Σάββατο, Σεπτεμβρίου 03, 2011

ΓΙΟΥΒΕΝΑΛΗΣ VIII - Totentanz






ΓΙΟΥΒΕΝΑΛΗΣ VIII
Τotentanz


«Aς τραγουδήσουμε όλοι με ελαφρά φωνή
τη χαρούμενη επωδό… Dies Irae…»
Hector Berlioz


Σπορά κακή, παιδιά, σπορά των στείρων,
σφαγείς και πόρνες μέλλοντος αιώνος,
ακρίδες, λοιμική των πέντε ηπείρων
κι όπου ζωή και όποια κι όπου χρόνος,
άχθος του κόσμου, τέκνα της μωρίας,
κατέναντί σας προφητεύω μόνος·

παιδιά προπάτορες της κτηνωδίας
που πριν να γίνετε ήδη τη γεννάτε,
φρίκη φρικτότερη της Ιστορίας,
έγκλημα που απ’ το έγκλημα βαστάτε·
έντερα τέρατα, αχαμνά θηρία,
πείνα κακή συνέχεια που πεινάτε·

φαλλοί ορθοί και χάσκοντα αιδοία,
σε μία λέξη μόνον εξαντλείστε
– λαγνεία και λαγνεία και λαγνεία –
παιδιά που, αλίμονο, παιδιά δεν είστε.
Τρεις τρύπες όλες κι όλες σάς ορίζουν·
είστε αυτό· αυτό, κι ας το αρνείστε.

Εμέσματα από σάρκα – που σαπίζουν –,
η καταβόθρα να κι ο καταπιώνας,
αρσενικές και θηλυκοί που ερίζουν
για κάτι κόπρανα – ιδού ο αιώνας·
για κάτι κόπρανα – ιδού ο βίος,
απέραντος κι ατέλειωτος κοπρώνας.

Το αχρείο, η αχρεία, ο αχρείος·
όλοι· παιδί και μάνα και πατέρας·
τι κόσμος τακτικός, λαμπρός και λείος,
καλός και αγαθός στο φως της μέρας·
μα πώς αλλάζουν όλα στο σκοτάδι
και πώς μιλά το ανθρωποφάγο τέρας·

αλληλοφάγωμα – χώρια κι ομάδι –
βατέματα των πάντων με τους πάντες,
κορμιών, φαγιών, υγρών περιπλοκάδι
πολύφυλο, πολύτροπο, απ’ τις μπάντες
όλες, της ηδονής ψυχρή επιστήμη,
κρέατα ταιριασμένα σε γιρλάντες

κι όλα καθρέφτες του αίσχους κι όλοι μίμοι·
κι ο ένας περασμένος μες στον άλλο
και σκέψη μια που ενώνει σας ταξίμι –
«Να μου τον βάλεις και να σου τον βάλω,
από τα μπρος, από τα πίσω, πάνω ή κάτω»
κι ολάκερη η αρετή σας στον καβάλο

να γέμει το πιθάρι δίχως πάτο.
Στο έντερο τον κόσμο έχετε ρίξει
και στα παιδιά σας λέτε, «Αυτό είναι· φά’ το».
Χαύνοι, δειλοί και λαίμαργοι από πλήξη,
το έντερο εξωθώντας στο κεφάλι
με τους βορβορυγμούς του έχετε πνίξει

το πνεύμα· κι ιερείς του οι κοπρολάλοι·
αποπατήματα στο εξής οι σκέψεις
για να ταΐζουν κι άλλο την κραιπάλη.
Για τον σφαγέα, πόρνη, θα χορέψεις,
σφαγέα, για την πόρνη εσύ θα σφάξεις·
του αίματος, του σπέρματος οι τέρψεις

μικρύναν σε καμώματα τις πράξεις.
Η μάνα τού ενός πόρνη τού άλλου.
Σπορά κακή, ως τέτοια θα υπάρξεις·
συ απαρχή του τέλους του μεγάλου
που ήρθε, που είναι εδώ και που θα έρθει·
παραλλαγές του οχεικού του ζάλου –

τέτοια γεννούν κι ορέγονται οι στέρφοι·
σκύλα ο πατέρας έχει εδώ την κόρη,
το αδέρφι μαρκαλά ξανά τ΄αδέρφι,
καβάλα η μάνα στο ίδιο της τ’ αγόρι…


* * *


Κι εγώ, σπορά κακή, εδώ που γράφω,
τις ανομίες σωρεύοντας σε όρη,

φωνή ζωής ερχόμενη απ’ τον τάφο,
κατέχω του Κακού την τέλεια γνώση·
την Ιστορία στο αίμα ξαναβάφω
και το Κακό το έχω ενσαρκώσει·
στη βούληση, στη σκέψη και στην πράξη
έχω βιάσει, αρπάξει και σκοτώσει.

Την πεμπτουσία έχω αποστάξει
κάθε κακού στον κόσμο που ριζώνει·
κι έχω παντού κατάματα κοιτάξει
την πείνα που τη μηχανή ψυχώνει,
τον κώδικα που συνιστά τα όντα,
αυτό που τα γεννά και τ’ αναλώνει·

τα μέλλοντα έχω δει μες στα παρόντα,
το αλύτρωτο επίσταμαι του χρόνου
και σ’ όλα κατοικώ τα παρελθόντα·
έχω βρεθεί στην Αίθουσα του Θρόνου,
λαούς κι αιώνες έχω διαφεντέψει,
την εντολή ξεστόμισα του φόνου

και με τους νόμους που όρισα έχω κλέψει
ζωές ανάριθμες· τους εαυτούς μου
μ’ όλων των άλλων πλήθυνα την πέψη.
Γαμψώνυχες και ράμφη, δόντια ο νους μου.
Δεν σταματάν ν’ αλέθουν οι σιαγόνες
τη Γης απ’ άκρη σ’ άκρη – εμένα ρους μου

της Ιστορίας ο ρους – με λεγεώνες
που πάντα προχωρεί ποδοπατώντας
και γέρους και αρρώστους και λεχώνες,
βρεφών τα καύκαλα στις πέτρες σπώντας,
μπουκώνοντας το στόμα των φασγάνων
μ’ εγκύους, και τα έμβρυα κρεουργώντας·

στρατοί, πιστοί στη δούλεψη τυράννων,
το έγκλημα δουλεύουν και παχύνουν
τις πόρνες των πυγμαίων και των νάνων.
Αυτοί και μόνο αυτοί στη Γη θα μείνουν.
Νάνοι της Γης οι μόνοι κληρονόμοι
για ν’ αφοδεύουν, να ξερνάν, να φτύνουν

πυγμαίους εαυτούς· ως μόνοι νόμοι
και μέτρα και σταθμά που θα μετράνε,
θα κρίνουν, θα δικάζουνε, οι δρόμοι
θα σφραγιστούν εξόν απ’ όσους πάνε
σ’ αυτούς και στα παιδιά τους και στα εγγόνια·
κι όλα έτσι θα περνούν, θ’ ακολουθάνε

μια χθαμαλή ζωή, χρόνια και χρόνια·
κάθε λεπτό τους μάταιο θα βαραίνει
Γη κι Ουρανό, και μια άλλη καταφρόνια
όλων προς όλους όλο θα πληθαίνει.
Γάλα δεν θα ‘χει η μια για τα παιδιά της
κι απ’ την ντροπή θα ρεύει, και θ’ αξαίνει

το φάσμα του λιμού κι ο εφιάλτης,
και μέσα στα μετάξια της η άλλη
όλο και θα χαϊδεύει τα μεριά της
θηλάζοντας του νάνου το κεφάλι.
Κι αυτός – σκυφτός στ’ αρμυρωμένο στόμα.
Θα πίνουνε, θα γλείφονται, και πάλι

απ’ την αρχή θ’ αρχίζουνε, κι ακόμα
θα φτάνουνε κι οι δυο τους ώς το πνίγος·
στης λασπουριάς θα σέρνονται το στρώμα·
το χαμωκύλισμα ο αιώνιος τρύγος,
για χαμωσούρσιμο μονάχα η πείνα
κι όλα νεκρά· τα ρίγη δίχως ρίγος.

Ίδια κι ανάλλαγα· κι αυτά κι εκείνα.
Τέφρα και χώμα πάντα το προσφάι·
σκαμμένες απ’ τη σάρκινη αξίνα,
τρωμένοι απ’ το γλωσσίδι που μιλάει
– την ίδια πάντα, μία μόνο λέξη –
κι απ τ’ αρμυρό το σάλιο πλημμυράει

και παίζεται και παίζει για να παίξει
και γαργαλάει μαζί και γαργαλιέται
σε όλους τους ρυθμούς για να χορέψει,
πότε σχεδόν οκνό ν’ αργολυγιέται
και κάθε λίγο αλλάζοντας τη στάση
μπρος-πίσω πάλι ξέφρενο να σειέται·

να τρώγεται, να τρώει για να χορτάσει
κι έτσι απ’ το σπέρμα ως είναι γεμισμένη
και πριν καλά-καλά να το ξεράσει
γι’ άλλον να στήνεται και να προσμένει
τον δεύτερο, τον τρίτο, κι άλλον, κι άλλους
κι όλους μαζί, μαζί η τουρλωμένη

πυγή τους αναρίθμητους πασσάλους
ακόρεστη να πίνει και να παίρνει
όλους – και τους μικρούς και τους μεγάλους.
Σκλάβους πλεχτούς το μύρρινον να σέρνει
τους γάτους, τους γαϊδάρους, τα κοκόρια
που αυτοκαλούνται άντρες· να προσφέρνει

ό,τι μπορεί ο καθένας τους· τ’ αγόρια
αυτό που, αν σηκωθεί, ποτές δεν πέφτει,
μυρίζοντας τα ξένια μεσοφόρια,
κι οι γέροι, ισοσκελίζοντας το ξέφτι
τού κάποτε εαυτού τους, χρήμα, χρήμα.
Στα τέσσερα ο παράς λοιπόν παντρεύτη

την ομορφιά. Στα τέσσερα ώς το μνήμα –
έτσι προστάζει τώρα κάθε ανάγκη,
γονατιστές, γονατιστοί απ’ τη λίμα
μαϊμούδες και ουρακοτάγκοι.
Χαϊδολογιούνται τα έξυπνα πιθήκια·
οι αρλεκίνες και οι σαλτιμπάγκοι

ουρά· εσμός κι αλαλαγμός στα ψίκια·
για τα πορνοκαμώματα καμάρι·
με τ’ αχαμνά κερδίζουνε οφίκια·
των βογγητών πολύφωνο τροπάρι,
των «αχ» και «βαχ» στεντόρεια ψαλμωδία
και να ευλογά ο παπάς μες στο παζάρι

την ιερή αγοραπωλησία.
Και μες στις εκκλησιές τους καβαλιούνται.
Στη σύμπασα του κόσμου ιστορία
σπουδαίοι από το πράμα τους λογιούνται·
στης Γης όλα τα πλάτη και τα μήκη,
άντρες, γυναίκες, όλοι τους, καυχιούνται

για εκείνο που μπορεί κάθε πιθήκι.
Αυτά αυτοί· κι εκείνα εκείνοι· κι όλοι
ευδοκιμούν κι αγαλλιούν στη φρίκη·
τα πρόσωπα εναλλάσσονται, μα οι ρόλοι
ανάλλαγοι στο θέατρο του κόσμου –
ο βάτταλος το αιώνιο αραξοβόλι

και μόνο η λέξη «πάρε», οι λέξεις «δος μου»
στις γλώσσες και στα κρέατα επάνω·
«δικό μου» και «δική μου» και «δικός μου»,
το «τι μου κάνεις» και το «τι σου κάνω»
οι ανεξίτηλες γνωστές σφραγίδες·
το «τι κερδίζω εγώ» «κι εγώ τι χάνω»

πληβείους δένουνε και παραλήδες·
βλήτρα και τροχαλίες, παξιμάδια,
της μηχανής ελάσματα και βίδες,
τα ξίγκια, τα μυαλά και τα γλυκάδια·
οδός βασιλική, σπέρμα και βία,
φιλιά των κάλπηδων, λογάκια, χάδια,

να ποιοι ζητούν στον κόσμο αθανασία,
να ποιοι ζητούν αιώνιο τον εαυτό τους –
οι που έχουν κι οι που νείρονται εξουσία
κι οι έσχατοι που θέλουν σαν τους πρώτους
κι άλλη ζωή, από τον τάφο πέρα,
κι εκεί για να ταΐζουν τ’ απαυτό τους.

Μολεύει κάθε ανάσα τον αγέρα.
Νέκρα επιστρέφουν στη ζωή τα χνώτα,
προσθέτοντας στη λέρα κι άλλη λέρα·
αυτό του καθενός κεραία ή γιώτα.
Ο Κόσμος τού κοσμάκη πλέον λεία.
Ψυχές γριές σε σώματα όλο νιότα

κι όλη σαπίλα η πέρπερη υγεία.
Χαράσσοντας παντού μ’ όλους τους τόρνους,
ας γράφεις όπως θες την Ιστορία,
με άμφια ιερά και με κοθόρνους,
κόσμε, χρωστάς, χρωστάς την ύπαρξή σου
σε πόρνες, σε πορνοβοσκούς και πόρνους.


* * *


Στην κόπρο αργοβύθισμα η ζωή σου.
Ένας σκοπός στο ίδιο το σουραύλι –
Ζωή, Ζωή, ασελγούνε στο κορμί σου.
Βινητιούν της πάσας γης οι φαύλοι.
Να η παρδάλω αιώνια ακολουθία –
οι λάσταυροι, οι τρίβαλοι, οι σαύλοι,

οι πορνομύστες, τα χαμαιτυπεία,
οι παιδοκόρακες κι οι μυζουρίδες,
οι μοίχαινες και τα πορνοβοσκεία·
φοινικιστές και κυσσοβακχαρίδες,
λεροί, χαυνόπρωκτοι, χαυνοπολίτες,
τριβάδες, μανιόκηποι, εταιρίδες,

πρωκτόσοφοι, επιβήτες, συβαρίτες,
σπατίλουροι, κουρβιάρες, θηλυδρίες,
λαίσκαπροι, ανδροπόρνοι, αρσενοκοίτες·
τριέμβολοι, οιφολίδες, λαισποδίες,
θηλύστολοι, εδρόστροφοι, αβροβάτες,
ανασεισίφαλλοι, περιβασίες,

αρρητουργοί, αιμομίχτες, κτηνοβάτες·
χοιρόθλιβες, διαμηριστές, συβάδες,
πορνοδιδάσκαλοι, οπισθοβάτες,
δωσίπυγοι, ονθολάτρες, χαμευνάδες,
γνάθαινες, κυσσονίπτες, παλευτρίδες,
οπιπτευτήρες, κόββαλοι, σκαμμάδες,

πόσθωνες, μοιχοτύπες, λαγηνίδες·
αρρενοφθόροι, παρατετλιμένοι,
ορχιπεδώντες, σάθωνες, μαχλίδες,
θηλυμανείς, κιδάφες, αργασμένοι,
λεκτροχαρείς, κοπρώνες, εκτομίες,
πιθηκαλώπεκες, εξωνημένοι,

κολλοποδιώκτες, μάργοι, βδελυγμίες·
μειξοπαρθένες, φάλλωνες, τζουτζέδες,
λώτακες, πασιπόρνες, κινησίες,
ματρύλλες, έκφαυλοι, παρακεντέδες,
λυσίζωνοι, κοπρίες, πορνογράφοι,
ολισβολάτρες, κνώδαλα, λακέδες·

επιμοιχεύοντες, κιναιδογράφοι,
παιδνοί, δυσέραστοι, πρωκτοτηρούντες,
καταδακτυλιστές, ρυπαρογράφοι,
πυγόστολοι, αινόλεκτροι, σαυλούντες,
αταύρωτοι, συβάλλες, μοιχοτρόποι,
κοπραγωγοί, μωροί, αποψωλούντες•

διαπαρθενευτές, γυναικοκλόποι,
δύσγαμοι, ξεινοβάκχες, πορνοδύτες,
πυγιστές, αροτήρες, γαμοκλόποι,
δεικτηριάδες, βρώμοι, φαμελίτες,
νώθουροι, φιλοπάρθενοι, κωθώνια
κι όλοι – δυο λέξεις – πόρνες και κοπρίτες·

ανδρείκελα, ανδράποδα, καπόνια·
κι απ’ όλα χρυσαφίζουν οι ρουφιάνοι·
αυτά των σπλεκωμάτων τα ζακόνια·
ετούτο των κρεάτων το χαρμάνι·
μύρια τα ονόματα, το πράγμα ένα
και κοπριήμετος το ανθρωπομάνι.


* * *


Παντού μηδέν και σε όλα το κανένα
κι απ’ το μηδέν βαραίνουν και στενάζουν
η Γης κι όλα τ’ αγνά και τα παρθένα•
κι όμως φωνή δεν έχουν – κι ας σπαράζουν·
μαραίνονται πριν καν αρθρώσουν λέξη
και μια ανημπόρια όλο μηρυκάζουν

και παν σφαχτά κατά πως θα επιλέξει
τον τόπο και την ώρα το χρυσάφι
και ψευτοζούν για όσο αυτό επιτρέψει·
κι ύστερα πια – οι συλημένοι τάφοι·
ατίμωση κι εκεί κι ανάσταση όχι.


* * *

«Τέτοια η θέση σας, η Ιστορία γράφει,



ζωή δειλή, φραγμένη, σε μια κώχη,
κι όταν θελήσω, θάνατος· τελεία.
Κράτος ζητώ και πάω μ’ αυτόν που το ‘χει.
Πες με όπως θες, μα Εγώ η Ιστορία.
Τα πράγματα Εγώ θα καταγράψω,
Εγώ θα ορίσω δίκαιο και αδικία,

Εγώ θ’ αναβιώσω ή θα θάψω
μια και για πάντα ό,τι μου αρέσει·
και πάλι Εγώ, Εγώ θα κατακάψω
και θα τα βγάλω όλα από τη μέση,
αυτά που του κορμιού μου δεν ταιριάζουν
και μες στη Βίβλο μου δεν έχουν θέση.

Τα πάντα με αφορούν, μα δεν μου αλλάζουν
τον ρου και τον εσώτατο πυρήνα.
Είμαι παντού. Κι ας μην με ονομάζουν,
βρίσκομαι μέσα σ’ όλα· και σ’ εκείνα
που δείχνονται να ζουν λευτερωμένα·
αρκεί να το προστάξω, και η πείνα

τα μαστιγώνει κι έρχονται σε μένα·
τα πάντα πια· τα πάντα κατακλύζω.
Νόμος μαζί και Δήμιος στην αρένα.
Κράτος και Βία Εγώ κι Εγώ ορίζω
πως η Πραγματικότητα αλήθεια.
Τα έξω φέρνω εντός· περιφιμίζω

ακάθεκτη και εισβάλλω ευθύς στα στήθια·
αλυσοδένοντας μυαλά και χέρια
και τη σκλαβιά την έκανα συνήθεια·
δένω τη Γη· θα δέσω και τ’ αστέρια
με το ασύντριφτο αράχνειο πλέγμα·
επί ποινή θανάτου τα μαχαίρια

έκανα όρο ύπαρξης· το φθέγμα
αυτό και θέσφατο σ’ όλα τα χείλη
και σ’ όλες τις μορφές με όποιο δέρμα.
Είμαι η Μεγάλη Οδός, η Ευρεία Πύλη,
η Λεωφόρος, το Αναπόδραστο όντως,
είμαι η Πέτρα, ο Πετράς και η Σμίλη,

είμαι ο Κόσμος όλος του Παρόντος,
του Μέλλοντος ο Δρομοδείχτης μόνος
κι ο Επιβιώσας Είς του Παρελθόντος.
Πριν από Εμένα δεν υπήρχε Χρόνος,
μετά από Εμένα Χρόνος δεν θα υπάρξει.
Μια και για πάντα δόθηκε ο τόνος,

μια και για πάντα αυτός – και δεν θ’ αλλάξει –
αφότου Εγώ γεννήθηκα, η Μία,
η Απροσμάχητη Καινούργια Τάξη.
Τίποτα εκτός Εμού δεν έχει αξία,
θνησιγενές ό,τι άλλο ανασαίνει.
Το όνομά Μου γράφε – Ιστορία».

Αυτά η κυρά κι η δούλα της σωπαίνει.
Η Γη έχει τα πάντα παραδώσει·
ξεχερσωμένη και ξεπορνεμένη…


* * *


… Μα ποια κρατά βαθειά της κρύφια γνώση,
απρόσιτη κι ανέγγιχτη – και ανθίζει;
Ποιο σπλάχνο της αργά θα μεγαλώσει,

ποια εκδίκηση το κύμα τονθορίζει;
Ποια γέννηση προλέγουνε τα φύλλα
και ποιο παιδί ο βράχος σχηματίζει;
Λεχώνα η Γη και δαγκανιάρα σκύλα,
κάποιον υιό στον κόρφο της βυζαίνει.
Στων χλευαστών δεν απαντά το «μίλα»,

μα μόνον υπομένει, περιμένει…
Και τον κρατά σφιχτά πάνω στα στήθη,
στην τόση της ντροπή ευλογημένη,
κι ένα πανάρχαιο λέει παραμύθι
από νερό, φωτιά, αγέρα, χώμα,
από απλωσιές, από ύψη κι από βύθη

από ανοιχτούς ορίζοντες κι ακόμα
απ’ ό,τι ελεύθερο γοργά καλπάζει –
κι έτσι του πλάθει στον πηλό το σώμα
και τα σημεία επάνω του χαράζει
του Έρωτα, της Μάχης, της Ειρήνης
και με χαρά κρυφή τ’ αναδιαβάζει.

Μα πόση στη χαρά της μέσα Μήνις
και μες στην τρυφεράδα της την τόση,
πόση κραυγή, κραυγή Δικαιοσύνης.


* * *


«Σε σένα, γιε μου, λέει, έχω πυκνώσει.
Είσαι η σκέψη, η βούληση, η πράξη.
Το χώμα που το χώμα θα λυτρώσει.

Είσαι ο ακριβός Λαός που θα υπάρξει
σε πείσμα των καιρών και των ανθρώπων
κι από ντροπής ζυγό θα με απαλλάξει.
Απαύγασμα των χρόνων και των τόπων,
Ζωή Ζωής, Λαέ Λαών, παιδί μου,
Τρόπε εσύ υπέρτατε των Τρόπων,

γείρε στη Γη σου κι άκου τη φωνή μου.
Εκεί, ο πηλός, τους ουρανούς θα σμίξεις.
“Γίνου Οργή και φόνευε” η ευχή μου.
Με τον Θυμό το πέρασμα θ’ ανοίξεις
τα γάργαρα νερά για να κυλήσουν·
θα ξεδιψάσεις, γιε μου, και θα πνίξεις

ωσότου οι έρημοι όλες να χλοΐσουν.
Αλλιώς τον άξονά μου θα κινήσεις.
Θα δράσεις σαν ανέκαθεν να ήσουν
και σαν εντός σου οι ορμές της φύσης
να δικαιώνονται όλες. Εξουσία
σού έδωσα, η Γη. Θα την ασκήσεις.

Αιχμή μου εσύ κι εγώ η παρουσία
η πανταχού. Με ξίφος και με δόρυ
δι’ εσού η Γη θα δείξει απανθρωπία.
Θα ‘σαι η κατεβασιά μου από τα όρη
κι απ’ τους ωκεανούς η ανάδυσή μου.
Το ζώο εντός σου θα σου λέει “Προχώρει”

και θα σε φλέγει ο λίβας μιας ερήμου·
θα σε παγώνει η πνοή των πόλων
και λέξη σου θα γίνεται η κραυγή μου.
Θα στέκεις ένας εναντίον όλων,
μα εσύ θα λες πως ο εχθρός δεν φτάνει.
Κατέναντι των όποιων εικοβόλων

θα ‘σαι το μελανόπυρο μου ασλάνι,
το στερνοπαίδι μου εις τον αιώνα,
ο γιος που γέννησα για να πεθάνει.
Σε έδεσα σταγόνα τη σταγόνα,
σε έχτισα χαλίκι το χαλίκι,
στον ύπατο σε παραδίδω αγώνα

για να υπάρξει πριν το Τέλος Δίκη.
Σε καρτερούσα χρόνια μύρια, γιε μου.
Στον κόσμο δώσε αυτό που του ανήκει.
Πατέρα, Εραστή και Αδελφέ μου,
εγκλήματα ων αριθμός ουκ έστι
με αμαύρωσαν· κι όμως εγώ ποτέ μου

δεν τ’ αποδέχθηκα. Η Γη σου. Δες τη.
Κατέφαγε το πρόσωπό της λέπρα.
Όπως τη βρήκες κοίτα τη και πες τη.
Τα έλκη μου όλα κάθισε και μέτρα,
με σταθερό και ατάραχο το βλέμμα,
εσύ που είσαι φλόγα κι είσαι πέτρα».


* * *


Ωκεανός βουίζει εντός του το αίμα,
τα πέτρινα σαλεύουνε λιοντάρια
κι όλο ξεχύνεται το πύρειο ρέμα.
Βλέπει παντού της ασχημίας τα χνάρια
και αυστηρός τα πράγματα ζυγίζει.
Ελευθερία ορέγεται καθάρια

και καταγής το βλέμμα του γυρίζει.
Κι έτσι όπως σιωπηλός ταυροκοιτάζει
τον θάνατο που τη Ζωή εμποδίζει
κι ένα προς ένα τα αίσχη εξετάζει
και σ’ όλα έχει ακλόνητος εγκύψει,
πριν απ’ το χέρι του, το βλέμμα σφάζει.

Και ηχεί και της απόφασης η λήψη
μεταλλική και πέτρινη εντός του.
Πριν καν επιτεθεί έχει ενσκήψει
στον κόσμο με το μένος του πυρός του
και αγέρωχος τα είδωλα γκρεμίζει
και ορθώνεται και γίνεται ο Εαυτός του.

Ακούει το φίδι σε όλα να σφυρίζει,
το σφύριγμα το καθετί να πνίγει,
προσεύχεται φορά στερνή – και αρχίζει.
Κανείς απ’ την Οργή δεν θα ξεφύγει
– χλωμιάζει το χρυσάφι μπρος στο ατσάλι –
σε τούτο η τυραννίδα απολήγει,

στο πλέον αιματόβρεχτο μασάλι.
Τροφή για τα ζαγάρια τα ζαγάρια.


* * *


Και με σφιγμένα δόντια υποψάλλει:

«Κανείς κανάγιας και καμία κάργια
μ’ όποια τσαλίμια δεν θα με γλυκάνει.
Είδα τα πάντα σύμμιχτα κι ανάρια.

Όλο ετούτο πρέπει να πεθάνει.
Και θα πεθάνει. Εγώ θα το σκοτώσω.
Πικρός ως Θάνατος που καταφθάνει
Εκδικητής, εγώ θ’ ανταποδώσω
στα εγκλήματα τη βία την υπάτη.
Ταχύς θ’ αποθερίσω και θα οργώσω

ώσμε που βλέπει της ψυχής το μάτι.
Θα σε τελειώσω, κόσμε, θα σε πάψω.
Τη βούλησή μου μάθε την εσχάτη.
Ακόμη και τους τάφους θ’ ανασκάψω.
Στην ίδια σου την κόπρο αφού σε πνίξω,
τον θάνατό σου σύσσωμο θα θάψω.

Κι αφού κουφάρι στα σκυλιά σε ρίξω
και πω “Αυτό που έπρεπε έχει γίνει”,
μες στη γλαυκή πυρά μου θα σε τήξω,
θα σε ποντίσω μες στη λησμοσύνη.
Είμαι η μοίρα η μόρσιμη και η ώρα.
Σπορά κακή, σπορά σου δεν θα μείνει».

Το άλλοτε και αλλού εδώ και τώρα.
Λαμπρός ως ήλιος μαύρος που ανατέλλει,
στο στόμα του η εκδίκηση οπώρα
ώριμη και γλυκιά· σπλάχνα και μέλη
ευφραίνει, δυναμώνει, πλημμυρίζει·
του αίματος η γεύση υδρομέλι

κι η πύκνωση αυτός που ξεχειλίζει·
του πόθου και του πάθους η πλημμύρα,
μες στη φωτιά το παν αναβαπτίζει
και επιπίπτει άφευκτος ως μοίρα,
ως τελικό του κόσμου πεπρωμένο
και σταματά της Ιστορίας τη σπείρα.

«Όσο μικραίνεις, κόσμε, θα σκληραίνω.
Και το ελάχιστό σου θα διώξω.
Ό,τι από σένα στις ψυχές κρυμμένο
θα το περάσω στο μαχαίρι κι όξω
τα έντερα που έγινες θα χύσω.
Γοργά θα σε λιανίσω, θα σε κόψω

αργά και πουθενά δεν θα σ΄αφήσω
ορθό· και θα σε πνίξω μες στην πίσσα,
σε κάθε κώχη θα σε κυνηγήσω,
κάθε ψυχή που δούλωσες με λύσσα
θα τη χτυπώ και θα τα ξετρυπώσω
εκείνα που καμώνονται τα ίσα,

εκείνους που πουλιούνται όσο-όσο
κι εκείνους που πωλούν και αγοράζουν
και λεν “Eχω για όλα να πληρώσω”.
Kανένας γυρισμός· δεν κατευνάζουν
τη Γη εντός τα όποια παρακάλια•
τα λόγια τα μεγάλα που φωνάζουν

δεν είναι παρά σάλια, σάλια, σάλια.
Ούρλιαζε όσο θέλεις και αλύχτα,
κόσμε, κι ας είσαι σ’ όλα τα κεφάλια
τώρα μιλά η Εκδίκηση και η Νύχτα
της ανομίας σωπαίνοντας τη μέρα.
Δόντια, η Γλώσσα, έκανες· για δείχτα

και μπήξε τα και οσμίσου τον αγέρα,
αλάθευτη, ψυχή μου λαγωνίκα,
των ψευδολόγων σάρκα μου φοβέρα
των κόσμων όλων που λειψούς τους βρήκα
και μέσα μου τους έχω δοκιμάσει
στο μέταλλο που η μάνα μου η Λύκα

το έχει στο κορμί μου ωριμάσει
και το ‘χει στη ζωή βαθειά φυτέψει
και που με αυτό κι εμένα έχει θηλάσει».


* * *


Η πράξη που στοχάζεται κι η σκέψη
που πράττει· πίστη ένσαρκη που θέλει
και θέληση στη Γη που έχει πιστέψει

μια και για πάντα και παντού αναγγέλλει
της Γης τον Λόγο υψώνοντάς τον όρος
σπαράζοντας των σκύλων την αγέλη.
Πυριγενής, πυρίστακτος, πυρφόρος,
ένορχος, αρσενόθυμος, τιγρώδης,
η τελευτή, ο θάνατος, ο μόρος,

κατάμεστος, κατάστερος, τυφώδης,
ο γρόνθος και το λάκτισμα της Τύψης,
γήινος ουρανός και ερεβώδης·
πατέρας του Θυμού και γιος της Θλίψης,
ο ηχηρότατος πανάγριος γέλως,
αυτός το ολοκαύτωμα της σήψης,

το ξίφος και το δόρυ και το βέλος,
ο που της Ιστορίας καθαίρει το άγος,
αυτός το αιμοσφράγιστο το τέλος.


* * *


Και λεν οι κόπροι, «Ιδού ο Ανθρωποφάγος,
ο Δαίμονας, το Τέρας και το Κτήνος,
ο Πρίγκηπας του Σκότους και ο Μάγος».

Έτσι μιλάει ο κάθε αρλεκίνος
κι οι πόρνες αρχινούν την κατηγόρια
και λεν, «Αυτό που ζούμε – όχι Εκείνος –,
τέτοια ζωή στις κόρες μας, στ’ αγόρια
διδάξαμε κι αυτό να συνεχίσει».
«Βατράχια, του ανθρώπου αποφόρια,

βοά η Γης, αυτός θα μ’ εκδικήσει».
Ρώμη και Καρθαγένη, Βαβυλώνα
σάς έχει απ’ άκρου εις άκρον μελετήσει·
τον ίσκιο σας που πνίγει τον αιώνα
ήλιος της μεσημβρίας θανατώνει·
μαύρη φωτιά και μαύρη λαμπηδόνα

σάς καίει γοργά και αργά σάς διαβρώνει
τα τείχη και τους πύργους και τα κάστρα.
Θάνατος τη Ζωή αποθεώνει.
Δύναμη μανιασμένη και βιάστρα
εδώ ενεργεί με σίγουρο το χέρι·
να ερημωθεί η Γης κάτω από τ’ άστρα

να πνεύσει ελεύθερο ξανά το αγέρι,
αμόλυντο απ’ του ανθρώπου την ανάσα.
Ήγγικεν το μεγάλο μεσημέρι.
Η ενέργειά του εκλύεται προς πάσαν
κατεύθυνση και κάθε πολιτεία
ισοπεδώνει· εκείνους που περάσαν

τη ζήση τους στη μιαροφαγία
ως Τιμωρός φρικτός εκμηδενίζει.
Η Φύση καταργεί την Ιστορία.
Κι ούτε ο κακόσπορος που μινυρίζει
κι ούτε τα πορνογέννητα στην κούνια
κι ούτε κι η πόρνη οκνή που κλαυθμηρίζει

δεν τον λυγίζουν· μέσα στα μιλιούνια
Περσέπολις, Αλάστωρ, Ολετήρας.
Γρούζουν μπρος στο λεπίδι τα γουρούνια.
Της ανομίας ο καταποτήρας
γράφει το «ώς εδώ και μη παρέκει»
στη ρουνική των πάγων και της πύρας.

Καταντικρύ των όλων μόνος στέκει
και τα στερνά τα ξέφτια αποθερίζει
πάντα με το σπαθί και το πελέκι.
Και πια – καθημαγμένος γονατίζει
και προς τη Μάνα σκύβει το κεφάλι
και τελευταίο κάτι ψιθυρίζει.

«Την Ομορφιά ψυχές από ατσάλι
πλέον γεννούν – και μόνον. Θλίψη. Θλίψη.
Και στης καρδιάς της την καρδιά αναπάλλει
το έγκλημα, η αμαρτία, η τύψη·
μια αρμονία υπέρτερη όλο λείπει,
ο Κήπος που μας έχει εγκαταλείψει,

το χλοερό στα στήθη καρδιοχτύπι
κι ένας ορίζοντας κλειστός στο βλέμμα·
κι έμεινε μόνο η Μνήμη και η Λύπη
κι έμεινε μόνο η θάλασσα από αίμα.
Τέλειωσε η σκέψη, η πράξη και η γνώση,
τα σκότωσε όλα το μεγάλο γέμα.

Ό,τι μου ετάχθη έχω πραγματώσει,
ό,τι μου ορίστηκε έχω αφανίσει,
μα ένα ακόμα πρέπει να τελειώσει –
το μάτι που είδε αυτά πρέπει να σβήσει,
το χέρι που ανέλαβε την Πράξη
πρέπει και να κοπεί και να σαπίσει.

Ώστε κανένας πια να μην κοιτάξει
καθώς εγώ στη νέα μεγάλη πλάση,
ώστε ο κόσμος πράγματι ν’ αλλάξει».
Το ξίφος του φορά στερνή θα πιάσει
και στον εαυτό του τώρα το γυρίζει·
τον εαυτό του τώρα θα χαλάσει…

… Μα ποιο νερό γροικά να κελαρύζει,
ύστατο αυτός του κόσμου απομεινάρι,
το Έσχατο που τα Έσχατα ορίζει.
Πεθαίνει. Ξαναζεί ποιο Κεφαλάρι…
… Για την καινούργια, αν έρθει, ίσως, γέννα
και Θέμελο και Ακρόγωνο Λιθάρι

Θυμός, Θεός και Θάνατος ως Ένα.


© Θεοδόσης Βολκώφ