Παρασκευή, Μαΐου 26, 2006

ΑΠΟΨΕ


Κοίτα Ψυχή μου άγρια πάντα το σκοτάδι,
μην αποστρέφεις απ’ τα βάραθρα το βλέμμα,
βυθίσου μες στη λάμψη των ψυχών και το αίμα,
με λάσπη κι αίμα φτιάχνει η Μοίρα το υφάδι.


Σεισμούς γεμάτο και φωτιές αυτό το βράδυ·
γίνε η κατεύθυνση – η κοίτη για το ρέμα
της λάβας το ασυγκράτητο – και μ’ ένα γνέμα
σύγκορμο κίνησε το ανθρώπινο κοπάδι.


Ψυχή μου πάντα άγρια, τον κόσμο μέτρα,
στη μήτρα του ηφαιστείου βύθισε το σπέρμα
και φτιάξε στίχους από σίδερο και πέτρα·

ορμή μου αδίστακτη, εκεί ’ναι το τέρμα·
τη λευτεριά σου άδραξε· και στη φωτιά της
απόψε ποιητής και αύριο επαναστάτης!

Θεοδόσης Βολκώφ

ΣΤΗΝ ΝAΤΑΛΙΑ



Πολεμιστής, μπροστά στον πόνο γονατίζω·
μπροστά στον βράχο τον ασύντριφτο σωπαίνω·
τη σκέψη μου στα μαύρα έγκατα βυθίζω
και βλέπω, Κόρη, να φιλάς τον Ματωμένο.


Και λες: «Το πρόσωπό του πάντα ψηλαφίζω
και στον αέρα της νυχτιάς τον ανασαίνω
τον Άγγελο του Έρωτα και πάλι σφύζω
απ’ της Αγάπης τον παλμό τον μακρυσμένο».


Κι εγώ στην πέτρα κάποιος πάντα που σκαλίζει
το οργισμένο της Αγάπης σου το κύμα
καθώς ξεσπά και υψώνεται και αφρίζει

στο πάντα αταίριαστο για τις Αγάπες μνήμα...
... Σιωπή... Μια θέρμη απλώνεται - και σε καλύπτει -
από την αδιαπέραστη της Μοίρας κρύπτη...



Θεοδόσης Βολκώφ

DIE LIEDERNSONATE
I

Μύθοι ξυπνούν εδώ βαθιά, εδώ ανατέλλουν θρύλοι,
αγάπες αιματόχαρες και δύναμη της Γης,
πέτρα σκληρή, σκληρότερη του Κένταυρου η σμίλη,
βλέπω στους όγκους των βουνών τη γέννα της μορφής.

Τραχιά επικά ξεσπάσματα και λυρικές εξάρσεις,
ρυθμοί το αμόνι που γεννά σκληρά με το σφυρί,
ζωή και χίλιοι θάνατοι κι αιματηρές καθάρσεις,
θλίψης ποτάμια, θάλασσες, του πόνου η πηγή.

Θέληση που είναι προσταγή και μοίρα που δεσπόζει
σιδηρουργού που ακούραστα δουλεύει τη φωτιά,
μέταλλα, βράχους και βουνά τσακίζει και αρμόζει,
τέχνης αρχαίας ο κάτοχος σκληρής μες στη νυχτιά.

Από της Γης τα έγκατα θεριεύω κι ανεβαίνω,
στις φλόγες μέσα χαίρομαι, στις πυρκαγιές γελώ
κι οι άνεμοι με σπρώχνουνε και πάω και πηγαίνω,
σε ωκεανούς βυθίζομαι, σε χείμαρρους κυλώ.


Από τον κόσμο μάκρυνα και δρόμους άλλους πήρα
και μέσ’ από το βράχο μου έβγαλα τη φωτιά,
η Μοίρα θέλει τη Ζωή και η Ζωή τη Μοίρα,
κι εγώ είμαι θλίψη, δύναμη, λατρεία, μοναξιά.

***

Αρχαίες δυνάμεις των παθών, των πόθων Τιτανίδες,
το στήθος μου σας έδωσα, πατέρας σας και γιος σας,
θα σπείρω εγώ του Κένταυρου ταίρια, τις Λαπιθίδες,
βράχος φωτιάς η θλίψη μου, η οργή μου κεραυνός σας.

Άγριοι και ξένοι, αταίριαστοι οι λόγοι μου είν’ εμένα,
δυσνόητα τα πάθη μου, πρωτόγονον’ οι ρυθμοί μου,
γιος Σκύθη, μάνας Σκύθισσας αλλόκοτη μια γέννα
κι άλλ’ ειν’ εμένα η πηγή και άλλη η πνοή μου.

Στου πάθους τα χαλάσματα, στα θλιβερά συντρίμια,
μες στης ζωής της άχαρης που ζήτε τα ρημάδια,
εμένα μέσα μου ποθούν της Γης όλα τ’ αγρίμια,
εμένα με χαράσσουνε του πάθους τα σημάδια!

***

Εδώ κι αιώνες γύρευα τον εναγκαλισμό σου,
ερήμων ο γεννήτορας, πατέρας των σεισμών,
μα πουθενά και πάντοτε ξέν’ από τον δικό σου
πυράς χορό τα βήματα στις χώρες των θνητών.

Aγαπημένη Αθάνατη, στα δάση ανασαίνεις,
στους καταρράκτες λούζεσαι, με έρωτες μεθάς,
χέρι μου εσύ σπαθιά παλιά αρπάζεις και κραδαίνεις,
μοίρες αρχαίες προκαλείς κι αγγίζεις και ξυπνάς!

***

Διάβολους τώρα εγώ κρατώ, δαίμονες στ’ άρμα ζεύω,
πολεμιστής κυρίαρχος και θέλω τα φιλιά σου,
στα πάντα εγώ ξεχύνομαι, στο χρόνο σου θεριεύω
και τους αιώνες δέχομαι και φέρνω εγώ μπροστά σου!

Για σένα μεσ’ στο στήθος μου τον πόνο γιγαντώνω·
το έργο που αχνοφαίνεται, για σένα, είναι δικό σου·
ευλαβικά στα πόδια σου σκύβω και τ’ απιθώνω
κι είναι γεμάτο απ’ τον παλμό κι απ’ τον ανασασμό σου...








II


Εδώ είναι αμόνι τραγικό και πάνω του σφυρί,
εδώ χτυπούν οι δαίμονες και καταριούνται οι μάγοι,
φίδια κυκλώνουν, δράκοντες ξεσχίζουν το κορμί,
σμίγει του πόνου η έρημος με κόλασης πελάγη.

Μέσα στο ηφαίστειο βαθιά που καίει σιωπηλό
ο φοβερός μεταλλευτής κι ο άγριος σφυρηλάτης
δένει το ατσάλι της οργης με τον χαλκό θυμό
- ζωή που σε λαβύρινθους χάνει τα βήματά της.

H λήθη εδώ δυνάστρια αιώνων και λαών,
η αμαρτία βασίλισσα και ενοχή και τύψη,
πόθων ημέρες πύρινες και νύχτες των παθών,
ο πόνος είναι προορισμός και πεπρωμένο η θλίψη.

Ξεσπούν αρρώστιες γύρω μας κι ανάβουν χαλασμοί,
ο ήρωας πέφτει ανήμπορος, τρέμει στα χέρια η σμίλη,
σκυφτή διαβαίνει η Μοίρα μας και μας περιφρονεί,
μα Κάποιος το αγκάλιασμα και το φιλί έχει στείλει.

Το μέταλλο είναι αμάλαγο, χορός είναι η φωτιά
κι ο σφυρηλάτης τρομερός στην άβυσσο των χρόνων
- βυθίζεται – κι αδιάκοπα θεούς σφυροκοπά
κι ο βρηχυθμός του αντηχεί στις όχθες των αιώνων.

ΙΙI


O Δαίμονας. Λυκόφως. Ονείρου ο βυθός. Σιωπή.
Ζωές που γέρνουν και ξεχνούν· κάτι που θα πεθάνει.
Γκρεμοί· βάραθρα· άβυσσος. Μακάβρια συλλογή.
Αγάπη που αγγίζοντας για μια στιγμή, τη χάνει.

Λατρεία του υπέροχου. Στέπες. Παντού χειμώνες.
Στην έρημο ο Δαίμονας ανοίγει τα φτερά του·
δράκους γεμάτ’ οι ουρανοί κι οι θάλασσες γοργόνες.
Σκιές, νύχτας σαλέματα κι η ανάσα του θανάτου.

Ζωή. Τραγούδι βάρβαρο. Εξώκοσμοι σκοποί.
Πόθος για κάποια μάγισσα· κατάρα που τον δένει.
Σπηλιά. Βράχοι αμάλαγοι. Φωτιά η μυστική.
Θνητή που κάπως άγγιξε. Μούσα Θεά που κραίνει.

Κορφές. Κόκκινα σύννεφα. Θεοί. Θεές. Τιτάνες.
Ένα σκοτάδι· κάποι’ αυγή· μια μαγεμένη λύρα.
Μια ελεγεία προσευχή· διθύραμβοι· παιάνες.
Η δύναμη κι η θέληση κι η μουσική κι η μοίρα.

Ποτάμια χρόνων. Θάλασσες. Ωκεανοί που απλώνουν.
Λίμνες που κρύβουν μυστικά. Νεράιδες. Κι αγαπάνε.
Άτλαντες που στους ώμους τους τούς Άτλαντες σηκώνουν.
Του καταρράκτη τα νερά που αφρίζουνε και σπάνε.

Μαύρο του έναστρ’ ουρανού. Αναπνοές της μέρας.
Της νύχτας το απόλυτο· οι πόθοι και τα πάθη.
Γραφή στις πέτρες αίματος· και η φωτιά· κι ο αέρας.
Αινίγματα και μυστικά· και αμαρτίες και λάθη.

Μορφές· κορμιά· αγάλματα. Ασάλευτα. Σαλεύουν.
Ύπνοι και σκέψεις κι όνειρα. Μύθοι σκληροί και θρύλοι.
Και εφιάλτες, ψίθυροι, κραυγές, φωνές, χορεύουν.
Βράχος ο πόνος άσπαστος. Μια πένα που ’ναι σμίλη.

Ουρλιάσματα, βουνά, γκρεμοί. Ηφαίστεια. Πλημμύρες.
Σεισμοί. Κύματα. Ήπειροι. Αθάνατοι τυφώνες.
Θύελλες μαύρες. Κεραυνοί. Οι Μούσες και οι Μοίρες.
Οι καταιγίδες· οι αστραπές. Οι χρόνοι κι οι αιώνες.

Το αίμα. Η λάβα. Η ψυχή. Η φλέβα. Ο παλμός της.
Ο έρωτας και το φιλί. Η αγάπη και το χάδι.
Η πόρνη. Η μάγισσα. Η νυχτιά. Ο αναστεναγμός της.
Το τέλος. Όλ’ οι θάνατοι. Το αόρατο σημάδι.

Το δάσος. Σύννεφα. Καπνοί. Ομίχλη. Η σελήνη.
Αρχαίοι βωμοί. Ιέρειες. Δρυίδες των θαυμάτων.
Θυσίες. Λατρείες. Οιωνοί. Λύκος νερό που πίνει.
Πάθη του ερέβους των κορμιών. Λήθη νεκρών σωμάτων.

Λειμώνες των αθάνατων. Δαρμός. Η τρικυμία.
Μέταλλα και πετρώματα. Μεταλλουργός και γλύπτης.
Των κολασμένων οι γκρεμοί. Ο Μύθος. Ιστορία.
Γραφές μιας γλώσσας άγνωστης· του τάφου και της κρύπτης.

Το φύλλο και το πέταλο. Το μαύρο αυτό λουλούδι.
Το θρόισμα. Ο ψίθυρος. Η λάμψη μυστηρίων.
Το ρόδο. Χρώμ’ απέραντο. Το χάδι και το χνούδι.
Το σώμα της. Το σώμα της. Κι η τέχνη των ορίων.

Το ματωμένο τους φιλί. Πικρό, κλεμμένο χάδι.
Η μνήμη. Το απόλυτο. Ο στόχασμός. Η θλίψη.
Ο σκοτεινός ανασασμός. Το αόρατο σκοτάδι.
Όψη σκληρή. Η θέληση· θεά που εδώ θα σκύψει.

Χορός. Πυρρίχια βήματα. Ο καλπασμός Κενταύρου.
Προορισμός. Απόσταση. Διαστήματα και χρόνοι.
Η οπλή και το ρουθούνισμα. Το μούγκρισμα του ταύρου.
Η ζάλη και ο ίλιγγος. Μέθη που δεν τελειώνει.

Ρωγμή. Η πτώση. Λύγισμα. Η Γη που τον φωνάζει.
Τα σπλάχνα. Το αγκάλιασμα. Τα φλογισμένα μάκρη.
Ο ύπνος. Χίλια όνειρα. Το χώμα που δοξάζει.
Ο κόρφος που’ ναι θάνατος. Η φλόγα απ’ άκρη σ’ άκρη.

Μονόλιθος. Ο Δαίμονας. Ανατολή και Δύση.
Ναοί. Λατρεί’ αρχέγονη. Σκοτάδι και αστρόφως.
Το Λυκαυγές. Το άγνωστο. Ο κύκλος που θα κλείσει.
Ο Λύκος ο ανέσπερος και πάντα το Λυκόφως.

Αγαπημένη Αθάνατη. Δική του και μακριά του.
Ο πόνος. Λυγμός ήρωα. Ο στοχασμός. Η θλίψη.
Η έρημος. Λύκος. Ο σκορπιός. Το αίμα. Η σκιά του.
Το βράδυ. Η θέρμη. Η σιωπή. Ο Άγγελος. Η τύψη.


Μόνος. Ο Λύκος. Δαίμονας. Η Γη του κι η σκιά του.
Δύναμη αδάμαστη. Ορμή. Λίθινος θλίψης θρόνος.
Ο βρηχυθμός. Το αίμα του. Η ανάσα. Τα φτερά του.
Το πέταγμα. Οι ουρανοί. Γκρεμοί, άβυσσος. Μόνος.




IV


Toυ λόγου εσύ βασίλισσα και της ψυχής μου γλώσσα,
Σιωπή, σεμνή ιέρεια και των παθών μου πλάστρα,
πόσα κοιμούνται μέσα σου κι αργοσαλεύουν πόσα,
βαθιά σου ζουν οι ωκεανοί κι ανάβουν όλα τ’ άστρα!

Σμίλεψα βράχους μέσα σου και μέταλλα έχω λιώσει,
της Γης όλα τα θαύματα με αθάνατες φωτιές,
του σφυρηλάτη την ψυχή κατάκτησα με όση
ζωή στο στήθος μου έκλεισα, μ’ όσες τραχιές πνοές.

Μες στη σιωπή κυρίαρχος μορφών και καταιγίδων,
ζωών σκληρών ο δαμαστής, της Γης ο βρηχυθμός,
ο ματωμένος Κένταυρος αγάπες Λαπιθίδων
θέλησα και στην άβυσσο με πήγε ο καλπασμός.

Μες στη σιωπή σ’ αγάπησα, ω μυστικό του κόσμου,
μού ’δωσε κάτι η Μοίρα μου και είπα, «δε μου αρκεί»,
στη δύση γέρνω πρόωρα, αργά σβήνει ο παλμός μου
κι είναι σπασμός το πνεύμα μου, το σώμα μου πληγή.

Ο βρηχυθμός μου απόμακρος – αρχίζει και τελειώνει –,
κύμα του ήχου χάνεσαι στις όχθες της σιγής,
Σιωπή, τα πάντα κυβερνάς, λιώνουν βαθιά σου οι χρόνοι,
του λόγου πρωθιέρεια και γλώσσα της ψυχής.


Του πόνου ο βράχος άσπαστος· συνθλίβεται η σμίλη,
σπάνε της λύρας οι χορδές, ραγίζει το σπαθί,
σώμα νεκρό δεν το φιλούν τ’ αγαπημένα χείλη,
εδώ τελειώνει ο καλπασμός και είμαι πια σιωπή.

Και είμ’ εγώ που χάνομαι κι εγώ είμαι που σβήνω,
δάφνες που δε σας έδρεψα, αγάπες που δε βρήκα,
ω κόσμοι που σας λάτρεψα και τώρα σας αφήνω,
θύελλες που αγκάλιασα, σε σας, κολάσεις, μπήκα!

Σιωπή των τάφων, έρημος Θεών και μυστηριών,
το δάσος στο λυκόφωτο της μοίρας που κρατώ
ίσκιος σαλεύει απέραντος – η ώρα των ορίων –
ήρθε το τέλος έρχεται και γονατίζω εδώ.

Στου βράχου απόψε την καρδιά το ξίφος μου βυθίζω,
ιερείς δεν είναι γύρω μου, το ξίφος μου σταυρός,
τον τάφο με τα χέρια μου στο βράχο μου σκαλίζω
κι οι σπίθες απ’ τη σμίλη μου το τελευταίο φως...

- Μα μέσα στη σκληρή σιωπή των όλων ήρθ’ Εκείνη
και σταθερό το χέρι της στην πέτρα του ακουμπά,
ρόδα του πάθους μέσα της κι αγάπης σμίγαν κρίνοι,
και στη μορφή του βράχου του αφήνει τη ματιά.

- Η ελεύθερη ήρθε στη σιωπή κι η πολυαγαπημένη,
του έρωτα η βασίλισα, της μοίρας η πιστή,
λιοντάρι, νύμφη, λύκαινα και στη φωτιά η πλασμένη
λόγια σεμνά για το χαμό του Κένταυρου να πει:

«Σιγά, σιγά ακουμπήστε τον στην κρύα ασπίδα επάνω,
ελάτε οι κόρες γύρω του και λύστε τα μαλλιά,
φωτιά ανάψτε οι ήρωες, στεφάνια θα του κάνω
κι όσα του αρνήθηκε η ζωή θα δώσω εγώ φιλιά».

Θεοδόσης Βολκώφ



Γεννήθηκα ένας γίγαντας
από της Γης τα σπλάχνα,
με το κορμί χωμάτινο
φτιαγμένος με πηλό
και πάνω μου δροσιά έφερνε
της μάνας μου η άχνα,
πλασμένος με την έρημο
ζητούσα το νερό.
Και γύριζα τα πέρατα
του κόσμου και τις χώρες,
Αγάπη πάντα ψάχνοντας
και μάχες μυστικές
και μ’ έδειραν οι ανεμικές
και με τσακίσαν μπόρες
και το κορμί μου έσπασαν
και γέμισαν ρωγμές.
Στην έρημ’ ολομόναχος
ξεδίψαγα στο Νείλο
και τα κομμάτια μάζευα
θνητός στοχαστικός
κι είπα, «δε θέλω τον πηλό»
και μ’ έπλασ’ από ξύλο
κι είπα, «παλιές ανεμικές
δεν είμαι πια τρωτός».
Κι ήρθαν καινούργιες
θύελλες κι ορμήσαν νέες μπόρες,
δεν έκλεινε η Μοίρα μου
και γύριζε τ’ αδράχτι,
πολέμους γνώρισα φωτιάς,
των κεραυνών τις κόρες
και το κορμί μου απόμεινε
και κάρβουνο και στάχτη.
Κι εκεί πάλι σηκώθηκα
βαρύς από τη Γη μου
και μ’ έσπρωχνε ξανά μια ορμή,
ζωή αλυσοδέτρα,
να βρω μια ύλη άφθαρτη
από το χαλαστή μου
κι έψαξα μές στα βάθη μου
και μ’ έκαν’ από πέτρα.
Και τότε ήρθαν και μ’ αγγιξαν
μάγισσες κάποιες κόρες,
μητέρες τους τα τέρατα,
πατέρες οι σεισμοί,
βαθιές θάλασσες μέσα μου
πνίγαν στεριές και χώρες
και πια χαλίκια ο βράχος μου
και να, ξανά η ρωγμή!
Κι είπα, «τωρ’ από σίδερο
θα φτιάξω τον εαυτό μου,
δε θα ’χω πια καμιά ρωγμή
και στάχτη και καπνιά,
η Μάχη είναι η δόξα μου
κι η Αγάπη τ’ όνειρό μου»,
με βρήκε όμως το λύγισμα,
το λιώσιμο, η σκουριά.
Καινούργιες πάντ’ ανεμικές,
πάντα καινούργιες μπόρες,
δαιμόνισσες σαν να ’λεγαν
μ’ ανθρώπινες φωνές,
«ίδιες για σένα της ζωής
και του θανάτου οι ώρες,
γιατί κι εσύ δυνάμωσες
κι εμείς πιο δυνατές».
Κι ήρθε από μέσα η Μοίρα μου,
που απ’ την αρχή καλούσα,
από τα χρόνια τα παλιά,
τα χρόνια του πηλού,
κι είπε σ’ εμένα – μαχητής
που ζούσα κι αγαπούσα –
τους νόμους και τις προσταγές
της Γης και τ’ Ουρανού:
«Γιατ’ είσαι συ ο αδάμαστος
κι αν γίνεις από ατσάλι
κι απ’ όποιο μέταλλο άγνωστο,
σκληρό, γυαλιστερό,
μες στις φωτιές, στους χαλασμούς
θα σε βυθίσω πάλι,
δεν εχ’ η Αγάπη νικητές
κι η Μάχη τελειωμό»!

Παρασκευή, Μαΐου 12, 2006


EΞΙ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ «Δ Α Β Ι Δ»

Α
Τόσους αιώνες πορεύεσαι
μέσα στις σκόνες των δρόμων
και στα αίματα των κορμιών
μες στων ψυχών την πηχτή μαύρη λάσπη
το ίδιο φωτεινή
όπως την πρώτη μέρα
το ίδιο εξαίσια
σαν να μην σε άγγιξε ακόμα κανείς
με τα μακριά ξανθά μαλλιά σου να ανεμίζουν
σαν να φυσά αιώνια γύρω σου
η πνοή που σε έπλασε
και τα γαλάζια μάτια σου να ανταμώνουν τον κόσμο
σαν να ανατέλλουν βαθιά τους
όλες οι ώρες των ουρανών
και μυστικά να τρικυμίζουν όλες οι θάλασσες·
με τον ιδρώτα του Έρωτα να τρέχει
και να σχηματίζει τα ποτάμια του
τους καταρράκτες του στα μαλλιά
και στο βαθύ της πλάτης σου αυλάκι
στα πανίσχυρα ανάμεσα μεστά σου στήθια
στη λεπτή σου τη μέση
στους τέλειους γλουτούς
και μετά στων μηρών σου το μελάνιασμα
και στων κνημών
γύρω από τον αγαπημένο σου
το κλείδωμα
στον θείο αστράγαλο
καρπό ακριβό με τη σκληράδα του
στα δυνατά των ποδιών σου ακροδάκτυλα
που ζωή δική τους έχουν
και τα λέω μικρά θηρία
και στο λευκό σου το πέλμα
που όταν γυμνό το βυθίζεις στο χώμα
ξυπνάς τους σπόρους του
και όταν δροσερό το πηγαίνεις στις πέτρες
μερώνεις την άγρια τους θέρμη·
δεν κουράστηκες αιώνες τόσους
Αγαπημένη μου Αθάνατη
με το κορμί σου αυτό
που τις ημέρες είναι φλόγα σάρκινη
και τις νύχτες σάρκα από φωτιά
δεν κουράστηκες
τις λέξεις και τις μουσικές
τα χρώματα των αστεριών τα απόκρυφα
τον σκοτεινό χαλκό
και το λαμπερό το μάρμαρο
δεν κουράστηκες
Αγαπημένη Αθάνατη
να τα ντροπιάζεις·
χίλιες φορές σε θέλουν
και χίλιες σε αγαπούν
οι τεχνίτες αυτού του κόσμου
γιατί τους απελπίζεις
και εγώ άλλες χίλιες
γιατί χωρίς εσένα
θα ήμουν ένας από τους αναρίθμητους
που δεν απελπίζονται
γιατί είναι προτιμότερη μια απελπισία μαζί σου
παρά μια ελπίδα
ή μια σιγουριά
ή ακόμα και μια πίστη
και κάθε γνώση
απ’ όπου όμως εσύ λείπεις
και εγώ
αν ήταν να διαλέξω
και είναι
ανάμεσα σε μια ευτυχία μακριά σου
και μια δυστυχία δίπλα σου
ξέρεις καλά ότι εσένα θα διάλεγα
και ξέρεις ότι εσένα διαλέγω
γιατί μια ευτυχία χωρίς εσένα
είναι μια ευτυχία που πρέπει να ντρέπεται.

























Β
Τραγουδώ έναν ύμνο εξέγερσης
λιονταρίσια στους καιρούς αποκρίνομαι
τη φωτιά μου δίνω στους ηττημένους
και στους απελπισμένους
της σάρκας μου τα φτερά·
μάταιοι σου φαίνονται οι λόγοι μου
και οι ρυθμοί μου περασμένοι
- Δεν σε χρειάζεται ο κόσμος - σκέφτεσαι
και μακραίνεις από κοντά μου γρήγορα·
Θα με χρειαστεί σου απαντώ·
όταν λοιπόν θα σηκωθείς
θα με βρεις δίπλα σου
εμένα που ήδη όρθιος είμαι
τον ύμνο μου της εξέγερσης
θα φέρεις στα χείλη σου
εσύ
μαζί με στόματα μυριάδες
των βουνών μου θα νιώσεις τη βοή
και των θαλασσών μου το κύμα
και στον βράχο μου
τη χαραγμένη μου λέξη
αγκαλιάζοντας
το κρυφό της νόημα θα συλλάβεις -
Είμαι ο ερχόμενος.








Γ
Μακριά από μένα οι ανέραστοι και οι λάγνοι
φονιάδες του Έρωτα και οι δύο
λέω
μακριά εσείς που τα μεγάλα μικραίνετε
εσείς που δεν γεννάτε
κι εσείς που γεννάτε τέρατα
οι αδύναμοι για κάθε πόθο
και οι μόνο για τα άρρωστα ικανοί·
κλειστή μένει για σας η ομορφιά
στείροι εσείς
και κατασκευαστές των τεράτων
τη θέλησή μου παροργίζετε
με τα καμώματα και τα λόγια σας·
γι’ αυτό μέσα σε εκρήξεις
τον Έρωτά μου τον έκανα Δαίμονα
και γι’ αυτό με λένε Εκδίκηση
και τη θέληση μου Θηρίο.
















Δ
O Έρωτας λέω ο Θεός των θεών
ο Μακρινός λέω το σύμπαν των συμπάντων·
του κόσμου όνειδος και της ζωής σκύβαλο
αυτός που μπροστά στην ομορφιά θα πει –
Δεν αξίζει -
αυτός που ενώ μπορεί να αγαπήσει
μονολογεί μες στη σιωπή και λέει –
Ας προσπεράσω -
αυτός που φοβάται
αυτός που δεν θέλει ώς το αίμα
των θεών εχθρός
αυτός που τα φιλιά στο λίκνο τους φονεύει
αυτός που τα λόγια τα μονάκριβα
τα τρυφερά και τα πύρινα
τα πνίγει
των θεών εχθρός·
των θεών εχθρός
και εχθρός δικός μου ώς τον θάνατο.
















Ε
Θλίψη μου από γρανίτη
τώρα που οι ομορφιές όλες πεθαίνουν
με μάτι άγρυπνο
και που δεν γνωρίζει τα δάκρυα
κοιτάζεις όλες τις αβύσσους
αγέραστη πραγματικά
ερωμένη μου αθάνατη
έχεις πάντα των είκοσι ετών μου τη φωτιά
και των ογδόντα μου το φεγγοβόλημα·
των ηρώων αγαπημένη ακοίμητη
νύχτα πάνω στη νύχτα σμίγεις μαζί τους
και στο φως φέρνεις των σκοτεινών τα παιδιά
ενσάρκωση εσύ του σφρίγους μου
σώμα που κάθε φλέβα σου
από αίμα ξεχειλίζει.



















ΣΤ
Τότε θα προχωρήσει αλλιώς ο κόσμος
τότε ο ήλιος μια πλάση νέα θα φωτίσει
όταν η γυναίκα θα ορθώνεται
Γη και Φωτιά μαζί
και με τη φωνή της λέαινας
θα λέει –
Δείξε μου τα χέρια σου
εσύ που ζητάς να με αγκαλιάσεις
θέλω να δω αν κράτησαν σπαθιά
θέλω να δω αν μάτωσαν στις πέτρες
μόνο αυτά αξίζουν το κορμί μου
μόνο σε αυτά την καρδιά μου παραδίδω·
δεν έχεις δικαίωμα στο φιλί και στο χάδι
αν δεν πήρες μέρος στον Πόλεμο
αν δεν διάλεξες γρήγορα μεριά στη μάχη
αν δεν μου δείχνεις ένα κορμί
κι από χίλιες μεριές
χαραγμένο·
όμορφο τον άνδρα;
Ματωμένο τον θέλω
το αίμα του που ξοδεύεται
το αίμα του που καίει
και βάζει φωτιά με χίλιους τρόπους
το αίμα του που δεν γαληνεύει
που γίνεται κύμα και άνεμος
και αιώνια τους κόσμους ταράζει
αυτό που πυρακτώνεται και πυρπολεί
που κτίζει θεούς μέσα στους θανάτους του
και την άβυσσο βάφει κατακόκκινη
αυτό λέω ομορφιά του
αυτό δόξα του
και αυτό μεγάλο μου πόθο·
μόνο οι πολεμιστές
έχουν δικαίωμα στο κορμί μου
για τους μαχητές του τρομερού φυλάω τον Έρωτά μου
για τους σκοτεινούς
και τους δυναμιτιστές
τις νύχτες μου
για τους ήρωες που δεν ελπίζουν σε τίποτα
και όμως είναι Επίθεση
τη γλυκιά παρηγοριά μου·
ελάτε σε μένα οι πρόμαχοι
εγώ
εγώ είμαι η άλως των αγώνων
εγώ είμαι η παρηγορήτρα των θεών.

Θεοδόσης Βολκώφ

Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΓΗΣ
ΣΤΗ ΓΗ ΤΟΥ Γ’ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ


«Η ζωή είναι η ουσία της τέχνης και η τέχνη το βλέμμα που βυθίζεται στην καρδιά της ζωής».
Romain Rolland


Θέμα του παρόντος blog αποτελεί η ποίηση και γενικότερα η λογοτεχνία και η τέχνη.
Έχοντας την πεποίθηση ότι ένας από τους κυριότερους στόχους της καλλιτεχνικής δραστηριότητας είναι η επικοινωνία και κατ’ επέκτασιν η δημιουργία σχέσεων και δεσμών, στη σελίδα αυτή προτίθεμαι να δημοσιεύω κείμενά μου, ποιητικά και πεζά, που καθώς δεν συνιστούν τίποτα άλλο παρά βλέμματα στη ζωή και τον κόσμο ελπίζουν και φιλοδοξούν να συναντηθούν με άλλα βλέμματα.
Ξεκινώντας με τις ισχνές μου δυνάμεις αυτήν την προσπάθεια, θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τον φίλο Θανάση Καρρά, χάρη στις τεχνικές γνώσεις του οποίου είναι δυνατή η δημοσίευση των κειμένων που ακολουθούν και αυτών που θα ακολουθήσουν.

Θεοδόσης Βολκώφ

Πέμπτη, Μαΐου 11, 2006

ΓΥΜΝΗ


Θα σου δειχτώ γυμνή. Κάθε γραμμή θα δεις κάθε καμπύλη
κι αυτά που μόνο εσύ -γνωρίζω- τα μαντεύεις
και στη φωτιά κι όπως ποτέ σου πριν δεν έπιασες τη σμίλη
θ' αρχίσεις γρήγορα και άγρια να λαξεύεις.

Απ' τα κοινά και αδύναμα κουράστηκα τα χάδια,
το πύρινο να τυλιχτεί ζητά η σάρκα μου όνειρό σου
κι αυτό το βράδυ που κρατά βαθιά του όλα τα βράδια
θέλει τον μπρούντζο σου και το πεντελικό το μάρμαρό σου.

Θεοδόσης Βολκώφ