Παρασκευή, Αυγούστου 18, 2006

Θα απουσιάσω για λίγες μέρες. Θέλω να ευχαριστήσω από καρδιάς όλους όσοι επισκεφτήκατε το blog. Η παρουσία σας και τα σχόλιά σας υπήρξαν για μένα τιμή μεγάλη. Χαιρετώ σας, φίλοι μου!


DIE LIEDERNSONATE





I LARGO



Μύθοι ξυπνούν εδώ βαθιά, εδώ ανατέλλουν θρύλοι,
αγάπες αιματόχαρες και δύναμη της Γης,
πέτρα σκληρή, σκληρότερη του Κένταυρου η σμίλη,
βλέπω στους όγκους των βουνών τη γέννα της μορφής.

Τραχιά επικά ξεσπάσματα και λυρικές εξάρσεις,
ρυθμοί το αμόνι που γεννά σκληρά με το σφυρί,
ζωή και χίλιοι θάνατοι κι αιματηρές καθάρσεις,
θλίψης ποτάμια, θάλασσες, του πόνου η πηγή.

Θέληση που είναι προσταγή και μοίρα που δεσπόζει
σιδηρουργού που ακούραστα δουλεύει τη φωτιά,
μέταλλα, βράχους και βουνά τσακίζει και αρμόζει,
τέχνης αρχαίας ο κάτοχος σκληρής μες στη νυχτιά.

Από της Γης τα έγκατα θεριεύω κι ανεβαίνω,
στις φλόγες μέσα χαίρομαι, στις πυρκαγιές γελώ
κι οι άνεμοι με σπρώχνουνε και πάω και πηγαίνω,
σε ωκεανούς βυθίζομαι, σε χείμαρρους κυλώ.

Από τον κόσμο μάκρυνα και δρόμους άλλους πήρα
και μέσ’ από το βράχο μου έβγαλα τη φωτιά,
η Μοίρα θέλει τη Ζωή και η Ζωή τη Μοίρα,
κι εγώ είμαι θλίψη, δύναμη, λατρεία, μοναξιά.


***


Αρχαίες δυνάμεις των παθών, των πόθων Τιτανίδες,
το στήθος μου σας έδωσα, πατέρας σας και γιος σας,
θα σπείρω εγώ του Κένταυρου ταίρια, τις Λαπιθίδες,
βράχος φωτιάς η θλίψη μου, η οργή μου κεραυνός σας.

Άγριοι και ξένοι, αταίριαστοι οι λόγοι μου είν’ εμένα,
δυσνόητα τα πάθη μου, πρωτόγονον’ οι ρυθμοί μου,
γιος Σκύθη, μάνας Σκύθισσας αλλόκοτη μια γέννα
κι άλλ’ ειν’ εμένα η πηγή και άλλη η πνοή μου.

Στου πάθους τα χαλάσματα, στα θλιβερά συντρίμια,
μες στης ζωής της άχαρης που ζήτε τα ρημάδια,
εμένα μέσα μου ποθούν της Γης όλα τ’ αγρίμια,
εμένα με χαράσσουνε του πάθους τα σημάδια!


***


Εδώ κι αιώνες γύρευα τον εναγκαλισμό σου,
ερήμων ο γεννήτορας, πατέρας των σεισμών,
μα πουθενά και πάντοτε ξέν’ από τον δικό σου
πυράς χορό τα βήματα στις χώρες των θνητών.

Aγαπημένη Αθάνατη, στα δάση ανασαίνεις,
στους καταρράκτες λούζεσαι, με έρωτες μεθάς,
χέρι μου εσύ σπαθιά παλιά αρπάζεις και κραδαίνεις,
μοίρες αρχαίες προκαλείς κι αγγίζεις και ξυπνάς!


***


Διάβολους τώρα εγώ κρατώ, δαίμονες στ’ άρμα ζεύω,
πολεμιστής κυρίαρχος και θέλω τα φιλιά σου,
στα πάντα εγώ ξεχύνομαι, στο χρόνο σου θεριεύω
και τους αιώνες δέχομαι και φέρνω εγώ μπροστά σου!

Για σένα μεσ’ στο στήθος μου τον πόνο γιγαντώνω·
το έργο που αχνοφαίνεται, για σένα, είναι δικό σου·
ευλαβικά στα πόδια σου σκύβω και τ’ απιθώνω
κι είναι γεμάτο απ’ τον παλμό κι απ’ τον ανασασμό σου...







II SCHERZO. SERIOSO



Εδώ είναι αμόνι τραγικό και πάνω του σφυρί,
εδώ χτυπούν οι δαίμονες και καταριούνται οι μάγοι,
φίδια κυκλώνουν, δράκοντες ξεσχίζουν το κορμί,
σμίγει του πόνου η έρημος με κόλασης πελάγη.

Μέσα στο ηφαίστειο βαθιά που καίει σιωπηλό
ο φοβερός μεταλλευτής κι ο άγριος σφυρηλάτης
δένει το ατσάλι της οργης με τον χαλκό θυμό
- ζωή που σε λαβύρινθους χάνει τα βήματά της.

H λήθη εδώ δυνάστρια αιώνων και λαών,
η αμαρτία βασίλισσα και ενοχή και τύψη,
πόθων ημέρες πύρινες και νύχτες των παθών,
ο πόνος είναι προορισμός και πεπρωμένο η θλίψη.

Ξεσπούν αρρώστιες γύρω μας κι ανάβουν χαλασμοί,
ο ήρωας πέφτει ανήμπορος, τρέμει στα χέρια η σμίλη,
σκυφτή διαβαίνει η Μοίρα μας και μας περιφρονεί,
μα Κάποιος το αγκάλιασμα και το φιλί έχει στείλει.

Το μέταλλο είναι αμάλαγο, χορός είναι η φωτιά
κι ο σφυρηλάτης τρομερός στην άβυσσο των χρόνων,
- βυθίζεται – κι αδιάκοπα θεούς σφυροκοπά
κι ο βρηχυθμός του αντηχεί στις όχθες των αιώνων.







ΙΙI GRAVE. ENERGICO. ALLEGRO NON TROPO



O Δαίμονας. Λυκόφως. Ονείρου ο βυθός. Σιωπή.
Ζωές που γέρνουν και ξεχνούν· κάτι που θα πεθάνει.
Γκρεμοί· βάραθρα· άβυσσος. Μακάβρια συλλογή.
Αγάπη που αγγίζοντας για μια στιγμή, τη χάνει.

Λατρεία του υπέροχου. Στέπες. Παντού χειμώνες.
Στην έρημο ο Δαίμονας ανοίγει τα φτερά του·
δράκους γεμάτ’ οι ουρανοί κι οι θάλασσες γοργόνες.
Σκιές, νύχτας σαλέματα κι η ανάσα του θανάτου.

Ζωή. Τραγούδι βάρβαρο. Εξώκοσμοι σκοποί.
Πόθος για κάποια μάγισσα· κατάρα που τον δένει.
Σπηλιά. Βράχοι αμάλαγοι. Φωτιά η μυστική.
Θνητή που κάπως άγγιξε. Μούσα Θεά που κραίνει.

Κορφές. Κόκκινα σύννεφα. Θεοί. Θεές. Τιτάνες.
Ένα σκοτάδι· κάποι’ αυγή· μια μαγεμένη λύρα.
Μια ελεγεία προσευχή· διθύραμβοι· παιάνες.
Η δύναμη κι η θέληση κι η μουσική κι η μοίρα.

Ποτάμια χρόνων. Θάλασσες. Ωκεανοί που απλώνουν.
Λίμνες που κρύβουν μυστικά. Νεράιδες. Κι αγαπάνε.
Άτλαντες που στους ώμους τους τούς Άτλαντες σηκώνουν.
Του καταρράκτη τα νερά που αφρίζουνε και σπάνε.

Μαύρο του έναστρ’ ουρανού. Αναπνοές της μέρας.
Της νύχτας το απόλυτο· οι πόθοι και τα πάθη.
Γραφή στις πέτρες αίματος· και η φωτιά· κι ο αέρας.
Αινίγματα και μυστικά· και αμαρτίες και λάθη.

Μορφές· κορμιά· αγάλματα. Ασάλευτα. Σαλεύουν.
Ύπνοι και σκέψεις κι όνειρα. Μύθοι σκληροί και θρύλοι.
Και εφιάλτες, ψίθυροι, κραυγές, φωνές, χορεύουν.
Βράχος ο πόνος άσπαστος. Μια πένα που ’ναι σμίλη.

Ουρλιάσματα, βουνά, γκρεμοί. Ηφαίστεια. Πλημμύρες.
Σεισμοί. Κύματα. Ήπειροι. Αθάνατοι τυφώνες.
Θύελλες μαύρες. Κεραυνοί. Οι Μούσες και οι Μοίρες.
Οι καταιγίδες· οι αστραπές. Οι χρόνοι κι οι αιώνες.

Το αίμα. Η λάβα. Η ψυχή. Η φλέβα. Ο παλμός της.
Ο έρωτας και το φιλί. Η αγάπη και το χάδι.
Η πόρνη. Η μάγισσα. Η νυχτιά. Ο αναστεναγμός της.
Το τέλος. Όλ’ οι θάνατοι. Το αόρατο σημάδι.

Το δάσος. Σύννεφα. Καπνοί. Ομίχλη. Η σελήνη.
Αρχαίοι βωμοί. Ιέρειες. Δρυίδες των θαυμάτων.
Θυσίες. Λατρείες. Οιωνοί. Λύκος νερό που πίνει.
Πάθη του ερέβους των κορμιών. Λήθη νεκρών σωμάτων.

Λειμώνες των αθάνατων. Δαρμός. Η τρικυμία.
Μέταλλα και πετρώματα. Μεταλλουργός και γλύπτης.
Των κολασμένων οι γκρεμοί. Ο Μύθος. Ιστορία.
Γραφές μιας γλώσσας άγνωστης· του τάφου και της κρύπτης.

Το φύλλο και το πέταλο. Το μαύρο αυτό λουλούδι.
Το θρόισμα. Ο ψίθυρος. Η λάμψη μυστηρίων.
Το ρόδο. Χρώμ’ απέραντο. Το χάδι και το χνούδι.
Το σώμα της. Το σώμα της. Κι η τέχνη των ορίων.

Το ματωμένο τους φιλί. Πικρό, κλεμμένο χάδι.
Η μνήμη. Το απόλυτο. Ο στόχασμός. Η θλίψη.
Ο σκοτεινός ανασασμός. Το αόρατο σκοτάδι.
Όψη σκληρή. Η θέληση· θεά που εδώ θα σκύψει.

Χορός. Πυρρίχια βήματα. Ο καλπασμός Κενταύρου.
Προορισμός. Απόσταση. Διαστήματα και χρόνοι.
Η οπλή και το ρουθούνισμα. Το μούγκρισμα του ταύρου.
Η ζάλη και ο ίλιγγος. Μέθη που δεν τελειώνει.

Ρωγμή. Η πτώση. Λύγισμα. Η Γη που τον φωνάζει.
Τα σπλάχνα. Το αγκάλιασμα. Τα φλογισμένα μάκρη.
Ο ύπνος. Χίλια όνειρα. Το χώμα που δοξάζει.
Ο κόρφος που’ ναι θάνατος. Η φλόγα απ’ άκρη σ’ άκρη.

Μονόλιθος. Ο Δαίμονας. Ανατολή και Δύση.
Ναοί. Λατρεί’ αρχέγονη. Σκοτάδι και αστρόφως.
Το Λυκαυγές. Το άγνωστο. Ο κύκλος που θα κλείσει.
Ο Λύκος ο ανέσπερος και πάντα το Λυκόφως.

Αγαπημένη Αθάνατη. Δική του και μακριά του.
Ο πόνος. Λυγμός ήρωα. Ο στοχασμός. Η θλίψη.
Η έρημος. Λύκος. Ο σκορπιός. Το αίμα. Η σκιά του.
Το βράδυ. Η θέρμη. Η σιωπή. Ο Άγγελος. Η τύψη.

Μόνος. Ο Λύκος. Δαίμονας. Η Γη του κι η σκιά του.
Δύναμη αδάμαστη. Ορμή. Λίθινος θλίψης θρόνος.
Ο βρηχυθμός. Το αίμα του. Η ανάσα. Τα φτερά του.
Το πέταγμα. Οι ουρανοί. Γκρεμοί, άβυσσος. Μόνος.








IV ADAGIO. ESPRESSIVO



Toυ λόγου εσύ βασίλισσα και της ψυχής μου γλώσσα,
Σιωπή, σεμνή ιέρεια και των παθών μου πλάστρα,
πόσα κοιμούνται μέσα σου κι αργοσαλεύουν πόσα,
βαθιά σου ζουν οι ωκεανοί κι ανάβουν όλα τ’ άστρα!

Σμίλεψα βράχους μέσα σου και μέταλλα έχω λιώσει,
της Γης όλα τα θαύματα με αθάνατες φωτιές,
του σφυρηλάτη την ψυχή κατάκτησα με όση
ζωή στο στήθος μου έκλεισα, μ’ όσες τραχιές πνοές.

Μες στη σιωπή κυρίαρχος μορφών και καταιγίδων,
ζωών σκληρών ο δαμαστής, της Γης ο βρηχυθμός,
ο ματωμένος Κένταυρος αγάπες Λαπιθίδων
θέλησα και στην άβυσσο με πήγε ο καλπασμός.

Μες στη σιωπή σ’ αγάπησα, ω μυστικό του κόσμου,
μού ’δωσε κάτι η Μοίρα μου και είπα, «δε μου αρκεί»,
στη δύση γέρνω πρόωρα, αργά σβήνει ο παλμός μου
κι είναι σπασμός το πνεύμα μου, το σώμα μου πληγή.

Ο βρηχυθμός μου απόμακρος – αρχίζει και τελειώνει –,
κύμα του ήχου χάνεσαι στις όχθες της σιγής,
Σιωπή, τα πάντα κυβερνάς, λιώνουν βαθιά σου οι χρόνοι,
του λόγου πρωθιέρεια και γλώσσα της ψυχής.


Του πόνου ο βράχος άσπαστος· συνθλίβεται η σμίλη,
σπάνε της λύρας οι χορδές, ραγίζει το σπαθί,
σώμα νεκρό δεν το φιλούν τ’ αγαπημένα χείλη,
εδώ τελειώνει ο καλπασμός και είμαι πια σιωπή.

Και είμ’ εγώ που χάνομαι κι εγώ είμαι που σβήνω,
δάφνες που δε σας έδρεψα, αγάπες που δε βρήκα,
ω κόσμοι που σας λάτρεψα και τώρα σας αφήνω,
θύελλες που αγκάλιασα, σε σας, κολάσεις, μπήκα!

Σιωπή των τάφων, έρημος Θεών και μυστηριών,
το δάσος στο λυκόφωτο της μοίρας που κρατώ
ίσκιος σαλεύει απέραντος – η ώρα των ορίων –
ήρθε το τέλος έρχεται και γονατίζω εδώ.

Στου βράχου απόψε την καρδιά το ξίφος μου βυθίζω,
ιερείς δεν είναι γύρω μου, το ξίφος μου σταυρός,
τον τάφο με τα χέρια μου στο βράχο μου σκαλίζω
κι οι σπίθες απ’ τη σμίλη μου το τελευταίο φως...

- Μα μέσα στη σκληρή σιωπή των όλων ήρθ’ Εκείνη
και σταθερό το χέρι της στην πέτρα του ακουμπά,
ρόδα του πάθους μέσα της κι αγάπης σμίγαν κρίνοι,
και στη μορφή του βράχου του αφήνει τη ματιά.

- Η ελεύθερη ήρθε στη σιωπή κι η πολυαγαπημένη,
του έρωτα η βασίλισα, της μοίρας η πιστή,
λιοντάρι, νύμφη, λύκαινα και στη φωτιά η πλασμένη
λόγια σεμνά για το χαμό του Κένταυρου να πει:

«Σιγά, σιγά ακουμπήστε τον στην κρύα ασπίδα επάνω,
ελάτε οι κόρες γύρω του και λύστε τα μαλλιά,
φωτιά ανάψτε οι ήρωες, στεφάνια θα του κάνω
κι όσα του αρνήθηκε η ζωή θα δώσω εγώ φιλιά».




© Θεοδόσης Βολκώφ

Πέμπτη, Αυγούστου 17, 2006

ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ



Φίλε μου Φίλε μου
βλέπω στα μάτια σου την έχθρα που ανάβει
λόγια πικρά κι εσύ απόμερα ετοιμάζεις
καρφιά σ' έναν αόρατο σταυρό·
εχθρούς
εχθρούς μού κέρδισαν οι στίχοι
λόγια ερπετά
οι περήφανοι ρυθμοί.

Ποίηση που μου αύξησες τη φτώχεια
που μου πολλαπλασίασες τη μοναξιά
να 'ξερες πόσο φως μού έχεις κοστίσει
αφού στο μαύρο μόνο
καταδέχεσαι να ανθείς.



© Θεοδόσης Βολκώφ

Τετάρτη, Αυγούστου 16, 2006

ΡΕΚΒΙΕΜ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΕΡΙΝΑ
(απόσπασμα πέμπτο)



Πόνε μου εσύ, δεν έσπασες κι ας ράγισες,
ακέραιο και σκληρό σ' όλα σε κράτησα·
με την πυρή ματιά σου κοίταξες και σφράγισες
τον κόσμο και μαζί σου εδώ επικράτησα.

Απ' το κορμί μου φαίνεται πως πλάστηκες
και με τον έρωτά μου αυτόν που σε ανέθρεψα
να είσαι αυτός που είσαι δεν κουράστηκες
κι εγώ στην πρώτη μου πηγή με σένα επέστρεψα.



© Θεοδόσης Βολκώφ

Παρασκευή, Αυγούστου 11, 2006

EΝΑ ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ ΛΙΒΑΝΟΥ
ΧΑΛΙΛ ΓΚΙΜΠΡΑΝ


Θέλω να δώσω τον λόγο σε ένα από τα παιδιά τού σκληρά δοκιμαζόμενου Λιβάνου, τον Χαλίλ Γκιμπράν (1883 – 1931). Παραθέτω λοιπόν αποσπάσματα από ένα κείμενό του, το οποίο υπάρχει στο βιβλίο «Θησαυρός Σοφίας του Χαλίλ Γκιμπράν» των εκδόσεων Ορφανίδη. Την επιλογή των κειμένων στην εν λόγω έκδοση την έχει κάνει ο Ε. Γραμμένος, τη γλωσσική επιμέλεια ο Φώντας Κονδύλης και η μετάφραση έχει γίνει από ομάδα συνεργατών του εκδοτικού οίκου. Δεν γνωρίζω αν το βιβλίο κυκλοφορεί σήμερα, κάθως το βρήκα σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο. Αν πάντως πέσει στα χέρια σας, αξίζει να το μελετήσετε…


Ο ΔΙΚΟΣ ΣΑΣ ΛΙΒΑΝΟΣ ΚΑΙ Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ


Eσείς έχετε το δικό σας Λίβανο κι εγώ το δικό μου.
Ο δικός σας είναι ο πολιτικός Λίβανος και τα προβλήματά του.
Ο δικός μου είναι ο φυσικός Λίβανος μ’ όλη του την ομορφιά.
Εσείς έχετε το δικό σας Λίβανο με τα προγράμματα και τις συγκρούσεις.
Εγώ έχω το δικό μου με τα όνειρά του και τις ελπίδες του.
Ας είστε ικανοποιημένοι με το δικό σας Λίβανο, όπως εγώ είμαι ευχαριστημένος με τον ελεύθερο Λίβανο του οραματισμού μου.
Ο δικός σας Λίβανος είναι ένας περίπλοκος πολιτικός κόμβος που προσπαθεί να λύσει ο χρόνος.
Ο δικός μου ο Λίβανος είναι μια αλυσίδα από λόφους και βουνά που υψώνονται γεμάτα ευλάβεια και μεγαλοπρέπεια προς τους γαλάζιους ουρανούς.
Ο δικός σας Λίβανος είναι ένα διεθνές πρόβλημα που δεν έχει βρει ακόμα τη λύση του.
Ο δικός μου ο Λίβανος είναι ήρεμα, μαγεμένα λιβάδια γεμάτα αντίλαλους απ’ τις καμπάνες των εκκλησιών και τους ψιθύρους των ρυακιών.
Ο δικός σας Λίβανος είναι μια πάλη ανάμεσα σ’ έναν αντίπαλο από τα δυτικά και σ’ έναν αντίπαλο από τα νότια.
Ο δικός μου ο Λίβανος είναι μια φτερωτή προσευχή που φτερουγίζει το πρωί όταν οι τσοπάνηδες βγάζουν τα κοπάδια τους στη βοσκή και ξανά το σούρουπο όταν οι χωριάτες γυρίζουν από τα χωράφια και τ’ αμπέλια τους.
Ο δικός σας Λίβανος είναι μια απογραφή αναρίθμητων κεφαλών.
Ο δικός μου είναι ένα γαλήνιο βουνό που στέκει ανάμεσα στη θάλασσα και στις πεδιάδες, σαν ένας ποιητής ανάμεσα στη μια αιωνιότητα και την άλλη… …

.. Ο δικός σας Λίβανος είναι ένα παιχνίδι σκακιού ανάμεσα σ’ ένα επίσκοπο κι ένα στρατηγό.
Ο δικός μου ο Λίβανος είν’ ένας ναός όπου η ψυχή μου βρίσκει καταφύγιο όταν κουράζεται απ’ αυτόν τον πολιτισμό που τρέχει με εκκωφαντικούς τροχούς.
Ο δικός σας Λίβανος είναι δύο άνθρωποι – ο ένας που πληρώνει φόρους κι ο άλλος που τους μαζεύει.
Ο δικός μου ο Λίβανος είν’ εκείνος που γέρνει το κεφάλι του πάνω στο μπράτσο του στον ίσκιο των ιερών κέδρων, ξεχνώντας τα πάντα εκτός από το Θεό και το φως του ήλιου.
Ο δικός σας Λίβανος είναι λιμάνια, ταχυδρομεία, εμπόριο.
Ο δικός μου είναι μια αγνή σκέψη και μια φλογερή στοργή, μια θεία λέξη που ψιθυρίζει η γη στο αυτί του απείρου.
Ο δικός σας Λίβανος είναι διορισμένοι, υπάλληλοι, διευθυντές.
Ο δικός μου ο Λίβανος είναι το μεγάλωμα της νιότης, η απόφαση της ωριμότητας, η σοφία των γηρατειών… …

.. Ο δικός σας Λίβανος είναι νόμοι, κανονισμοί, ντοκουμέντα και διπλωματικά έγγραφα.
Ο δικός μου βρίσκεται σ’ επαφή με τα μυστικά της ζωής που τα ξέρει χωρίς συνειδητή γνώση· ο δικός μου ο Λίβανος είναι μια λαχτάρα που φτάνει με τα ευαίσθητα ακροδάχτυλά της στην πιο απόμακρη άκρη του αόρατου και το πιστεύει για όνειρο.
Ο δικός σας Λίβανος είναι ένας συνοφρυωμένος γέρος που χαϊδεύει τη γενειάδα του και σκέφτεται μόνο τον εαυτό του.
Ο δικός μου ο Λίβανος είν’ ένας νέος σαν πύργος στητός, γελαστός σαν την αυγή και σκέφτεται για τους άλλους όσο σκέφτεται και για τον εαυτό του… …

.. Πραγματικά, σας λέω πως το μικρό λιόδεντρο που φυτεύει ο χωρικός στους πρόποδες του βουνού στο Λίβανο θα ξεπεράσει σε διάρκεια τις δικές σας πράξεις κι επιτυχίες. Και το ξύλινο αλέτρι που τραβούν δύο βόδια πάνω στα χωράφια του Λιβάνου ξεπερνάει σε αξία τις ελπίδες και τις φιλοδοξίες σας.
Σας λέω, και η συνείδηση του σύμπαντος ας είναι μάρτυράς μου, πως το τραγούδι εκείνου που μαζεύει χόρτα στις πλαγιές του βουνού αξίζει περισσότερο από τις φλυαρίες των επίσημων αντρών σας… …

Eσείς έχετε το δικό σας Λίβανο κι εγώ το δικό μου… …

Τετάρτη, Αυγούστου 09, 2006

Ο ΓΙΓΑΝΤΑΣ




Γεννήθηκα ένας γίγαντας
από της Γης τα σπλάχνα,
με το κορμί χωμάτινο
φτιαγμένος με πηλό
και πάνω μου δροσιά έφερνε
της μάνας μου η άχνα,
πλασμένος με την έρημο
ζητούσα το νερό.
Και γύριζα τα πέρατα
του κόσμου και τις χώρες,
Αγάπη πάντα ψάχνοντας
και μάχες μυστικές
και μ’ έδειραν οι ανεμικές
και με τσακίσαν μπόρες
και το κορμί μου έσπασαν
και γέμισαν ρωγμές.
Στην έρημ’ ολομόναχος
ξεδίψαγα στο Νείλο
και τα κομμάτια μάζευα
θνητός στοχαστικός
κι είπα, «δε θέλω τον πηλό»
και μ’ έπλασ’ από ξύλο
κι είπα, «παλιές ανεμικές
δεν είμαι πια τρωτός».
Κι ήρθαν καινούργιες
θύελλες κι ορμήσαν νέες μπόρες,
δεν έκλεινε η Μοίρα μου
και γύριζε τ’ αδράχτι,
πολέμους γνώρισα φωτιάς,
των κεραυνών τις κόρες
και το κορμί μου απόμεινε
και κάρβουνο και στάχτη.
Κι εκεί πάλι σηκώθηκα
βαρύς από τη Γη μου
και μ’ έσπρωχνε ξανά μια ορμή,
ζωή αλυσοδέτρα,
να βρω μια ύλη άφθαρτη
από το χαλαστή μου
κι έψαξα μές στα βάθη μου
και μ’ έκαν’ από πέτρα.
Και τότε ήρθαν και μ’ αγγιξαν
μάγισσες κάποιες κόρες,
μητέρες τους τα τέρατα,
πατέρες οι σεισμοί,
βαθιές θάλασσες μέσα μου
πνίγαν στεριές και χώρες
και πια χαλίκια ο βράχος μου
και να, ξανά η ρωγμή!
Κι είπα, «τωρ’ από σίδερο
θα φτιάξω τον εαυτό μου,
δε θα ’χω πια καμιά ρωγμή
και στάχτη και καπνιά,
η Μάχη είναι η δόξα μου
κι η Αγάπη τ’ όνειρό μου»,
με βρήκε όμως το λύγισμα,
το λιώσιμο, η σκουριά.
Καινούργιες πάντ’ ανεμικές,
πάντα καινούργιες μπόρες,
δαιμόνισσες σαν να ’λεγαν
μ’ ανθρώπινες φωνές,
«ίδιες για σένα της ζωής
και του θανάτου οι ώρες,
γιατί κι εσύ δυνάμωσες
κι εμείς πιο δυνατές».
Κι ήρθε από μέσα η Μοίρα μου,
που απ’ την αρχή καλούσα,
από τα χρόνια τα παλιά,
τα χρόνια του πηλού,
κι είπε σ’ εμένα – μαχητής
που ζούσα κι αγαπούσα –
τους νόμους και τις προσταγές
της Γης και τ’ Ουρανού:
«Γιατ’ είσαι συ ο αδάμαστος
κι αν γίνεις από ατσάλι
κι απ’ όποιο μέταλλο άγνωστο,
σκληρό, γυαλιστερό,
μες στις φωτιές, στους χαλασμούς
θα σε βυθίσω πάλι,
δεν εχ’ η Αγάπη νικητές
κι η Μάχη τελειωμό»!



© Θεοδόσης Βολκώφ

Σάββατο, Αυγούστου 05, 2006

ΔΑΒΙΔ (απόσπασμα 2ο)




Στη γλώσσα του λαού μου
το όνομά μου σημαίνει
Αυτός Που Τον Αγαπούν·
στη γλώσσα της ψυχής μου
τη φτιαγμένη από αίμα και φωτιά
σε κάθε της γράμμα και φθόγγο
μέρα με την ημέρα
πληγή μετά την πληγή
άλλαξα το νόημα
το ξαναγέννησα καινούργιο
πιο δυνατό
και για μένα πιο άξιο
Δαβίδ τώρα σημαίνει
Αυτός Που Αγαπά.




© Θεοδόσης Βολκώφ