Για το βιβλίο Η Γλώσσα της Γης: Μια Λογοτεχνική Ανθολογία
των Rhodes, Stone και Malamud
(Mτφρ.: Δέσπω Παπαγρηγοράκη, εκδ. Παρισιάνου)
«Δεν είναι πολλοί εκείνοι –ούτε ανάμεσα
στις μεγαλοφυΐες– που κοινωνούν διαρκώς
με το Πνεύμα της Γης». Αυτά έγραφε, στα 1930, ο Romain Rolland, στη μονογραφία του Γκαίτε και
Μπετόβεν, επισημαίνοντας στο απρόθυμο να ακούσει κοινό της εποχής του μια
πραγματικότητα, την οποία, ενώ και εμείς
βιώνουμε κατά κόρον, σπανίως είμαστε σε θέση ή έχουμε τη διάθεση να αναγνωρίσουμε.
Μέσα
στο σύγχρονο αστικό τοπίο, σοβαροί και καθ’ όλα ειλικρινείς καλλιτέχνες δεσμεύονται,
όχι σπάνια, από νεκρές αρχές, αισθητικές και μη, από προκατασκευασμένους
κανόνες ή περιοριστικές ιδεολογίες, από κάθε λογής σχήματα σκέψης ή θολούς
προγραμματικούς στόχους, που, ενώ δίνουν την επίφαση κάποιου προσανατολισμού,
μάλλον απομακρύνουν τον καλλιτέχνη από τον σκοπό του, δηλαδή την καίρια και
εναργή έκφραση της ζωής με τη μέγιστη δυνατή ένταση.
Ακόμα και στοιχεία που υπήρξαν κάποτε
ζωντανά και προώθησαν την υπόθεση της σκέψης και της τέχνης, μέσα από μια,
άλλοτε συνειδητή και άλλοτε ασύνειδη, διαδικασία απόσταξης, μέσα από έναν
μηχανισμό αέναης αφαίρεσης, που μοιάζει μάλλον με αφαίμαξη, παύουν να αντιπροσωπεύουν
οτιδήποτε το ζωντανό. Η τέχνη αποξενώνεται σε τέτοιον βαθμό από τη ζωή, που
καταλήγει να μην μοιράζεται τίποτε το κοινό μαζί της. Η «αισθαντικότητα» τού καλλιτέχνη
στομώνεται· χάνεται αυτή η τόσο γόνιμη πρωταρχική αίσθηση ότι ο τίμιος τεχνίτης
αποτελεί οργανικό μέρος του σύμπαντος κόσμου και ότι το έργο του είναι μία
ακόμη από τις φωνές που μοχθεί να πάρει η ίδια η ζωή στον αγώνα της να
εκφραστεί.
Αυτός λοιπόν που άλλες εποχές είδαν και
χαιρέτισαν ως τον «έμπιστο της Γης» παύει να εννοεί το Πνεύμα της, η Γλώσσα της
τού γίνεται ξένη και καταντά στείρος ομφαλοσκόπος, ένας ακόμα διασκεδαστής της
ανίας των συγχρόνων του.
Στο βιβλίο Η Γλώσσα της Γης — Μια ποιητική ανθολογία των γεωλόγων Rhodes, Stone και Μalamud, που η δεύτερη
έκδοσή της είναι πλέον διαθέσιμη και στη γλώσσα μας σε μετάφραση τής Δέσπως Παπαγρηγοράκη, συναντούμε μια λαμπρή
χορεία επιστημόνων και εξερευνητών, συγγραφέων και φιλοσόφων, ζωγράφων και
ποιητών, που όχι απλώς δεν δέσμευσαν τη σκέψη και τη δράση τους στα όσα
επιγραμματικώς εκθέσαμε παραπάνω, μα που
δεν έπαψαν στιγμή να αφουγκράζονται τη Γη και να προσπαθούν να αποκρυπτογραφήσουν
τη μεγαλειώδη της γλώσσα, γραμμένη στο χώμα και στην πέτρα. Και η χορεία είναι
πράγματι λαμπρή: Αριστοτέλης και Βολταίρος, Καντ και Αϊνστάιν, Κόλεριτζ και
Κητς, Δάντης και Ροντέν, Χέμινγουεϊ και
Σεντ-Εξιπερί, Γουέρτζγουερθ και Ντα Βίντσι, Τζέφερσον και Δαρβίνος, Πόουπ και
Γκαίτε, για να αναφέρουμε ελάχιστους μόνο. Μέσα από τα κείμενα 117 συγγραφέων η
πρωτότυπη αυτή ανθολογία μάς δίνει μια εξαιρετικά πλούσια προσωπογραφία της
Γης. Ημερολογιακές καταγραφές, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, αισθητικά δοκίμια,
μυθιστορηματικά χωρία και ικανός αριθμός ποιημάτων δίνουν ένα πανόραμα των
εντυπώσεων που προξένησε και των σκέψεων που υπέβαλε η Γη σε εμπνευσμένους ανθρώπους
ανά τους αιώνες.
Στις τετρακόσιες και πλέον σελίδες του βιβλίου ταξιδεύουμε από τις
εκπληκτικές ζωγραφιές του σπηλαίου στην Αλταμίρα μέχρι τις σύγχρονες
αναζητήσεις της γλυπτικής και της ζωγραφικής, με πολλούς και σημαντικούς ενδιάμεσους
σταθμούς της τέχνης και της σκέψης· σημείο αναφοράς είναι πάντα η Γη και στόχος
«να γεφυρωθεί το χάσμα μεταξύ των
θετικών και των ανθρωπιστικών επιστημών».
Το να μιλούν οι ποιητές για ποίηση, πολλές
φορές μάλιστα μέχρι εξαντλήσεως, είναι ασφαλώς κάτι το σύνηθες. Το να
επιμελούνται ποιητικές ανθολογίες επίσης. Τι είναι όμως αυτό που ωθεί τρεις
θετικούς επιστήμονες, έγκριτους γεωλόγους, με ιδιαίτερα πλούσιο ερευνητικό έργο
ο καθένας τους, να αφήνουν κατά μέρος, έστω και για λίγο, τις γεωλογικές τους μελέτες;
Τι είναι αυτό που τους κάνει να επιδίδονται με την επιμονή και υπομονή Βενεδικτίνων
μοναχών στην ανθολόγηση κειμένων που εκφεύγουν των επιστημονικών ορίων,
προκειμένου να μιλήσουν για το αντικείμενο της επιστήμης τους;
Το
ίδιο το βιβλίο δίνει την απάντηση, καθώς συνιστά και μια ομολογία, αν όχι
διακήρυξη, ενός credo. Διαβάζουμε: «ποίηση είναι εκείνο το είδος σύνθεσης που αντίκειται
στην επιστήμη προτείνοντας ως άμεσο αντικείμενό της την ευχαρίστηση, όχι την
αλήθεια». Ο ορισμός ανήκει στον Κόλεριτζ. «Όμως κατά μία έννοια η ποίηση είναι
συμπληρωματική της επιστήμης, όχι ανταγωνιστική», προσθέτουν αμέσως μετά οι
επιμελητές της ανθολογίας. Εδώ συμβαίνει το εξής εκπληκτικό — οι επιστήμονες κατά κάποιον τρόπο
παρουσιάζονται «ποιητικώτεροι του ποιητού», για να παραφράσουμε τη γνωστή ρήση.
Ήδη από τον πρόλογο σημειώνουν χαρακτηριστικά: «πέρα από το να διαπιστώσουμε τη στενή σχέση
της επιστήμης με άλλα είδη έκφρασης και απόκτησης γνώσης, θέλουμε ταυτόχρονα να
δώσουμε την αίσθηση της μοναδικότητας , την ενόραση και την έμπνευση που υπάρχουν
σε κάθε συνδιαλλαγή με τον πλανήτη-γονέα μας και σε όλες τις περιγραφές του».
Πόσο
συχνά ακούμε από χείλη επιστημόνων, και μάλιστα στην εποχή της υπερεξειδίκευσης,
ότι η επιστήμη, με όλα της τα λαμπρά και αδιαμφισβήτητα επιτεύγματα, με όλες
τις υποσχέσεις της, που στα μάτια των περισσοτέρων εξακολουθούν να τη δείχνουν
σαν τον νέο επί γης θεό, δεν αρκεί, ότι έχει όρια και ότι το μονοπώλιο της
ερμηνείας του κόσμου δεν της ανήκει; Ότι ένα τέτοιο μονοπώλιο δεν υπάρχει και ότι
πρέπει να προσφύγουμε στην τέχνη για να σχηματίσουμε μια πιο πλήρη εικόνα του
κόσμου;
Μια ανέλπιστη υπεράσπιση της ποίησης από
μια απροσδόκητη μεριά. Οι τρεις γεωλόγοι μάς θυμίζουν ότι η τέχνη, η ποίηση,
πέραν όλων των άλλων, είναι και μια μορφή γνώσης — και μάλιστα σημαντική.
Πόσοι ποιητές σήμερα θα τολμούσαν να αναλάβουν το βάρος μιας τέτοιας
συνηγορίας;
Στα εκτενή σημειώματα που συνοδεύουν τα ανθολογημένα
κείμενα απτή είναι η μέριμνα των συγγραφέων για τον πλανήτη και το μέλλον του. Αυτή η
μέριμνα εξάλλου μαζί με την ανάγκη της απεύθυνσης σε ένα ευρύτερο κοινό υπήρξαν
και τα δύο βασικά κίνητρα για τη γένεση της ανθολογίας. «Η κατανόηση και η
φροντίδα της Γης είναι εξαιρετικά σημαντικά για να αφεθούν απλώς στα χέρια των
ειδικών» μάς λένε χαρακτηριστικά και ακολουθώντας την αρχή ότι «πρώτα γοητεύεις
και κατόπιν διδάσκεις», με όχημα την ποίηση, μάς καλούν να γνωρίσουμε τον
πλανήτη μας σε όλη του την ομορφιά και τη δύναμη, την ανθεκτικότητα και την ευθραυστότητα,
την καλοσύνη και την οργή. Η γνώση αυτή και πρωτίστως η γνώση της ομορφιάς θα
μας κάνει πιο ταπεινούς και συνάμα πιο ικανούς να διαφυλάξουμε τον πλανήτη μας
από τον κίνδυνο που τον απειλεί — εμάς
τους ίδιους.
Το βιβλίο αυτό είναι ένα κάλεσμα
επιστροφής στη Μητέρα-Γη. Σαν τον μυθικό Ανταίο είμαστε αναγκασμένοι να ξαναγυρίζουμε
σε αυτήν κάθε φορά που θέλουμε να αντλήσουμε έμπνευση και δύναμη. Αλλά αυτή
ακριβώς η ανάγκη μας, αυτό το δέσιμο με
τη Γη συνιστά και τη μοναδική, ίσως, υπόσχεση ελευθερίας για τον άνθρωπο· γιατί
κάθε φορά που απομακρυνόμαστε από εκείνην, κάθε φορά που επιχειρούμε να
σπάσουμε τον δεσμό μας με αυτήν, επιζητώντας την απόλυτη κατίσχυση, η
«ελευθερία» μας αποδεικνύεται φενάκη· μένουμε μετέωροι και τελικά γινόμαστε
δέσμιοι και βορά του χειρότερου εαυτού μας.
Η Γη εξακολουθεί να αποκρίνεται σε αυτούς
που τη ρωτούν, εξακολουθεί να διδάσκει εκείνους που αποκαθιστούν τη σχέση
μαθητείας μαζί της. Και είναι αυτή η μαθητεία που αποβαίνει άθληση ελευθερίας,
καθώς επανασυνδέει τον άνθρωπο με τις ρίζες του και του αποκαλύπτει το
αυθεντικό του πρόσωπο:
«Είμαστε
φτιαγμένοι από χώμα, αλλά το χώμα τούτο είναι χώμα αστεριού και μας ταλανίζουν
όνειρα».
Θεοδόσης
Βολκώφ