ποιον, πέραν του ότι θα έπρεπε να εξετάσουμε σοβαρά την έννοια του λαού σήμερα, πράγμα για το οποίο θα χρειαζόταν ολόκληρη μονογραφία, θα σας πω ότι, σε ένα πρώτο τουλάχιστον επίπεδο, σήμερα κανένας δεν ακολουθεί κανέναν. 
   Σε εποχές που οι κοινωνίες ήταν σε «φόρμα» –έχω κατά νου την Αθήνα του πέμπτου αιώνα π.Χ.– ο ποιητής γνώριζε μια φυτική τρόπον τινά ανάπτυξη, ριζωμένος γερά στο πλούσιο έδαφος της κοινότητας. Προσέξτε όμως. Όχι μόνον ο ποιητής, παρά και ο κάθε πολίτης. Δεν τον συνέδεε με τους συμπολίτες του απλώς η κοινή Γλώσσα, αλλά μια όντως και συνολικά κοινή κουλτούρα, η κοινή κοσμοθεωρία, οι κοινοί μύθοι και οι κοινές παραδόσεις. Ήταν πρωτίστως Αθηναίος κατά τρόπο και σε έναν βαθμό που δεν μπορούμε σήμερα εμείς, παιδιά ενός πολυπολιτισμικού αιώνα, να φανταστούμε. Δεν ετίθετο λοιπόν θέμα ποδηγέτησης τού ενός από τον άλλον παρά έκφρασης μια βαθύτερης, μιας –και αυτό έχει εξαιρετική σημασία– πραγματικά οργανικής συλλογικότητας που δεν επιβαλλόταν έξωθεν από κάποια ιδεολογία ή άλλη συνθήκη αλλά είχε καλλιεργηθεί και σφυρηλατηθεί μέσα από μακραίωνες διεργασίες. Η συλλογικότητα αυτή ήταν κάτι το απολύτως ζωντανό, ανέπνεε, και όλοι ανέπνεαν τον ίδιο αέρα. Σκεφτείτε ότι ο Αθηναίος μετείχε στην πομπή των Παναθηναίων και την αντίκριζε εξεικονισμένη στον Παρθενώνα. Διάβαζε την Ιλιάδα και έβλεπε τον Αχιλλέα ζωγραφισμένο στα οικιακά σκεύη που χρησιμοποιούσε καθημερινώς. Διηγούνταν το βράδυ στα παιδιά του τον μύθο του Προμηθέα και την επόμενη μέρα παρακολουθούσε τον Αισχύλο να τον διδάσκει στο θέατρο. Δεν ήταν η ζωή του αθηναϊκού λαού ξέχωρη από την τέχνη του. Η μια αποτελούσε τη φυσικότατη και, το ξανατονίζω, απολύτως οργανική συνέχεια της άλλης. Δεν βρισκόμαστε σήμερα ασφαλώς σε αυτό το σημείο. Ούτε η ελληνική ούτε καμιά κοινωνία στον κόσμο. Έχει επέλθει ρήξη και θρυμματισμός. 
   Στο νου μου έρχεται μια φράση του Παλαμά. «Τα μεγάλα εθνικά ιδανικά, όταν ανθίζουν και ζούνε στο σπίτι του καθενός, ο ποιητής τούς χτίζει παλάτια· τα μεγάλα εθνικά ιδανικά, όταν ξεπέφτουν, κι ο καθένας τα διώχνει από το σπίτι του, ο ποιητής τα παίρνει στο καλύβι του και άσυλο τούς δίνει». 


Όπως λέτε και ο ίδιος, δε διστάζετε να βουτήξετε τη Μούσα σας στις λάσπες. Κι άλλοι ποιητές, όπως η Αγγελική Κορρέ, υποτιμούν την ποιητική δραστηριότητα (ή τουλάχιστον δεν την εξυμνούν), απαλλαγμένοι από αντιλήψεις που μάστιζαν τη γενιά των αρχών του 20ου αιώνα (Σικελιανός, Καζαντζάκης κ.ά.) περί του υψηλού προορισμού της ποίησης να συμβάλει στην αλλαγή της κοινωνίας και στην επιβολή μιας ιδανικής, τελώντας μέσω των ποιητών το ρόλο του Μεσσία. Κατά τη γνώμη σας ποιος είναι ο προορισμός της ποίησης; 

   Δεν θα χρησιμοποιούσα τον όρο υποτίμηση. Δεν πρόκειται περί αυτού. Έχουμε να κάνουμε μάλλον με τη συναίσθηση των εγγενών περιορισμών της ποιητικής πράξης ως τέτοιας. Οι δύο κορυφαίοι δημιουργοί τούς οποίους αναφέρετε είχαν απόλυτη επίγνωση αυτών των ανυπέρβλητων ορίων. Θυμηθείτε πόσες φορές ο Καζαντζάκης οικτίρει τους «καλαμαράδες» που αντί να «ζουν με σάρκα και κόκκαλα, χασισοπότικα στοχάζονται κι ενεργούν με χαρτί και καλαμάρι». Θυμηθείτε ακόμη τη Σίβυλλα του Σικελιανού, που, ενώ αποτελεί την ενσάρκωση της «Μαντοσύνης», συνθλίβεται από την ωμή βία της πολιτικής εξουσίας ενός Νέρωνα. Και πάντα θα υπάρχει εκείνο το τρομερό ξέσπασμα του Άμλετ, που μοιραία στοιχειώνει κάθε άνθρωπο που αφιερώνει στον λόγο και στην καλλιτεχνική δραστηριότητα εν γένει το μεγαλύτερο μέρος της ικμάδας του: «… για γδικιωμό σπρωγμένος από Θεούς και Δαίμονες/σαν πόρνη ν’ αλαφρώνω την καρδιά με λόγια/και να ξεσπάζω σε κατάρες, σαν μαυλίστρα, σαν δουλικό» (Μτφρ.: Βασίλη Ρώτα). Κι είναι ακόμα εκείνο το υπέροχο και συγκλονιστικό του Παλαμά: «Εμείς δε γονατίσαμε σκυφτοί/τα πόδια να φιλήσουμε του δυνατού,/σαν τα σκουλήκια που πατεί μας·/μα για ν’ αντισταθεί με το σπαθί,/βρέθηκε σαν πολύ στοχαστική,/και σαν πολύ ονειρόπλεχτη η ψυχή μας». Κι ακόμα εκείνη η απελπισμένη μπετοβενική κραυγή: «Α, να μην ξέρω την τέχνη του Πολέμου όπως τη Μουσική! Θα τον είχα συντρίψει!» 
   Στον δημιουργό, ακόμα και στον πλέον ενθουσιώδη, υπάρχει πάντα μια αμφιθυμία, κι αν όχι ως προς την ουσία και τη σημασία του έργου του με αυστηρά καλλιτεχνικούς όρους, τουλάχιστον ως προς την κοινωνική λειτουργικότητά του, ακόμα και όταν κάτι τέτοιο δεν ομολογείται ρητά. Σε όλα αυτά διαφαίνεται η βαθιά συναίσθηση της ευθύνης που έχει ο δημιουργός, ο οποίος πέρα από ποιητής δεν παύει να είναι και πολίτης. Κι ενώ ως ποιητής γνωρίζει πως δεν κάνει άλλο από το να πλάθει «τα πανώρια, τα ανωφέλευτα» –για να ξαναγυρίσουμε στον Παλαμά– νιώθει πως οφείλει και θέλει να έχει και μια ενεργό επίδραση στη ζωή γύρω του. Γνωρίζει βέβαια, όχι δίχως μια πολύ ανθρώπινη και κατανοητή πίκρα, πως αυτό, αν γίνεται, γίνεται με πολύ διαφορετικούς όρους απ’ ό,τι αυτής της άμεσης, ας την πούμε έτσι, δράσης. Ο Γέητς το διατύπωσε επιγραμματικά: «Ένας ποιητής χρειάζεται τουλάχιστον πενήντα χρόνια για να επιδράσει σε μια υπόθεση». 
   Η Ποίηση δεν μπορεί να υποκαταστήσει την Πολιτική, όπως ακριβώς και η Πολιτική δεν μπορεί να υποκαταστήσει την Ποίηση. Ο κόσμος πρέπει να κυβερνηθεί. Ο κόσμος πρέπει να τραγουδηθεί. Και οι δύο είναι απολύτως αναγκαίες, ακόμα κι αν η αναγκαιότητα της δεύτερης πολλές φορές δεν είναι ορατή με την πρώτη ματιά. Η αληθινή Ποίηση είναι πάντα αναγκαία. Γιατί διαφυλάσσει την ανθρώπινη ουσία μας και όχι μόνο – τη δημιουργεί κιόλας. 
   Κλείνω με τα λόγια του λησμονημένου σήμερα Λούις Ουντερμάιερ. Ίσως να παραφράζω ελαφρώς, καθώς παραθέτω από μνήμης. «Η Ποίηση δεν μπορεί να σώσει τον κόσμο. Μας θυμίζει όμως ότι ο κόσμος αξίζει να σωθεί και μας δείχνει το τι αξίζει να σωθεί από τον κόσμο». 


Είστε ένας απ’ τους λίγους σύγχρονους ποιητές στον ελληνικό χώρο που γράφουν σε έμμετρο ομοιοκατάληκτο στίχο. Νομίζετε πως είναι καιρός να επιστρέψουμε σε αυτή τη μορφή ποιητικού λόγου ή το διαλέξατε καθαρά και μόνο για λόγους προσωπικής αισθητικής; 

   Η ερώτησή σας ενέχει μια έννοια που κατά καιρούς και υπό ορισμένες συνθήκες μπορεί να ηχεί γοητευτική – αυτήν της επιστροφής, του γυρισμού. Κι αν προχωρήσουμε τη σκέψη αυτή ώς τις ακρότατές της συνέπειες, θα διαπιστώσουμε ότι δεν απέχει πολύ, ότι εκβάλλει μάλλον στην ιδέα της αναβίωσης. Όσο μεγάλη κι αν είναι η γοητεία που ασκεί στους ανθρώπους η ιδέα της αναβίωσης, ομολογώ ότι παραμένω εξαιρετικά δύσπιστος απέναντι στις κάθε είδους αναβιώσεις. Δεν θεωρώ ότι υπάρχει κάτι στο οποίο μπορούμε να επιστρέψουμε, πολλώ δε μάλλον κάτι στο οποίο οφείλουμε να επιστρέψουμε. Η επανάληψη μάς είναι διά παντός απαγορευμένη. Όταν μιλάω για απαγόρευση δεν εννοώ ασφαλώς μια απαγόρευση ηθικού χαρακτήρα. Απαγορευμένο εδώ είναι το αδύνατο. Κάποιες θύρες έχουν οριστικά και αμετάκλητα σφραγιστεί. 
   Τα τελευταία τριάντα χρόνια ακούγεται ο όρος νεοφορμαλισμός. Αντιλαμβάνομαι την ανάγκη των φιλολόγων για ταξινόμηση και καταγραφή, καθώς και την άλλη, πολύ ανθρώπινη, ανάγκη των νέων ποιητών για αυτοπροσδιορισμό. Ωστόσο, αυτές οι συνομαδώσεις είναι εκ των πραγμάτων αδρές και εν τέλει μάλλον συσκοτίζουν παρά διαλευκαίνουν τα πράγματα. Γιατί με κριτήρια απλώς και μόνον μορφολογικά τσουβαλιάζουν δημιουργούς που όχι απλώς δεν έχουν τίποτα κοινό επί της ουσίας αλλά και υπηρετούν πολύ διαφορετικές, αν όχι και αντιμαχόμενες, αντιλήψεις περί τέχνης. Το αν ο στίχος είναι έμμετρος ή ελεύθερος είναι κατ’ εμέ δευτερεύον, αν όχι τριτεύον χαρακτηριστικό. 
   Αυτό που θεωρώ σημαντικότερο και προσωπικά προκρίνω όσον αφορά στην ποιητική σύνθεση είναι η πρωτοκαθεδρία του στίχου ως τέτοιου κατ’ αντιδιαστολή προς την πρωτοκαθεδρία της λέξης – και όταν λέω «λέξη» εννοώ την αυτονομημένη λέξη. 
   Πιστεύω λοιπόν στην πρωτοκαθεδρία του στίχου ως κυρίαρχης και θεμελιώδους –αν και όχι μοναδικής– δομικής και νοηματικής μονάδας του ποιήματος, ασχέτως από το αν αυτός είναι έμμετρος ή ελεύθερος, όπως ακριβώς πιστεύω και στην πρόταση ως θεμελιώδη νοηματική μονάδα της λεκτικής επικοινωνίας εν γένει. Αυτό είναι θέμα πίστης, όχι γούστου. Το γούστο μου αναγνωρίζει και τέρπεται με πολλά, η πίστη μου ωστόσο είναι μάλλον πιο αυστηρή. Τη μορφή τώρα του στίχου την υπαγορεύει το ίδιο το ποίημα. 
   Η κοινότοπη φράση «Δεν είναι τι λες, είναι το πώς το λες» ενέχει έναν πολύ μεγάλο κίνδυνο. Σήμερα όλη η προβληματική γύρω από την Ποίηση μοιάζει να εξαντλείται στη μελέτη των μορφών, σε μια στείρα μορφολογία που μού είναι κατά βάσιν εντελώς αδιάφορη. Η κρίση του στίχου για την οποία έγινε και εξακολουθεί να γίνεται πολύς λόγος, δεν είναι κρίση μορφής, είναι πρωτίστως κρίση περιεχομένου. Επιμένω λοιπόν. Το πρώτο και κύριο είναι το τι λες, το τι θέλεις να πεις και το αν έχεις κάτι να πεις. Αν έχει κατακτηθεί το πρώτο, θα κατακτηθεί και το δεύτερο – η μορφή. 
   Ένας σύγχρονος του Μιχαήλ-Αγγέλου είχε πει γι’ αυτόν: «Οι άλλοι λένε λόγια, αυτός λέει πράγματα». Αυτό έκανε πάντοτε η μεγάλη Ποίηση. Έλεγε πράγματα. Και αυτό είναι το μεγάλο ζητούμενο. Να ειπωθούν ξανά πράγματα πέρα από τα όποια ζητήματα άπτονται της φόρμας και τα οποία ο κάθε δημιουργός θα τα λύσει προσωπικά. Δεν με ενδιαφέρουν τα γούστα, οι υποκειμενικές αρέσκειες ή απαρέσκειες, που συχνά υπαγορεύονται από κάθε λογής συρμούς. Με ενδιαφέρει ο πνευματικός προσανατολισμός. 


Ζούμε σε μια εποχή δυναστευτική, όπου ο εχθρός έχει αποκτήσει έννοιες αόριστες, γεγονός που ενισχύει το φόβο. Παράλληλα αρκετοί είναι κείνοι που υποστηρίζουν –είτε έμπρακτα είτε στην θεωρία- την εξέγερση. Δεδομένου ότι η ιστορία μας έχει δείξει ότι οι εξεγέρσεις προσφέρουν λύσεις επιφανειακές και βραχύχρονες, και ότι αυτή τη φορά ο Εχθρός είναι απρόσωπος, νομίζετε ότι αρκεί η εξέγερση, και αν ναι, ποια μορφή θα έπρεπε να πάρει για ένα σταθερότερο και ουσιαστικότερο αποτέλεσμα; 

   Η καταγεγραμμένη ανθρώπινη ιστορία βρίθει εξεγέρσεων. Όπως και η ίδια η λέξη υποδηλώνει, αυτές δεν είναι παρά ένα ξαφνικό ξέσπασμα, ένα τίναγμα προς τα πάνω, τις περισσότερες φορές δε μια αντίδραση σπασμωδική και η απότομη έκλυση μιας σωρευμένης ενέργειας που δεν έβρισκε διέξοδο επί μακρό χρονικό διάστημα. Βασικό χαρακτηριστικό αυτού του ξεσπάσματος, όπως άλλωστε και κάθε ξεσπάσματος, είναι ο έντονα θυμικός του χαρακτήρας και κατά συνέπεια μια κάποια τυφλότητα. Όταν μιλάμε περί εξεγέρσεων μιλάμε περί εκρήξεων, άλλοτε μικρών και άλλοτε μεγαλύτερων, που όμως δεν προσλαμβάνουν ορισμένο πολιτικό χαρακτήρα και στερούνται σαφούς πολιτικής στόχευσης, τις περισσότερες φορές δε και οιασδήποτε στόχευσης. Γι’ αυτό και μετά τη συναισθηματική εκφόρτιση, την εκτόνωση, σβήνουν εξαιρετικά γρήγορα. 
   Αν θέλουμε τώρα να μιλήσουμε για μια ουσιαστική αλλαγή, θα πρέπει να κάνουμε λόγο για επανάσταση. Όταν όμως λέμε «επανάσταση» μιλάμε για ένα φαινόμενο άλλου μεγέθους και ριζικά διαφορετικής ποιότητας. Εκεί υπάρχει ένα συγκροτημένο συλλογικό υποκείμενο που είναι φορέας της επαναστατικής διαδικασίας, έχει χαρακτήρα βαθύτατα πολιτικό και ορισμένη πολιτική στόχευση, ήτοι υπάρχει σκοπός, και δεν αρκείται στην εκτόνωση διά της τυφλής βίας. Επιζητά και επιδιώκει κάτι πολύ βαθύ και ουσιαστικό – τη νέα θέσμιση της κοινωνίας ή καλύτερα τη θέσμιση μιας νέας κοινωνίας. Πρέπει ωστόσο να σημειώσουμε και το εξής – τον στοιχειακό χαρακτήρα του επαναστατικού φαινομένου, που όχι μόνο δεν υπολείπεται αυτού της εξέγερσης αλλά τουναντίον είναι εκατονταπλάσιος σε ένταση και συνυπάρχει με την πολιτική συγκρότηση και στόχευση σε μια διαρκή σχέση αλληλεπίδρασης και αμοιβαίας ενίσχυσης. Είναι εκπληκτική αυτή η μυστηριώδης συνύπαρξη και σύμπραξη του πολιτικού και του στοιχειακού, του εναργούς σκοπού και του ηφαιστειώδους πάθους. 
   Όποιο και αν είναι το συλλογικό υποκείμενο μιας υποθετικής επανάστασης, όποτε τυχόν και αν αυτό εμφανιστεί, ένα χαρακτηριστικό θα πρέπει ανυπερθέτως να διαθέτει υπακούγοντας σε έναν πανάρχαιο νόμο που θέλει η εξουσία να ανατρέπεται μόνον από μιαν άλλη εξουσία, η δύναμη μόνον από μιαν άλλη δύναμη. Πρώτιστο μέλημά του θα πρέπει να είναι ένα και μόνον ένα – η Ισχύς. 
   Ίσως δεν θα ήταν άσκοπο να επισημάνουμε ότι, στον ορατό μας τουλάχιστον ορίζοντα, τίποτα δεν μαρτυρεί όχι την ανάδυση αλλά ούτε καν την υποψία ανάδυσης ενός τέτοιου συλλογικού υποκειμένου. Ενώ ο δυτικός πολιτισμός έχει μπει εδώ και δεκαετίες σε τροχιά παρακμής, παρακμής εν μέσω αναμφίλεκτων και εκπληκτικών επιστημονικών και τεχνολογικών θριάμβων, και παρά τις ηχηρές πολλές φορές διαμαρτυρίες και εμπεριστατωμένες κριτικές που ακούγονται από πλείστες όσες πλευρές για την πορεία και τη στοχοθεσία του, η βασική του αφήγηση παραμένει εξαιρετικά ισχυρή, όπερ σημαίνει πως η εσωτερίκευση των αξιών του από τους ανθρώπους όπου γης είναι τέτοια, που εξακολουθεί να πείθει όχι μόνο τα μέλη των δυτικών κοινωνιών στη συντριπτική τους πλειοψηφία αλλά και να αφομοιώνει, να έχει ήδη αφομοιώσει μάλλον, πάλαι ποτέ κραταιότατους πολιτισμούς όπως ο κινεζικός και ο ιαπωνικός. Ο δυτικός πολιτισμός την ώρα της παρακμής του παραμένει ο αδιαμφισβήτητος και μόνος κυρίαρχος στο πεδίο της μάχης, και ο κόσμος του μοιάζει να είναι ο μόνος δυνατός. Αυτός μπορεί να ψυχορραγεί, οι άλλοι όμως έχουν ήδη πεθάνει. Οι φωνές περί του αντιθέτου ηχούν μάλλον πιο πολύ σαν δειλά και τρομαγμένα ψελλίσματα, σαν να πρόκειται για τις μάχες μιας ξέπνοης οπισθοφυλακής που μάχεται ανόρεχτα όχι για να πλήξει τον εχθρό αλλά πιο πολύ προκειμένου να πείσει τον ίδιο της τον εαυτό για το ακόμα αξιόμαχο και τη ζωτικότητά της. 


Φαίνεται ότι συμμερίζεστε τις απόψεις του Eric Hobsbawm για τον ουτοπισμό, ο οποίος τον θεωρεί αναγκαίο για την πραγμάτωση οποιασδήποτε επανάστασης. Ποια είναι η δική σας ουτοπία; 

   Προκειμένου να επιτύχει ο άνθρωπος το δυνατό, πρέπει να στοχεύει στο αδύνατο. Η ρήση αυτή αληθεύει σε κάθε πεδίο της ανθρώπινης δραστηριότητας, και ασφαλώς και σε εκείνο των κοινωνικών αναμορφώσεων. Τόσο σε ατομικό επίπεδο όσο και σε συλλογικό, έχουμε απόλυτη ανάγκη από όραμα. Όπου το τελευταίο εκλείπει, επέρχεται αργά ή γρήγορα ο μαρασμός. Φαίνεται πως εξαιτίας ή χάρη –δείτε το όπως θέλετε– σε κάποια μοναδική ιδιοτροπία της Φύσης είναι απόλυτη ανάγκη του είδους μας να πιστεύει, να ενθουσιάζεται. Η πίστη και ο ενθουσιασμός είναι αναγκαίες συνθήκες της δράσης. Δίχως αυτά τα δύο, που πολλές φορές δεν είναι παρά ένα και το αυτό, οι δυνάμεις αδρανούν, τα μέλη παραλύουν και στο τέλος καθίστανται ατροφικά. 
   Όσον αφορά τώρα στο περιεχόμενο της απολύτως δικής μου ουτοπίας, θα υποθέσω προς στιγμήν πως είναι δυνατό το αδύνατο, δηλαδή η απάλειψη του πολιτικού, και θα σας απαντήσω με τους τέσσερεις εκείνους στίχους του Ομάρ Καγιάμ, στη μετάφραση του Fitzgerald, που δεν έπαψαν να με συντροφεύουν από τότε που τους πρωτοδιάβασα. Στη γλώσσα μας τον Καγιάμ διά Fitzgerald απέδωσε ωραία μεταξύ άλλων και ο Ανδρέας Ριζιώτης, τη μετάφραση του οποίου και παραθέτω. 

Εδώ μ’ ένα καρβέλι κάτω απ’ τα κλαδιά, 
ένα φλασκί κρασί, ένα βιβλίο με στίχους, 
κι εσύ στο πλάι μου γλυκά να τραγουδάς στην ερημιά 
κι η ερημιά παράδεισος ξανά.



Πρώτη δημοσίευση 23.05.2013 στην Bibliotheque.