Πέμπτη, Δεκεμβρίου 29, 2011

Ο ΠΑΝ

















 Ο ΠΑΝ

Γέρνω ριζώνω μες στη Γης
νοώ τις γλώσσες της σιγής
σάρκα και σώμα και κορμί
θλίψη και πένθος και οιμωγή

πνεύμα και ιδέα και φτερά
πίστη και ελπίδα και χαρά
ο αυλός η σκέψη η μουσική
ξυήλη το όπλον το σπαθί

το αίνιγμα το μυστικό
το κτήνος το ερωτικό
ο Παν πυκνώνει τη στιγμή

και τραγουδά το Θείο Τραγί
ω πώς συμπλέκονται τα δυο
το αρσενικό το θηλυκό.

© Θεοδόσης Βολκώφ

Δευτέρα, Νοεμβρίου 14, 2011

ΓΙΟΥΒΕΝΑΛΗΣ V



ΓΙΟΥΒΕΝΑΛΗΣ V

Ελευθερία είσαι μια σκύλα και θες ταύρους
να σε βατεύουνε ακούραστα όλη νύχτα
- πυρούς απ’ το αίμα κι απ’ τη μάχη μαύρους –
σκληρά και συνεχώς. Λοιπόν, αλύχτα
και ούρλιαζε, λυσσάρα μαύρη σκύλα,
ν’ ακούσουν κι άλλοι και όλοι τη φωνή σου
κι όπως σε γνώρισα εγώ στους πάντες μίλα
τα λόγια τα τραχιά της ηδονής σου.

Δεν αγαπάς παρά μονάχα τους βαρβάτους·
αυτούς ζητάς βαθειά μες στις λαγόνες,
μπήγεις τα νύχια σου στις πλάτες, στα μεριά τους
και να φουσκώνουν κάνεις όλους τους μυώνες.
Ηθικολόγους, φιλολόγους, λεπτολόγους
περιφρονείς και διώχνεις και χλευάζεις.
Ζητάς κορμιά. Του επιβήτορα τους μόγους
όλο απαιτείς και το καβάλημα προστάζεις.

Στον λαγγεμένο ύπνο σου τις πράξεις
του Έρωτα ονειρεύεσαι, και μόνο.
Αιματοπότισσα, φωτιά θα μας βυζάξεις
για να λυτρώσεις το αλύτρωτο – τον Χρόνο.
Γυναίκα πολυάνωρ, λιμασμένη,
θέλεις ανάριθμους τους άντρες για τη γέννα,
όλους μαζί, και τον καθένα να πεθαίνει
για τα παιδιά σου – κι ας μην δουν ποτέ κανένα.

Δείξε ξανά την τρομερή σου πύρινη όψη,
το από θάνατο όμορφο γυμνό κορμί σου,
γυναίκα μακελάρισσα που η κόψη
σπαθιών, και μόνο, ευφραίνει άγρια την ψυχή σου.
Θανατερή στην ομορφιά σου ανταύγεια
φλέγει κορμιά στον ίμερο – αμόνι
αόρατο που κάνει σκύμνους τα κουτάβια
και που τον σκύμνο ώς τον λέοντα ανυψώνει.

Οι κάλπηδες στο στόμα τους σε πιάνουν·
λιμοκοντόροι και γλυκόλογα· όλα ψέμα.
Να σε πλαγιάσουν θέλεις κι ας πεθάνουν.
Το σπέρμα που ζητάς είναι το αίμα.
Ελευθερία, οργισμένη μας αφέντρα,
ταύρους και τράγους στο άρμα σου μας ζεύεις,
μπροστά μάς σπρώχνει της Ανάγκης σου η βουκέντρα
κι ενόσω ρεύουμε και πέφτουμε θεριεύεις.

Ελευθερία, σαρκοβόρα κι αιμοβόρα
θάλασσα που τα πόδια για ν’ ανοίξεις
ένα και μόνον απαιτείς τη μόρσιμη ώρα –
να γκαστρωθείς· να γκαστρωθείς – και να μας πνίξεις.
Διψάς τον Θάνατο, Ζωή για να γεννήσεις.
Πεινάς τον Πόλεμο, γιατί πεινάς Ειρήνη.
Είσαι Αυτή. Λοιπόν, ας μας βροχθίσεις.
Ανάξιος είναι ο Κόσμος να σε κρίνει.


© Θεοδόσης Βολκώφ

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 23, 2011

ΣΑΠΦΩ ΙΙ


ΣΑΠΦΩ ΙΙ


Ας δώσουμε ό,τι οφείλουμε στον Έρωτα.
Αφού τις μέρες θυσιάζουμε στον Άρη,
από της νύχτας τ’ ακριβά και τ’ αφανέρωτα
δεν θα ευδοκήσουμε το ελάχιστο να πάρει.
Ξάγρυπνες κάθε νύχτα. Ας φυλάξουμε·
στο πάναγνο, πανίερο νυχτέρι
όλες τις πράξεις τού Έρωτα ας πράξουμε
κι ας σκοτωθούμε με της σάρκας το μαχαίρι.

Ό,τι δεν είναι Έρωτας ο θάνατος
και είναι και το έχει και στη χλεύη
του σκουληκιού το παραδίδει· αθάνατος
ο Λόγος μου στο Σώμα που πιστεύει.
Να ‘ξερες, αχ, το πώς, το πόσο θέρομαι
και μόνο απ’ της δερμίδας σου την άψη.
Τους παγερούς και αδιάφορους εχθαίρομαι.
Μύριες φορές η όψη σου ας με κάψει.

Ήριννα, της αγάπης μου αλλώνυμη,
έλα σε μένα κι άσε πια την ηλακάτη·
μη φεύγεις πάντα, μη μ’ αφήνεις μόνη, μη,
χορδή της Λύρας μου και πρώτη και υπάτη.
Ανάξιά σου πάντα τ’ άλλα γνέματα·
σάρκινο πλέκουνε τα σώματα υφάδι·
λούσου μες στης αγάπης μου τα αίματα –
μια μουσική με το φιλί και με το χάδι.

Οι κνήμες, οι μηροί, τα μετατάρσια,
οι πλάτες, η γαστέρα, το κεφάλι,
όλα σου τα οριζόντια και τα εγκάρσια
πλασμένα για της Κύπριδος την πάλη.
Τα μέλη σου, τα στήθη σου τ’ ανάγλυφα
πόσες φορές δεν μ’ έχουν θανατώσει,
κάθε που τα φιλούσα και που τα ‘γλειφα
πίνοντας την πικρή τής σάρκας γνώση.

Γδύσου λοιπόν. Θανάσιμη γυμνότητα,
σε σένα όλες τις λέξεις θυσιάζω,
γλυκιά μου καμπυλόσχημη αγριότητα,
να τραγουδώ με κάνεις και να ουρλιάζω.
Το σώμα σου που ολόγυμνο μού δίνεται
πώς τη γδυτή ψυχή μου μεγαλώνει
και πώς η Γλώσσα απ’ τα φιλιά σου λύνεται
κι η Λέξη της τη σάρκα αποθεώνει.

Τα σώματα, τα σώματα, τα σώματα·
άκρατος οίνος για το υπέρτατο μεθύσι
της σάρκας οι χυμοί και τα αρώματα.
Η φλόγα που με ανάβει θα με σβήσει.
Τα δυο κορμιά που ως ένα περιπλέκονται,
δεμένα, τις ψυχές ελευθερώνουν·
στους λεύτερους τα πάντα επιτρέπονται,
οι ελεύθεροι τα πάντα δικαιώνουν.

Της πράξης την υπέροχη ωμότητα,
γυμνή κι εγώ, με άλλη ψυχή την ντύνω·
σε σμίγω με του ζώου την αγνότητα
ταιριάζοντας το Ρόδο με τον Κρίνο.
Τα σώματά μας δες πώς σοφιλιάζουνε
σοφά τα δυο μαζί περιπλεγμένα
κι άκου πώς ψιθυρίζουν και φωνάζουνε
και πώς γεννούν το ένα τ’ άλλο δίχως γέννα.

Να σε ξαπλώνω πίστομη και ανάσκελη,
στα τέσσερα ξανά, ξανά ριγμένη,
ανάστροφη και πλάγια και διάσκελη,
παντού με τρόπους χίλιους φιλημένη.
Η σάρκα είναι του Λόγου η αποθέωση,
τα χώματα του Θείου τ’ αντιστύλια·
η σύμμειξη και φόνος κι εξιλέωση·
τα πάνω πώς φιλούν τα κάτω χείλια…

Όταν δεν σ’ έχω πλάι μου και αγγίζομαι
εσένα πάλι επάνω μου αγγίζω,
σε σένα πάλι αργά-αργά βυθίζομαι
τα δάχτυλα βαθειά μου όταν βυθίζω.
Ξένη του κόσμου αγάπη κι ασυνήθιστη
στα σπλάχνα μου ριζώνει και με ορίζει·
στους κυκεώνες των καιρών αβύθιστη
ψυχή και πήρα το κορμί σου μετερίζι.

Εγώ που όλα τ’ απίστευτα τα πίστεψα
και που τ’ αβίωτα τού κόσμου τα έχω ζήσει
στον Έρωτα και μόνον μέσα αλήθεψα
και εφταπάρθενη σού δόθηκα ως Φύση.
Και τι να καταλάβει ο κόσμος, Ήριννα,
από το τρυφερό, σκληρό μας φύλο·
κόσμος ψυχρός – μα εντός μου λόγια πύρινα·
λένε της Λέσβος την αγάπη για την Τήλο.

Κι ωστόσο διωκόμαστε απ’ τον Όλεθρο·
κι αφού κάθε στιγμή παραμονεύει,
θα ορκίζομαι με πείσμα στο Ανώλεθρο
κι η Λέξη μου τους τάφους θα φονεύει.
Τα δυο περιπλεγμένα μας τα σώματα,
όσο κι αν φλέγονται και ό,τι κι αν τα φλέγει,
έχουν τ’ ομοιοτέλευτο στα χώματα.
Μα η Ποίησή μου στον Αιώνα θα σε λέγει.


© Θεοδόσης Βολκώφ

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 19, 2011

ΓΙΟΥΒΕΝΑΛΗΣ ΙV




ΓΙΟΥΒΕΝΑΛΗΣ ΙV


Mόνη πιστή ερωμένη μου, Οργή,
της κάθε νύχτας σκοτεινή Kυρά μου,
κάθε ίνα του κορμιού μου σε καλεί,
τη μήτρα σου γυρεύουν τα παιδιά μου.
Σάρκα που ιδέα σε είπανε, Εσύ
πηγή στερνή και πρώτη του Έρωτά μου,
να σε κοιμάμαι θέλω, τρομερή
πίστη κι ελπίδα· θλίψη και χαρά μου.

Μόνη πιστή ερωμένη μου, Οργή,
την ομορφιά σου πια ποιος διακρίνει·
τώρα που αδειάζει κι όλο αδειάζει η Γη
τη γύμνια μου η σάρκα σου θα ντύνει.
Σε σένα μόνον δέεται η Ψυχή,
μεστώνει αργά και με το ξίφος λύνει
τα αινίγματα που θέτει η Εποχή·
τη βλέπει, τη ζυγίζει και την κρίνει.

Μόνη πιστή ερωμένη μου, Οργή,
διώξε από πάνω μου όλες τις καμπύλες
και σκλήρυνέ με, κάνε με τραχύ,
να με μισούν οι σκύλοι και οι σκύλες
που μόνο τρων και καβαλιούνται, Οργή·
και λεγεώνες κάνε με και ίλες·
τον έναν πλήθυνέ τον πάλι, Εσύ,
και στήσε τον κριό μπροστά στις Πύλες.

Μόνη πιστή ερωμένη μου, Οργή,
στα πόδια σου τον βίο μου αποθέτω·
το σώμα προσφορά και προσευχή
η Γλώσσα που, Οργή, σού καταθέτω.
Είσαι η Ανάγκη. Κάλπασε γοργή.
Έσο η Φωνή. Το στόμα μου απελθέτω…
Και υποψάλλω – Οργή, Οργή, Οργή –
Οργή – η Βασιλεία σου ελθέτω.


© Θεοδόσης Βολκώφ

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 03, 2011

ΓΙΟΥΒΕΝΑΛΗΣ VIII - Totentanz






ΓΙΟΥΒΕΝΑΛΗΣ VIII
Τotentanz


«Aς τραγουδήσουμε όλοι με ελαφρά φωνή
τη χαρούμενη επωδό… Dies Irae…»
Hector Berlioz


Σπορά κακή, παιδιά, σπορά των στείρων,
σφαγείς και πόρνες μέλλοντος αιώνος,
ακρίδες, λοιμική των πέντε ηπείρων
κι όπου ζωή και όποια κι όπου χρόνος,
άχθος του κόσμου, τέκνα της μωρίας,
κατέναντί σας προφητεύω μόνος·

παιδιά προπάτορες της κτηνωδίας
που πριν να γίνετε ήδη τη γεννάτε,
φρίκη φρικτότερη της Ιστορίας,
έγκλημα που απ’ το έγκλημα βαστάτε·
έντερα τέρατα, αχαμνά θηρία,
πείνα κακή συνέχεια που πεινάτε·

φαλλοί ορθοί και χάσκοντα αιδοία,
σε μία λέξη μόνον εξαντλείστε
– λαγνεία και λαγνεία και λαγνεία –
παιδιά που, αλίμονο, παιδιά δεν είστε.
Τρεις τρύπες όλες κι όλες σάς ορίζουν·
είστε αυτό· αυτό, κι ας το αρνείστε.

Εμέσματα από σάρκα – που σαπίζουν –,
η καταβόθρα να κι ο καταπιώνας,
αρσενικές και θηλυκοί που ερίζουν
για κάτι κόπρανα – ιδού ο αιώνας·
για κάτι κόπρανα – ιδού ο βίος,
απέραντος κι ατέλειωτος κοπρώνας.

Το αχρείο, η αχρεία, ο αχρείος·
όλοι· παιδί και μάνα και πατέρας·
τι κόσμος τακτικός, λαμπρός και λείος,
καλός και αγαθός στο φως της μέρας·
μα πώς αλλάζουν όλα στο σκοτάδι
και πώς μιλά το ανθρωποφάγο τέρας·

αλληλοφάγωμα – χώρια κι ομάδι –
βατέματα των πάντων με τους πάντες,
κορμιών, φαγιών, υγρών περιπλοκάδι
πολύφυλο, πολύτροπο, απ’ τις μπάντες
όλες, της ηδονής ψυχρή επιστήμη,
κρέατα ταιριασμένα σε γιρλάντες

κι όλα καθρέφτες του αίσχους κι όλοι μίμοι·
κι ο ένας περασμένος μες στον άλλο
και σκέψη μια που ενώνει σας ταξίμι –
«Να μου τον βάλεις και να σου τον βάλω,
από τα μπρος, από τα πίσω, πάνω ή κάτω»
κι ολάκερη η αρετή σας στον καβάλο

να γέμει το πιθάρι δίχως πάτο.
Στο έντερο τον κόσμο έχετε ρίξει
και στα παιδιά σας λέτε, «Αυτό είναι· φά’ το».
Χαύνοι, δειλοί και λαίμαργοι από πλήξη,
το έντερο εξωθώντας στο κεφάλι
με τους βορβορυγμούς του έχετε πνίξει

το πνεύμα· κι ιερείς του οι κοπρολάλοι·
αποπατήματα στο εξής οι σκέψεις
για να ταΐζουν κι άλλο την κραιπάλη.
Για τον σφαγέα, πόρνη, θα χορέψεις,
σφαγέα, για την πόρνη εσύ θα σφάξεις·
του αίματος, του σπέρματος οι τέρψεις

μικρύναν σε καμώματα τις πράξεις.
Η μάνα τού ενός πόρνη τού άλλου.
Σπορά κακή, ως τέτοια θα υπάρξεις·
συ απαρχή του τέλους του μεγάλου
που ήρθε, που είναι εδώ και που θα έρθει·
παραλλαγές του οχεικού του ζάλου –

τέτοια γεννούν κι ορέγονται οι στέρφοι·
σκύλα ο πατέρας έχει εδώ την κόρη,
το αδέρφι μαρκαλά ξανά τ΄αδέρφι,
καβάλα η μάνα στο ίδιο της τ’ αγόρι…


* * *


Κι εγώ, σπορά κακή, εδώ που γράφω,
τις ανομίες σωρεύοντας σε όρη,

φωνή ζωής ερχόμενη απ’ τον τάφο,
κατέχω του Κακού την τέλεια γνώση·
την Ιστορία στο αίμα ξαναβάφω
και το Κακό το έχω ενσαρκώσει·
στη βούληση, στη σκέψη και στην πράξη
έχω βιάσει, αρπάξει και σκοτώσει.

Την πεμπτουσία έχω αποστάξει
κάθε κακού στον κόσμο που ριζώνει·
κι έχω παντού κατάματα κοιτάξει
την πείνα που τη μηχανή ψυχώνει,
τον κώδικα που συνιστά τα όντα,
αυτό που τα γεννά και τ’ αναλώνει·

τα μέλλοντα έχω δει μες στα παρόντα,
το αλύτρωτο επίσταμαι του χρόνου
και σ’ όλα κατοικώ τα παρελθόντα·
έχω βρεθεί στην Αίθουσα του Θρόνου,
λαούς κι αιώνες έχω διαφεντέψει,
την εντολή ξεστόμισα του φόνου

και με τους νόμους που όρισα έχω κλέψει
ζωές ανάριθμες· τους εαυτούς μου
μ’ όλων των άλλων πλήθυνα την πέψη.
Γαμψώνυχες και ράμφη, δόντια ο νους μου.
Δεν σταματάν ν’ αλέθουν οι σιαγόνες
τη Γης απ’ άκρη σ’ άκρη – εμένα ρους μου

της Ιστορίας ο ρους – με λεγεώνες
που πάντα προχωρεί ποδοπατώντας
και γέρους και αρρώστους και λεχώνες,
βρεφών τα καύκαλα στις πέτρες σπώντας,
μπουκώνοντας το στόμα των φασγάνων
μ’ εγκύους, και τα έμβρυα κρεουργώντας·

στρατοί, πιστοί στη δούλεψη τυράννων,
το έγκλημα δουλεύουν και παχύνουν
τις πόρνες των πυγμαίων και των νάνων.
Αυτοί και μόνο αυτοί στη Γη θα μείνουν.
Νάνοι της Γης οι μόνοι κληρονόμοι
για ν’ αφοδεύουν, να ξερνάν, να φτύνουν

πυγμαίους εαυτούς· ως μόνοι νόμοι
και μέτρα και σταθμά που θα μετράνε,
θα κρίνουν, θα δικάζουνε, οι δρόμοι
θα σφραγιστούν εξόν απ’ όσους πάνε
σ’ αυτούς και στα παιδιά τους και στα εγγόνια·
κι όλα έτσι θα περνούν, θ’ ακολουθάνε

μια χθαμαλή ζωή, χρόνια και χρόνια·
κάθε λεπτό τους μάταιο θα βαραίνει
Γη κι Ουρανό, και μια άλλη καταφρόνια
όλων προς όλους όλο θα πληθαίνει.
Γάλα δεν θα ‘χει η μια για τα παιδιά της
κι απ’ την ντροπή θα ρεύει, και θ’ αξαίνει

το φάσμα του λιμού κι ο εφιάλτης,
και μέσα στα μετάξια της η άλλη
όλο και θα χαϊδεύει τα μεριά της
θηλάζοντας του νάνου το κεφάλι.
Κι αυτός – σκυφτός στ’ αρμυρωμένο στόμα.
Θα πίνουνε, θα γλείφονται, και πάλι

απ’ την αρχή θ’ αρχίζουνε, κι ακόμα
θα φτάνουνε κι οι δυο τους ώς το πνίγος·
στης λασπουριάς θα σέρνονται το στρώμα·
το χαμωκύλισμα ο αιώνιος τρύγος,
για χαμωσούρσιμο μονάχα η πείνα
κι όλα νεκρά· τα ρίγη δίχως ρίγος.

Ίδια κι ανάλλαγα· κι αυτά κι εκείνα.
Τέφρα και χώμα πάντα το προσφάι·
σκαμμένες απ’ τη σάρκινη αξίνα,
τρωμένοι απ’ το γλωσσίδι που μιλάει
– την ίδια πάντα, μία μόνο λέξη –
κι απ τ’ αρμυρό το σάλιο πλημμυράει

και παίζεται και παίζει για να παίξει
και γαργαλάει μαζί και γαργαλιέται
σε όλους τους ρυθμούς για να χορέψει,
πότε σχεδόν οκνό ν’ αργολυγιέται
και κάθε λίγο αλλάζοντας τη στάση
μπρος-πίσω πάλι ξέφρενο να σειέται·

να τρώγεται, να τρώει για να χορτάσει
κι έτσι απ’ το σπέρμα ως είναι γεμισμένη
και πριν καλά-καλά να το ξεράσει
γι’ άλλον να στήνεται και να προσμένει
τον δεύτερο, τον τρίτο, κι άλλον, κι άλλους
κι όλους μαζί, μαζί η τουρλωμένη

πυγή τους αναρίθμητους πασσάλους
ακόρεστη να πίνει και να παίρνει
όλους – και τους μικρούς και τους μεγάλους.
Σκλάβους πλεχτούς το μύρρινον να σέρνει
τους γάτους, τους γαϊδάρους, τα κοκόρια
που αυτοκαλούνται άντρες· να προσφέρνει

ό,τι μπορεί ο καθένας τους· τ’ αγόρια
αυτό που, αν σηκωθεί, ποτές δεν πέφτει,
μυρίζοντας τα ξένια μεσοφόρια,
κι οι γέροι, ισοσκελίζοντας το ξέφτι
τού κάποτε εαυτού τους, χρήμα, χρήμα.
Στα τέσσερα ο παράς λοιπόν παντρεύτη

την ομορφιά. Στα τέσσερα ώς το μνήμα –
έτσι προστάζει τώρα κάθε ανάγκη,
γονατιστές, γονατιστοί απ’ τη λίμα
μαϊμούδες και ουρακοτάγκοι.
Χαϊδολογιούνται τα έξυπνα πιθήκια·
οι αρλεκίνες και οι σαλτιμπάγκοι

ουρά· εσμός κι αλαλαγμός στα ψίκια·
για τα πορνοκαμώματα καμάρι·
με τ’ αχαμνά κερδίζουνε οφίκια·
των βογγητών πολύφωνο τροπάρι,
των «αχ» και «βαχ» στεντόρεια ψαλμωδία
και να ευλογά ο παπάς μες στο παζάρι

την ιερή αγοραπωλησία.
Και μες στις εκκλησιές τους καβαλιούνται.
Στη σύμπασα του κόσμου ιστορία
σπουδαίοι από το πράμα τους λογιούνται·
στης Γης όλα τα πλάτη και τα μήκη,
άντρες, γυναίκες, όλοι τους, καυχιούνται

για εκείνο που μπορεί κάθε πιθήκι.
Αυτά αυτοί· κι εκείνα εκείνοι· κι όλοι
ευδοκιμούν κι αγαλλιούν στη φρίκη·
τα πρόσωπα εναλλάσσονται, μα οι ρόλοι
ανάλλαγοι στο θέατρο του κόσμου –
ο βάτταλος το αιώνιο αραξοβόλι

και μόνο η λέξη «πάρε», οι λέξεις «δος μου»
στις γλώσσες και στα κρέατα επάνω·
«δικό μου» και «δική μου» και «δικός μου»,
το «τι μου κάνεις» και το «τι σου κάνω»
οι ανεξίτηλες γνωστές σφραγίδες·
το «τι κερδίζω εγώ» «κι εγώ τι χάνω»

πληβείους δένουνε και παραλήδες·
βλήτρα και τροχαλίες, παξιμάδια,
της μηχανής ελάσματα και βίδες,
τα ξίγκια, τα μυαλά και τα γλυκάδια·
οδός βασιλική, σπέρμα και βία,
φιλιά των κάλπηδων, λογάκια, χάδια,

να ποιοι ζητούν στον κόσμο αθανασία,
να ποιοι ζητούν αιώνιο τον εαυτό τους –
οι που έχουν κι οι που νείρονται εξουσία
κι οι έσχατοι που θέλουν σαν τους πρώτους
κι άλλη ζωή, από τον τάφο πέρα,
κι εκεί για να ταΐζουν τ’ απαυτό τους.

Μολεύει κάθε ανάσα τον αγέρα.
Νέκρα επιστρέφουν στη ζωή τα χνώτα,
προσθέτοντας στη λέρα κι άλλη λέρα·
αυτό του καθενός κεραία ή γιώτα.
Ο Κόσμος τού κοσμάκη πλέον λεία.
Ψυχές γριές σε σώματα όλο νιότα

κι όλη σαπίλα η πέρπερη υγεία.
Χαράσσοντας παντού μ’ όλους τους τόρνους,
ας γράφεις όπως θες την Ιστορία,
με άμφια ιερά και με κοθόρνους,
κόσμε, χρωστάς, χρωστάς την ύπαρξή σου
σε πόρνες, σε πορνοβοσκούς και πόρνους.


* * *


Στην κόπρο αργοβύθισμα η ζωή σου.
Ένας σκοπός στο ίδιο το σουραύλι –
Ζωή, Ζωή, ασελγούνε στο κορμί σου.
Βινητιούν της πάσας γης οι φαύλοι.
Να η παρδάλω αιώνια ακολουθία –
οι λάσταυροι, οι τρίβαλοι, οι σαύλοι,

οι πορνομύστες, τα χαμαιτυπεία,
οι παιδοκόρακες κι οι μυζουρίδες,
οι μοίχαινες και τα πορνοβοσκεία·
φοινικιστές και κυσσοβακχαρίδες,
λεροί, χαυνόπρωκτοι, χαυνοπολίτες,
τριβάδες, μανιόκηποι, εταιρίδες,

πρωκτόσοφοι, επιβήτες, συβαρίτες,
σπατίλουροι, κουρβιάρες, θηλυδρίες,
λαίσκαπροι, ανδροπόρνοι, αρσενοκοίτες·
τριέμβολοι, οιφολίδες, λαισποδίες,
θηλύστολοι, εδρόστροφοι, αβροβάτες,
ανασεισίφαλλοι, περιβασίες,

αρρητουργοί, αιμομίχτες, κτηνοβάτες·
χοιρόθλιβες, διαμηριστές, συβάδες,
πορνοδιδάσκαλοι, οπισθοβάτες,
δωσίπυγοι, ονθολάτρες, χαμευνάδες,
γνάθαινες, κυσσονίπτες, παλευτρίδες,
οπιπτευτήρες, κόββαλοι, σκαμμάδες,

πόσθωνες, μοιχοτύπες, λαγηνίδες·
αρρενοφθόροι, παρατετλιμένοι,
ορχιπεδώντες, σάθωνες, μαχλίδες,
θηλυμανείς, κιδάφες, αργασμένοι,
λεκτροχαρείς, κοπρώνες, εκτομίες,
πιθηκαλώπεκες, εξωνημένοι,

κολλοποδιώκτες, μάργοι, βδελυγμίες·
μειξοπαρθένες, φάλλωνες, τζουτζέδες,
λώτακες, πασιπόρνες, κινησίες,
ματρύλλες, έκφαυλοι, παρακεντέδες,
λυσίζωνοι, κοπρίες, πορνογράφοι,
ολισβολάτρες, κνώδαλα, λακέδες·

επιμοιχεύοντες, κιναιδογράφοι,
παιδνοί, δυσέραστοι, πρωκτοτηρούντες,
καταδακτυλιστές, ρυπαρογράφοι,
πυγόστολοι, αινόλεκτροι, σαυλούντες,
αταύρωτοι, συβάλλες, μοιχοτρόποι,
κοπραγωγοί, μωροί, αποψωλούντες•

διαπαρθενευτές, γυναικοκλόποι,
δύσγαμοι, ξεινοβάκχες, πορνοδύτες,
πυγιστές, αροτήρες, γαμοκλόποι,
δεικτηριάδες, βρώμοι, φαμελίτες,
νώθουροι, φιλοπάρθενοι, κωθώνια
κι όλοι – δυο λέξεις – πόρνες και κοπρίτες·

ανδρείκελα, ανδράποδα, καπόνια·
κι απ’ όλα χρυσαφίζουν οι ρουφιάνοι·
αυτά των σπλεκωμάτων τα ζακόνια·
ετούτο των κρεάτων το χαρμάνι·
μύρια τα ονόματα, το πράγμα ένα
και κοπριήμετος το ανθρωπομάνι.


* * *


Παντού μηδέν και σε όλα το κανένα
κι απ’ το μηδέν βαραίνουν και στενάζουν
η Γης κι όλα τ’ αγνά και τα παρθένα•
κι όμως φωνή δεν έχουν – κι ας σπαράζουν·
μαραίνονται πριν καν αρθρώσουν λέξη
και μια ανημπόρια όλο μηρυκάζουν

και παν σφαχτά κατά πως θα επιλέξει
τον τόπο και την ώρα το χρυσάφι
και ψευτοζούν για όσο αυτό επιτρέψει·
κι ύστερα πια – οι συλημένοι τάφοι·
ατίμωση κι εκεί κι ανάσταση όχι.


* * *

«Τέτοια η θέση σας, η Ιστορία γράφει,



ζωή δειλή, φραγμένη, σε μια κώχη,
κι όταν θελήσω, θάνατος· τελεία.
Κράτος ζητώ και πάω μ’ αυτόν που το ‘χει.
Πες με όπως θες, μα Εγώ η Ιστορία.
Τα πράγματα Εγώ θα καταγράψω,
Εγώ θα ορίσω δίκαιο και αδικία,

Εγώ θ’ αναβιώσω ή θα θάψω
μια και για πάντα ό,τι μου αρέσει·
και πάλι Εγώ, Εγώ θα κατακάψω
και θα τα βγάλω όλα από τη μέση,
αυτά που του κορμιού μου δεν ταιριάζουν
και μες στη Βίβλο μου δεν έχουν θέση.

Τα πάντα με αφορούν, μα δεν μου αλλάζουν
τον ρου και τον εσώτατο πυρήνα.
Είμαι παντού. Κι ας μην με ονομάζουν,
βρίσκομαι μέσα σ’ όλα· και σ’ εκείνα
που δείχνονται να ζουν λευτερωμένα·
αρκεί να το προστάξω, και η πείνα

τα μαστιγώνει κι έρχονται σε μένα·
τα πάντα πια· τα πάντα κατακλύζω.
Νόμος μαζί και Δήμιος στην αρένα.
Κράτος και Βία Εγώ κι Εγώ ορίζω
πως η Πραγματικότητα αλήθεια.
Τα έξω φέρνω εντός· περιφιμίζω

ακάθεκτη και εισβάλλω ευθύς στα στήθια·
αλυσοδένοντας μυαλά και χέρια
και τη σκλαβιά την έκανα συνήθεια·
δένω τη Γη· θα δέσω και τ’ αστέρια
με το ασύντριφτο αράχνειο πλέγμα·
επί ποινή θανάτου τα μαχαίρια

έκανα όρο ύπαρξης· το φθέγμα
αυτό και θέσφατο σ’ όλα τα χείλη
και σ’ όλες τις μορφές με όποιο δέρμα.
Είμαι η Μεγάλη Οδός, η Ευρεία Πύλη,
η Λεωφόρος, το Αναπόδραστο όντως,
είμαι η Πέτρα, ο Πετράς και η Σμίλη,

είμαι ο Κόσμος όλος του Παρόντος,
του Μέλλοντος ο Δρομοδείχτης μόνος
κι ο Επιβιώσας Είς του Παρελθόντος.
Πριν από Εμένα δεν υπήρχε Χρόνος,
μετά από Εμένα Χρόνος δεν θα υπάρξει.
Μια και για πάντα δόθηκε ο τόνος,

μια και για πάντα αυτός – και δεν θ’ αλλάξει –
αφότου Εγώ γεννήθηκα, η Μία,
η Απροσμάχητη Καινούργια Τάξη.
Τίποτα εκτός Εμού δεν έχει αξία,
θνησιγενές ό,τι άλλο ανασαίνει.
Το όνομά Μου γράφε – Ιστορία».

Αυτά η κυρά κι η δούλα της σωπαίνει.
Η Γη έχει τα πάντα παραδώσει·
ξεχερσωμένη και ξεπορνεμένη…


* * *


… Μα ποια κρατά βαθειά της κρύφια γνώση,
απρόσιτη κι ανέγγιχτη – και ανθίζει;
Ποιο σπλάχνο της αργά θα μεγαλώσει,

ποια εκδίκηση το κύμα τονθορίζει;
Ποια γέννηση προλέγουνε τα φύλλα
και ποιο παιδί ο βράχος σχηματίζει;
Λεχώνα η Γη και δαγκανιάρα σκύλα,
κάποιον υιό στον κόρφο της βυζαίνει.
Στων χλευαστών δεν απαντά το «μίλα»,

μα μόνον υπομένει, περιμένει…
Και τον κρατά σφιχτά πάνω στα στήθη,
στην τόση της ντροπή ευλογημένη,
κι ένα πανάρχαιο λέει παραμύθι
από νερό, φωτιά, αγέρα, χώμα,
από απλωσιές, από ύψη κι από βύθη

από ανοιχτούς ορίζοντες κι ακόμα
απ’ ό,τι ελεύθερο γοργά καλπάζει –
κι έτσι του πλάθει στον πηλό το σώμα
και τα σημεία επάνω του χαράζει
του Έρωτα, της Μάχης, της Ειρήνης
και με χαρά κρυφή τ’ αναδιαβάζει.

Μα πόση στη χαρά της μέσα Μήνις
και μες στην τρυφεράδα της την τόση,
πόση κραυγή, κραυγή Δικαιοσύνης.


* * *


«Σε σένα, γιε μου, λέει, έχω πυκνώσει.
Είσαι η σκέψη, η βούληση, η πράξη.
Το χώμα που το χώμα θα λυτρώσει.

Είσαι ο ακριβός Λαός που θα υπάρξει
σε πείσμα των καιρών και των ανθρώπων
κι από ντροπής ζυγό θα με απαλλάξει.
Απαύγασμα των χρόνων και των τόπων,
Ζωή Ζωής, Λαέ Λαών, παιδί μου,
Τρόπε εσύ υπέρτατε των Τρόπων,

γείρε στη Γη σου κι άκου τη φωνή μου.
Εκεί, ο πηλός, τους ουρανούς θα σμίξεις.
“Γίνου Οργή και φόνευε” η ευχή μου.
Με τον Θυμό το πέρασμα θ’ ανοίξεις
τα γάργαρα νερά για να κυλήσουν·
θα ξεδιψάσεις, γιε μου, και θα πνίξεις

ωσότου οι έρημοι όλες να χλοΐσουν.
Αλλιώς τον άξονά μου θα κινήσεις.
Θα δράσεις σαν ανέκαθεν να ήσουν
και σαν εντός σου οι ορμές της φύσης
να δικαιώνονται όλες. Εξουσία
σού έδωσα, η Γη. Θα την ασκήσεις.

Αιχμή μου εσύ κι εγώ η παρουσία
η πανταχού. Με ξίφος και με δόρυ
δι’ εσού η Γη θα δείξει απανθρωπία.
Θα ‘σαι η κατεβασιά μου από τα όρη
κι απ’ τους ωκεανούς η ανάδυσή μου.
Το ζώο εντός σου θα σου λέει “Προχώρει”

και θα σε φλέγει ο λίβας μιας ερήμου·
θα σε παγώνει η πνοή των πόλων
και λέξη σου θα γίνεται η κραυγή μου.
Θα στέκεις ένας εναντίον όλων,
μα εσύ θα λες πως ο εχθρός δεν φτάνει.
Κατέναντι των όποιων εικοβόλων

θα ‘σαι το μελανόπυρο μου ασλάνι,
το στερνοπαίδι μου εις τον αιώνα,
ο γιος που γέννησα για να πεθάνει.
Σε έδεσα σταγόνα τη σταγόνα,
σε έχτισα χαλίκι το χαλίκι,
στον ύπατο σε παραδίδω αγώνα

για να υπάρξει πριν το Τέλος Δίκη.
Σε καρτερούσα χρόνια μύρια, γιε μου.
Στον κόσμο δώσε αυτό που του ανήκει.
Πατέρα, Εραστή και Αδελφέ μου,
εγκλήματα ων αριθμός ουκ έστι
με αμαύρωσαν· κι όμως εγώ ποτέ μου

δεν τ’ αποδέχθηκα. Η Γη σου. Δες τη.
Κατέφαγε το πρόσωπό της λέπρα.
Όπως τη βρήκες κοίτα τη και πες τη.
Τα έλκη μου όλα κάθισε και μέτρα,
με σταθερό και ατάραχο το βλέμμα,
εσύ που είσαι φλόγα κι είσαι πέτρα».


* * *


Ωκεανός βουίζει εντός του το αίμα,
τα πέτρινα σαλεύουνε λιοντάρια
κι όλο ξεχύνεται το πύρειο ρέμα.
Βλέπει παντού της ασχημίας τα χνάρια
και αυστηρός τα πράγματα ζυγίζει.
Ελευθερία ορέγεται καθάρια

και καταγής το βλέμμα του γυρίζει.
Κι έτσι όπως σιωπηλός ταυροκοιτάζει
τον θάνατο που τη Ζωή εμποδίζει
κι ένα προς ένα τα αίσχη εξετάζει
και σ’ όλα έχει ακλόνητος εγκύψει,
πριν απ’ το χέρι του, το βλέμμα σφάζει.

Και ηχεί και της απόφασης η λήψη
μεταλλική και πέτρινη εντός του.
Πριν καν επιτεθεί έχει ενσκήψει
στον κόσμο με το μένος του πυρός του
και αγέρωχος τα είδωλα γκρεμίζει
και ορθώνεται και γίνεται ο Εαυτός του.

Ακούει το φίδι σε όλα να σφυρίζει,
το σφύριγμα το καθετί να πνίγει,
προσεύχεται φορά στερνή – και αρχίζει.
Κανείς απ’ την Οργή δεν θα ξεφύγει
– χλωμιάζει το χρυσάφι μπρος στο ατσάλι –
σε τούτο η τυραννίδα απολήγει,

στο πλέον αιματόβρεχτο μασάλι.
Τροφή για τα ζαγάρια τα ζαγάρια.


* * *


Και με σφιγμένα δόντια υποψάλλει:

«Κανείς κανάγιας και καμία κάργια
μ’ όποια τσαλίμια δεν θα με γλυκάνει.
Είδα τα πάντα σύμμιχτα κι ανάρια.

Όλο ετούτο πρέπει να πεθάνει.
Και θα πεθάνει. Εγώ θα το σκοτώσω.
Πικρός ως Θάνατος που καταφθάνει
Εκδικητής, εγώ θ’ ανταποδώσω
στα εγκλήματα τη βία την υπάτη.
Ταχύς θ’ αποθερίσω και θα οργώσω

ώσμε που βλέπει της ψυχής το μάτι.
Θα σε τελειώσω, κόσμε, θα σε πάψω.
Τη βούλησή μου μάθε την εσχάτη.
Ακόμη και τους τάφους θ’ ανασκάψω.
Στην ίδια σου την κόπρο αφού σε πνίξω,
τον θάνατό σου σύσσωμο θα θάψω.

Κι αφού κουφάρι στα σκυλιά σε ρίξω
και πω “Αυτό που έπρεπε έχει γίνει”,
μες στη γλαυκή πυρά μου θα σε τήξω,
θα σε ποντίσω μες στη λησμοσύνη.
Είμαι η μοίρα η μόρσιμη και η ώρα.
Σπορά κακή, σπορά σου δεν θα μείνει».

Το άλλοτε και αλλού εδώ και τώρα.
Λαμπρός ως ήλιος μαύρος που ανατέλλει,
στο στόμα του η εκδίκηση οπώρα
ώριμη και γλυκιά· σπλάχνα και μέλη
ευφραίνει, δυναμώνει, πλημμυρίζει·
του αίματος η γεύση υδρομέλι

κι η πύκνωση αυτός που ξεχειλίζει·
του πόθου και του πάθους η πλημμύρα,
μες στη φωτιά το παν αναβαπτίζει
και επιπίπτει άφευκτος ως μοίρα,
ως τελικό του κόσμου πεπρωμένο
και σταματά της Ιστορίας τη σπείρα.

«Όσο μικραίνεις, κόσμε, θα σκληραίνω.
Και το ελάχιστό σου θα διώξω.
Ό,τι από σένα στις ψυχές κρυμμένο
θα το περάσω στο μαχαίρι κι όξω
τα έντερα που έγινες θα χύσω.
Γοργά θα σε λιανίσω, θα σε κόψω

αργά και πουθενά δεν θα σ΄αφήσω
ορθό· και θα σε πνίξω μες στην πίσσα,
σε κάθε κώχη θα σε κυνηγήσω,
κάθε ψυχή που δούλωσες με λύσσα
θα τη χτυπώ και θα τα ξετρυπώσω
εκείνα που καμώνονται τα ίσα,

εκείνους που πουλιούνται όσο-όσο
κι εκείνους που πωλούν και αγοράζουν
και λεν “Eχω για όλα να πληρώσω”.
Kανένας γυρισμός· δεν κατευνάζουν
τη Γη εντός τα όποια παρακάλια•
τα λόγια τα μεγάλα που φωνάζουν

δεν είναι παρά σάλια, σάλια, σάλια.
Ούρλιαζε όσο θέλεις και αλύχτα,
κόσμε, κι ας είσαι σ’ όλα τα κεφάλια
τώρα μιλά η Εκδίκηση και η Νύχτα
της ανομίας σωπαίνοντας τη μέρα.
Δόντια, η Γλώσσα, έκανες· για δείχτα

και μπήξε τα και οσμίσου τον αγέρα,
αλάθευτη, ψυχή μου λαγωνίκα,
των ψευδολόγων σάρκα μου φοβέρα
των κόσμων όλων που λειψούς τους βρήκα
και μέσα μου τους έχω δοκιμάσει
στο μέταλλο που η μάνα μου η Λύκα

το έχει στο κορμί μου ωριμάσει
και το ‘χει στη ζωή βαθειά φυτέψει
και που με αυτό κι εμένα έχει θηλάσει».


* * *


Η πράξη που στοχάζεται κι η σκέψη
που πράττει· πίστη ένσαρκη που θέλει
και θέληση στη Γη που έχει πιστέψει

μια και για πάντα και παντού αναγγέλλει
της Γης τον Λόγο υψώνοντάς τον όρος
σπαράζοντας των σκύλων την αγέλη.
Πυριγενής, πυρίστακτος, πυρφόρος,
ένορχος, αρσενόθυμος, τιγρώδης,
η τελευτή, ο θάνατος, ο μόρος,

κατάμεστος, κατάστερος, τυφώδης,
ο γρόνθος και το λάκτισμα της Τύψης,
γήινος ουρανός και ερεβώδης·
πατέρας του Θυμού και γιος της Θλίψης,
ο ηχηρότατος πανάγριος γέλως,
αυτός το ολοκαύτωμα της σήψης,

το ξίφος και το δόρυ και το βέλος,
ο που της Ιστορίας καθαίρει το άγος,
αυτός το αιμοσφράγιστο το τέλος.


* * *


Και λεν οι κόπροι, «Ιδού ο Ανθρωποφάγος,
ο Δαίμονας, το Τέρας και το Κτήνος,
ο Πρίγκηπας του Σκότους και ο Μάγος».

Έτσι μιλάει ο κάθε αρλεκίνος
κι οι πόρνες αρχινούν την κατηγόρια
και λεν, «Αυτό που ζούμε – όχι Εκείνος –,
τέτοια ζωή στις κόρες μας, στ’ αγόρια
διδάξαμε κι αυτό να συνεχίσει».
«Βατράχια, του ανθρώπου αποφόρια,

βοά η Γης, αυτός θα μ’ εκδικήσει».
Ρώμη και Καρθαγένη, Βαβυλώνα
σάς έχει απ’ άκρου εις άκρον μελετήσει·
τον ίσκιο σας που πνίγει τον αιώνα
ήλιος της μεσημβρίας θανατώνει·
μαύρη φωτιά και μαύρη λαμπηδόνα

σάς καίει γοργά και αργά σάς διαβρώνει
τα τείχη και τους πύργους και τα κάστρα.
Θάνατος τη Ζωή αποθεώνει.
Δύναμη μανιασμένη και βιάστρα
εδώ ενεργεί με σίγουρο το χέρι·
να ερημωθεί η Γης κάτω από τ’ άστρα

να πνεύσει ελεύθερο ξανά το αγέρι,
αμόλυντο απ’ του ανθρώπου την ανάσα.
Ήγγικεν το μεγάλο μεσημέρι.
Η ενέργειά του εκλύεται προς πάσαν
κατεύθυνση και κάθε πολιτεία
ισοπεδώνει· εκείνους που περάσαν

τη ζήση τους στη μιαροφαγία
ως Τιμωρός φρικτός εκμηδενίζει.
Η Φύση καταργεί την Ιστορία.
Κι ούτε ο κακόσπορος που μινυρίζει
κι ούτε τα πορνογέννητα στην κούνια
κι ούτε κι η πόρνη οκνή που κλαυθμηρίζει

δεν τον λυγίζουν· μέσα στα μιλιούνια
Περσέπολις, Αλάστωρ, Ολετήρας.
Γρούζουν μπρος στο λεπίδι τα γουρούνια.
Της ανομίας ο καταποτήρας
γράφει το «ώς εδώ και μη παρέκει»
στη ρουνική των πάγων και της πύρας.

Καταντικρύ των όλων μόνος στέκει
και τα στερνά τα ξέφτια αποθερίζει
πάντα με το σπαθί και το πελέκι.
Και πια – καθημαγμένος γονατίζει
και προς τη Μάνα σκύβει το κεφάλι
και τελευταίο κάτι ψιθυρίζει.

«Την Ομορφιά ψυχές από ατσάλι
πλέον γεννούν – και μόνον. Θλίψη. Θλίψη.
Και στης καρδιάς της την καρδιά αναπάλλει
το έγκλημα, η αμαρτία, η τύψη·
μια αρμονία υπέρτερη όλο λείπει,
ο Κήπος που μας έχει εγκαταλείψει,

το χλοερό στα στήθη καρδιοχτύπι
κι ένας ορίζοντας κλειστός στο βλέμμα·
κι έμεινε μόνο η Μνήμη και η Λύπη
κι έμεινε μόνο η θάλασσα από αίμα.
Τέλειωσε η σκέψη, η πράξη και η γνώση,
τα σκότωσε όλα το μεγάλο γέμα.

Ό,τι μου ετάχθη έχω πραγματώσει,
ό,τι μου ορίστηκε έχω αφανίσει,
μα ένα ακόμα πρέπει να τελειώσει –
το μάτι που είδε αυτά πρέπει να σβήσει,
το χέρι που ανέλαβε την Πράξη
πρέπει και να κοπεί και να σαπίσει.

Ώστε κανένας πια να μην κοιτάξει
καθώς εγώ στη νέα μεγάλη πλάση,
ώστε ο κόσμος πράγματι ν’ αλλάξει».
Το ξίφος του φορά στερνή θα πιάσει
και στον εαυτό του τώρα το γυρίζει·
τον εαυτό του τώρα θα χαλάσει…

… Μα ποιο νερό γροικά να κελαρύζει,
ύστατο αυτός του κόσμου απομεινάρι,
το Έσχατο που τα Έσχατα ορίζει.
Πεθαίνει. Ξαναζεί ποιο Κεφαλάρι…
… Για την καινούργια, αν έρθει, ίσως, γέννα
και Θέμελο και Ακρόγωνο Λιθάρι

Θυμός, Θεός και Θάνατος ως Ένα.


© Θεοδόσης Βολκώφ

Δευτέρα, Ιουλίου 25, 2011

ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ



ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ


Εκεί που υπήρξαμε, το Έτερο ημερεύει.
Το Αχειροποίητο εν σιγή αδρό προβάλλει·
ριζώνει εκ νέου, ακινητεί στερρό και οδεύει,
επικρατεί και θάλλει και αναπάλλει.
Το εντός Φυτό – και πρώτο – κατισχύει.
Η πέτρα αχάραγη ξανά βουβή φυτρώνει.
Γλώσσα καμιά δεν εύχεται ούτε ομνύει,
δεν ονομάζει, δεν ορίζει – δεν πληγώνει.

Ζωή ανώνυμη· τα πάντα συμπηγμένα.
Ζωή ακατάγραπτη, απαράγραπτη, άνευ τέλους,
χωρίς εγώ, εσύ, αυτό – τα πάντα ως ένα –
χωρίς ανθρώπους, έργα, δαίμονες, αγγέλους.
Μετά τον θάνατο, ο θάνατος της Μνήμης.
Το βλέμμα που έσωζε δεν θα το σώσει βλέμμα
– ο μόνος νόμος απροσμάχητης της ρύμης –
κι όχι πια κόκκινο, μα μόνο πράσινο αίμα.

Απ’ τη αρχή πνοή τα πάντα θα χλοΐσει,
θα προσκυνήσουνε τον χόρτο οι Βαβυλώνες,
η Ιστορία κατεπόθη από τη Φύση,
ουκ έσονται ώρες, αριθμοί, βιβλία, αιώνες.
Την Κτίση το άκτιστο σκοτάδι κατακλύζει.
Η νύχτα αυτή – η αβασίλευτη όντως μέρα.
Τον Λόγο αρθρώνει η Σιωπή και συνεχίζει,
η πανταχού απουσία Παρουσία Δευτέρα.

Ιδού – η Γη κενή. Ιδού – καινή η Κτίση.
Απών ο άνθρωπος – το είδωλο, η σκιά του –
και πια κανείς, κανείς για να πενθήσει.
Αυτός ο θάνατος το τέλος του θανάτου.

Και στη νεότοκη πανάρχαια επάνω Φύση
μόνο επεφέρετο το Πνεύμα Του Αοράτου.


© Θεοδόσης Βολκώφ

Τετάρτη, Ιουλίου 13, 2011

Αιδοίον Αΐδιον


Αιδοίον Αΐδιον


Δεύτερο στόμα, τρομερότερο του πρώτου –
με τ’ ανδροφόνα δίχως δόντια χείλη,
μες στις συσπάσεις σου με είχες αναγγείλει.
Γεννάς τον άντρα και δηλοίς τον θάνατό του.
Η γλώσσα σου δεν φτιάχτηκε από λέξεις·
θάλασσα που αρμύρα ξεχειλίζεις,
που με καλείς, που μου μιλάς και αναβαπτίζεις
το πνεύμα μου, το σώμα αν επιλέξεις.

Θύρα διπλή, τετράφυλλη, μικρή, μεγάλη·
άβατο χιλιοδιάβατο παλάτι,
έμμονη σκέψη μου και βούληση εσχάτη
η υποπόρφυρη θαμνώδης σου αγκάλη.
Ιδέα σάρκινη, σκοπέ της κάθε πράξης,
των τρόπων όλων το αιώνιο θέμα,
ποτάμιο προς εσένα ρέει το αίμα
ζωή και θάνατο μαζί για να διδάξεις.

Καταγωγή μου που σ’ εσένα κατατείνω,
λέαινα μαύρη, κόκκινη, ξανθιά, ο σκύμνος
εγώ – κι ο πίδακας του σπέρματος ο ύμνος,
η προσευχή κι ο όρκος που σου δίνω.
Κόρη του Χρόνου αρχαιότερη απ’ τον Χρόνο,
χαλκέντερη αιώνια αιώνων μήτρα,
τη μόνη μου λευκότητα για λύτρα
όσο ο ταύρος μου βαστά θα σου πληρώνω.


© Θεοδόσης Βολκώφ

Δευτέρα, Ιουλίου 11, 2011

ΓΙΟΥΒΕΝΑΛΗΣ ΙΙΙ


ΓΙΟΥΒΕΝΑΛΗΣ ΙΙΙ


Ιδού. Να ειπωθώ ήγγικε η ώρα.
Απ' τις σκιές κατάφρακτος προβάλλω.
Όχι μετά ή πριν· εδώ και τώρα

στην καταιγίδα των καιρών με σάλο
ανταπαντώ - αιμάσσοντα, δικό μου.
Με νου, καρδιά, πνευμόνια και καβάλο

διεκδικώ παντού το μερτικό μου
κι έτσι ζητώ να πράξω ή ν' αντιπράξω
σε κάθε αντάμωμα ή στροφή του δρόμου –

ό,τι κερδίσω ευθύς να το πετάξω
κατέναντι του κόσμου ή του θανάτου
και αφού σε κάθε σύγκρουση φρυάξω

και χτυπηθώ με όλα Του Αοράτου
και αφού στα πάντα θέλω να ενσκήψω
ακούγοντας παντού το κάλεσμά Του,

τα πάντα σταθερός να εγκαταλείψω
και να γδυθώ τον κόσμο που με ντύνει.
Να υπάρξω ακέριος σε όλα – και να εκλείψω.

Στο κέντρο της Οργής να ΄μαι Γαλήνη,
μα να μην υπολείπομαι σε Βία.
Στο κέντρο του Πολέμου η Ειρήνη

να ηγεμονεύει επάνω στα στοιχεία.
Να πολεμώ μαζί και ν' αφηγούμαι
και ν' αντιτάσσω εγώ στην Ιστορία

τη Γλώσσα μου... Ιδού, δεν εξηγούμαι
από καμιά εποχή και επιστήμη
και από νόμους δεν αιτιολογούμαι

και δεν συνάγομαι από κάποια μνήμη·
ελπίδα δεν μπορεί να μ' ερμηνεύσει.
Ό,τι κι αν με ξερνά με καταπίνει.

Κτηνώδης πράξη και ζωώδης σκέψη
το άπεφθο, ολοδικό μου «Ούτως»
που βλέμμα δεν μπορούσε να προβλέψει.

Και είμαι όνομα και πράγμα Βρούτος.


© Θεοδόσης Βολκώφ

Δευτέρα, Ιουλίου 04, 2011

4η Ιουλίου, Thomas Jefferson


"Ποια χώρα μπορεί να διατηρήσει τις ελευθερίες της αν οι κυβερνήτες της δεν προειδοποιούνται από καιρού εις καιρόν ότι ο λαός τους διατηρεί το πνεύμα της αντίστασης; Ας πάρουν όπλα [...] Τι σηματοδοτούν λίγες χαμένες ζωές σε μια περίοδο ενός ή δύο αιώνων; Το δέντρο της ελευθερίας πρέπει να αναζωογονείται από καιρού εις καιρόν με το αίμα πατριωτών και τυράννων. Αυτό είναι το φυσικό του λίπασμα".

Thomas Jefferson

Τρίτη, Ιουνίου 07, 2011

ΓΙΟΥΒΕΝΑΛΗΣ ΙΙ



ΓΙΟΥΒΕΝΑΛΗΣ ΙΙ

Μνήμη Louis Antoine de Saint-Just


Aπ’ του Θυμού το πυρωμένο αγέρι
σαρκώσου τώρα, Στίχε, κι έτσι τράβα
σε όσα η ποίηση αποφεύγει μέρη

στο τρυφερό και στο δειλό της διάβα.
Νέοι καιροί· πανάρχαιο προσκλητήρι –
Να καις· εδώ με πάγο, εκεί με λάβα.

Στης Ιστορίας τ’ άγριο χωνευτήρι
διάλεξε το πεδίο σου και στήσου
ορθός μέσα στο ψύχος και στην πύρη.

Λάβε, λοιπόν, τη θέση σου και οπλίσου.
Μεριά απόψε, Στίχε, θα διαλέξεις,
θα ορίσεις, επιτέλους, ποια η Γη σου

και σύσσωμος θα τήνε διαφεντέψεις.
Τη Διψασμένη μ’ αίμα θα ποτίσεις,
την κλίμακα των πόνων θα διατρέξεις,

μα δεν θα σπάσεις όσο κι αν λυγίσεις.
Στου πλήθους την ψυχή, Στίχε, βυθίσου
και πιες και λούσου εκεί ώς να μεθύσεις.

Κι ωστόσο πάλι Ελεύθερος κρατήσου
με μάτι γερακίσιο για να κρίνεις
τις πράξεις και την πράξη τη δική σου.

Κι από την άλλη κόβε όταν να λύνεις
δεν είναι ούτε ο τόπος ούτε η ώρα·
να καις, σαν πρέπει, και αν όχι, ας σβήνεις.

Όπως και να ‘χει ωστόσο, εμπρός προχώρα.
Πάτα με οπλές και χτύπα με τσεκούρια
κι αν πρέπει, κάψε ολάκερη τη χώρα

και μη σκεφτείς τα ενάντια και τα ούρια.
Ξεχέρσωσε ό,τι είναι να εκχερσώσεις
για να φανεί στη γη μια γη καινούργια

και χαλυβδώσου αν θες να χαλυβδώσεις.
Θύμωσες, Στίχε. Δεν αρκεί. Οργίσου. –
Και σκότωσε αν πρέπει να σκοτώσεις.

Τράχυνε στην Ανάγκη το κορμί σου
και νεύρα και μυώνες όλος δείξου,
την ίδια σου ψυχή, αν πρέπει, αρνήσου

κι ένας ενάντια σ’ όλους μόνος ρίξου·
φτάσε στα έσχατα τον Εαυτό σου,
στον πόλεμο και μες στο αίμα πνίξου·

ακόμα και το έγκλημα φορτώσου
και γίνε Τρόμος – έτσι θυσιάσου·
αν πρέπει, και αυτό – αποκτηνώσου.

Η Ανάγκη, ερωμένη και θεά σου,
στο σχήμα μιας αόρατης στεφάνης
θα σώζει αλλού την αθωότητά σου.

Αν θες να ζήσεις, πρέπει να πεθάνεις.


© Θεοδόσης Βολκώφ

Κυριακή, Ιουνίου 05, 2011

ΓΙΟΥΒΕΝΑΛΗΣ Ι

Eπ’ ευκαιρία, το κάτωθι αφιερώνεται στους τριάντα δύο – κυρίους και κυρίες, ποιητές και μη – που συνέταξαν αυτήν την έκθεση πανελληνίων εξετάσεων τιτλοφορώντας την «Τολμήστε» και που κηρύσσουν δι’ αυτής και από καθέδρας την ηθική του υποζυγίου.

Ας μην ανησυχούν· οι υπογράφοντες, ένας προς έναν, έγιναν με τον λόγο τους, όπως πάμπολλες φορές κατά το παρελθόν με τη σιωπή τους, αρεστοί σε αυτούς που όφειλαν, κατά τα πιστεύω και τις θέσεις τους, να γίνουν.

Εντούτοις, ας έχουν υπ’ όψιν τους και αυτό· η μεγάλη θεά της Ιστορίας που ακούει στο όνομα Ανάγκη, «πολύ συχνά μητρυιά, κάποτε όμως και μητέρα», δείχνει αλλά και θα δείξει πως η ηθική τους, ας είναι η κρατούσα, δεν είναι η μόνη· και η αισθητική τους επίσης.




ΓΙΟΥΒΕΝΑΛΗΣ Ι


«Ο ποιητής είναι ασφαλώς το γέννημα της εποχής του· αλίμονο όμως γι’ αυτόν αν είναι μαθητής της ή και το χαϊδεμένο της παιδί».

Friedrich Schiller




Η σήμερον – μια εποχή τυραννική·
σκλαβώνει και τους πρώτους η μορφή της
κι εμένα όλο στην τάξη ανακαλεί,
υπάκουο θέλοντάς με μαθητή της·
τα χαϊδεμένα της υψώνει αυτή παιδιά
ώς την περιωπή της Ιστορίας
με όλα τη φήμης ν’ αλυχτάνε τα σκυλιά,
ζητιάνοι μιας χυδαίας αθανασίας.

Η σήμερον – μητέρα μου φρικτή·
το πνεύμα της εντός μου φονευμένο
από τα χέρια μου, απ’ τη σκέψη, απ’τη φωνή,
από έναν βίο πολεμικό κι ερωτευμένο.
Η σήμερον – μητέρα μου οικτρή –
καμώματα, λογάκια και στολίδια,
μητρυιά είπε τη μάνα το παιδί
κι άντρας εδείχτη μέσα στα σαρίδια.

Η σήμερον – μια εποχή γυναικωτή·
αρσενικά και θηλυκά τα γύναια γύρω,
πόρνη εποχή που θέλει τιμητή
και τιμητή απ’ τα σπλάχνα μου ανασύρω.
Άλλοθεν άλλος και πηγαίνω αλλού.
Περιφρονώ κάθε ακκισμό και πορσελάνη.
Την πίστη και τη φύση του χαλκού
δουλεύω ενάντια στο γυναικομάνι.

Εγώ που υπήρξα ο πλέον τρυφερός,
στης Ιστορίας τ’ απόνερα πνιγμένος,
έγινα κι είμαι πλέον ο αυστηρός·
την τρυφεράδα μετουσίωσα σε μένος.
Αργά, με επιμονή μες στη σιωπή
σε αρχαίες φλόγες έτεινα τα χέρια,
μυώνες γέμισαν οι στίχοι κι οι ρυθμοί
και γρύπες έκανα τα μέσα περιστέρια.

Μολύνεις, κόσμε, εκείνα που αγαπώ,
τα κάνεις όμοιά σου, τα ντροπιάζεις·
να σε πονέσω θέλω – και μπορώ.
Γωνίες όλος έγινα· δεν σιάζεις
εμένα κατά πώς εσύ το θες.
Γωνίες όλος και αιχμές· αυξάνω
χτυπήματα δεχόμενος, πληγές
ανοίγοντας κι εγώ ώς να πεθάνω.

Παίρνει φωνή το αίμα και μιλά.
Παίρνει φωτιά το αίμα και προστάζει.
Η σάρκα που αιμάσσει αντιμιλά.
Ρομφαία ο Λόγος έγινε και σφάζει.
Καταντικρύ του αίσχους φοβερός.
Στον τρόμο αντιτάσσω άλλον Τρόμο.
Τον πόνο οπλίζει τώρα ο Θυμός
και ματωμένη, η Λευτεριά, τραβάς τον δρόμο.

Χύμηξα καταπάνω στον λαό
– μ’ αυτόν πριν απ’ τους τύραννους τα βάζω –
και σβέρκωσα όσους βρήκα απ’ τον σωρό
με νύχια και με δόντια. Με τον λάζο
του στίχου έγδαρα κάθε προβιά
για να φανεί του καθενός το άλλο δέρμα.
Με λόγια μελανά και πορφυρά
τίναξα μες στην εποχή το άλλο σπέρμα.

Έλα μου, άτεγκτη και αδήριτη ματιά·
διαπέρασε την εποχή σου πέρα ώς πέρα,
ματιά του λύγκα στυλωμένη στη νυχτιά,
αρνήσου· δημιούργησε τη μέρα.
Έλα μου, αμάλαγη και αφόρητη θωριά·
κι αν είσαι ο λειψός, μεγάλωσε· περίσσος
και γίνε κι άστραψε· σωπάστε, τρυφερά.
Πλήθυνε, δούλευε και χτύπα, το Άγιο Μίσος.

Σκότωσα τη ζωή μου για να πω
αυτό που όλοι σκιάζεστε ν’ ακούτε·
τράχυνα την ψυχή μου στον τροχό
της Ιστορίας, της Ανάγκης κι ούτε
κι αυτό δεν άρκεσε· και είπα «εγώ,
στρατός, λαός ολόκληρος να γίνεις».
Τον άντρα έζεψα μαζί και τον Θεό,
τα δυο καματερά μου σπρώχνει η Μήνις.

Κι έγινα ο πυρός και μελανός
κι έχτισα με τις σάρκες μου μια πίστη
και αργά ζωντάνεψε κι ο κόσμος ο νεκρός,
ψυχώθηκε, φλογίστηκε κι εσείστη.
Ύαινα ενώπιον μου η εποχή,
τα χνώτα μου στον σβέρκο της – ο τίγρης –
ένιωσε και θα νιώσει πιο πολύ.
Ευοί αναγκαία μου, φρικτή, σεμνή μου ύβρις.

Μόνη πιστή ερωμένη μου, Οργή,
– βίος πολεμικός κι ερωτευμένος –
εσύ μητέρα, θυγατέρα, εσύ αδελφή
κι εγώ από σένα ο άντρας γεννημένος.
Πυκνώνοντας, τραχύς και βλοσυρός,
αυτό που θέλω παρωθώ ή παρέλκω·
σαν τον γρανίτη, μαύρος και σκληρός,
μες στον αιώνα μου θα πέφτω – και θα στέκω.

© Θεοδόσης Βολκώφ