Τετάρτη, Αυγούστου 09, 2006

Ο ΓΙΓΑΝΤΑΣ




Γεννήθηκα ένας γίγαντας
από της Γης τα σπλάχνα,
με το κορμί χωμάτινο
φτιαγμένος με πηλό
και πάνω μου δροσιά έφερνε
της μάνας μου η άχνα,
πλασμένος με την έρημο
ζητούσα το νερό.
Και γύριζα τα πέρατα
του κόσμου και τις χώρες,
Αγάπη πάντα ψάχνοντας
και μάχες μυστικές
και μ’ έδειραν οι ανεμικές
και με τσακίσαν μπόρες
και το κορμί μου έσπασαν
και γέμισαν ρωγμές.
Στην έρημ’ ολομόναχος
ξεδίψαγα στο Νείλο
και τα κομμάτια μάζευα
θνητός στοχαστικός
κι είπα, «δε θέλω τον πηλό»
και μ’ έπλασ’ από ξύλο
κι είπα, «παλιές ανεμικές
δεν είμαι πια τρωτός».
Κι ήρθαν καινούργιες
θύελλες κι ορμήσαν νέες μπόρες,
δεν έκλεινε η Μοίρα μου
και γύριζε τ’ αδράχτι,
πολέμους γνώρισα φωτιάς,
των κεραυνών τις κόρες
και το κορμί μου απόμεινε
και κάρβουνο και στάχτη.
Κι εκεί πάλι σηκώθηκα
βαρύς από τη Γη μου
και μ’ έσπρωχνε ξανά μια ορμή,
ζωή αλυσοδέτρα,
να βρω μια ύλη άφθαρτη
από το χαλαστή μου
κι έψαξα μές στα βάθη μου
και μ’ έκαν’ από πέτρα.
Και τότε ήρθαν και μ’ αγγιξαν
μάγισσες κάποιες κόρες,
μητέρες τους τα τέρατα,
πατέρες οι σεισμοί,
βαθιές θάλασσες μέσα μου
πνίγαν στεριές και χώρες
και πια χαλίκια ο βράχος μου
και να, ξανά η ρωγμή!
Κι είπα, «τωρ’ από σίδερο
θα φτιάξω τον εαυτό μου,
δε θα ’χω πια καμιά ρωγμή
και στάχτη και καπνιά,
η Μάχη είναι η δόξα μου
κι η Αγάπη τ’ όνειρό μου»,
με βρήκε όμως το λύγισμα,
το λιώσιμο, η σκουριά.
Καινούργιες πάντ’ ανεμικές,
πάντα καινούργιες μπόρες,
δαιμόνισσες σαν να ’λεγαν
μ’ ανθρώπινες φωνές,
«ίδιες για σένα της ζωής
και του θανάτου οι ώρες,
γιατί κι εσύ δυνάμωσες
κι εμείς πιο δυνατές».
Κι ήρθε από μέσα η Μοίρα μου,
που απ’ την αρχή καλούσα,
από τα χρόνια τα παλιά,
τα χρόνια του πηλού,
κι είπε σ’ εμένα – μαχητής
που ζούσα κι αγαπούσα –
τους νόμους και τις προσταγές
της Γης και τ’ Ουρανού:
«Γιατ’ είσαι συ ο αδάμαστος
κι αν γίνεις από ατσάλι
κι απ’ όποιο μέταλλο άγνωστο,
σκληρό, γυαλιστερό,
μες στις φωτιές, στους χαλασμούς
θα σε βυθίσω πάλι,
δεν εχ’ η Αγάπη νικητές
κι η Μάχη τελειωμό»!



© Θεοδόσης Βολκώφ