Πέμπτη, Απριλίου 23, 2015

Ποιος όμως είν' εκείνος που σπαράζει;



Σπαρασμός 

Γύρω η μαυρίλα, 
μέσα, η καρδιά μου. 
Στο πάτημά μου 
τρίζουν τα φύλλα.

Νερό, αργοκύλα! 
Στολίδια γάμου 
ξεσκίδια, χάμου.
Ἀνατριχίλα. 

Μέσ᾿ στὸ βιβλίο 
σκυμμένα μάτια, 
και δὲ διαβάζω. 

Σιωπή, ἐρμιά, κρύο. 
Πέρα; Παλάτια… 
Σκοινιά. Σπαράζω. 


Με πρώτη και καλύτερη την ιστοσελίδα του ΕΚΠΑ , όπου ανθολογείται ικανός αριθμός ποιημάτων Ελλήνων ποιητών, μεταξύ των οποίων και το ανωτέρω σονέτο, πλείστες όσες διαδικτυακές σελίδες (μπλογκ, φόρουμ, ποιητικές ανθολογίες, προσωπικές σελίδες στο facebook κτλ.) αναπαράγουν τον «Σπαρασμό», που φαίνεται να χαίρει κάποιας δημοφιλίας. Και γιατί όχι; Στο κάτω-κάτω έχουμε ενώπιόν μας ένα καθ’ όλα άρτιο ποίημα ως προς τη μορφή, τη ρυθμική του αγωγή και την εσωτερική του οικονομία. Ένα ποίημα που, συνεπές προς τον εαυτό του, μας δίνει ανάγλυφα αυτό που ο τίτλος του δηλώνει – τον σπαραγμό. Μέχρι εδώ όλα καλά και τίποτα το μεμπτό. 
   Ωστόσο, σε όλες τις σελίδες που φιλοξενούν το εν λόγω σονέτο ως δημιουργός του αναφέρεται ο πολύ αγαπητός ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης, που κατά κοινή ομολογία έχει χαρίσει στις γλώσσα μας μερικές από τις ωραιότερες λυρικές στιγμές της. Ακόμη και η ελληνική Βικιπαίδεια το περιλαμβάνει σε κατάλογο με ποιήματά του στο σχετικό λήμμα
   Μόνο που ο Λαπαθιώτης δεν έγραψε ποτέ κανένα ποίημα που να επιγράφεται «Σπαρασμός» και δεν χρησιμοποίησε ποτέ έναν τόσο ολιγοσύλλαβο στίχο σε κανένα του σονέτο. Αν δεν λαθεύω μάλιστα, χρησιμοποίησε αποκλειστικά τον πεντασύλλαβο σε ποίημά του μόνο μία φορά. 
   Το μικρό ποίημα που μας απασχολεί, παρά τις τόσες διαδικτυακές αναφορές που μαρτυρούν περί του αντιθέτου, δεν είναι του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, αλλά του Κωστή Παλαμά. Εντάσσεται στον κύκλο των «Πεντασύλλαβων» και δεν αποτελεί το μοναδικό σονέτο στο οποίο ο Παλαμάς θα χρησιμοποιήσει αυτόν τον ακαριαίο, σχεδόν στενάχωρο και, παρά τα φαινόμενα, δύσκολο στίχο. Θα επαναλάβει το εγχείρημα όχι μία και δύο, αλλά τουλάχιστον δεκατέσσερις φορές ακόμη. Συνιστά δε και από τις χαρακτηριστικές στιγμές του περίφημου «κασσιανισμού»του. Το βιβλίο, το νερό, τα ξεσκίδια, το άθλιο «εδώ» και το μακρινό και πάντα απρόσιτο«πέρα», η έμφυτη και για τούτο ανεξήγητη ανημπόρια που αντιδιαστέλλεται τόσο έντονα προς το ιδανικό, τα άσπαστα δεσμά, όλα αυτά είναι στοιχεία που έρχονται και επανέρχονται στο έργο του, δηλωτικά μιας διάθεσης ψυχικής που εκφράζεται με διάφορες μορφές εντός του ποιητικού του σύμπαντος και καθ’ όλη τη διάρκεια του λυρικού του βίου. 
   Παλαμάς λοιπόν και όχι Λαπαθιώτης εν προκειμένω. Το να αποδίδουμε το ποίημα του ενός στον άλλο αδικεί και τους δύο ποιητές. Και, αν μη τι άλλο, αυτή τη μικρή, την ελάχιστη μορφή δικαιοσύνης τούς την οφείλουμε. Την έχουν αμφότεροι κερδίσει. 

  Θ. Βολκώφ