ΓΙΟΥΒΕΝΑΛΗΣ ΙV
Mόνη πιστή ερωμένη μου, Οργή,
της κάθε νύχτας σκοτεινή Kυρά μου,
κάθε ίνα του κορμιού μου σε καλεί,
τη μήτρα σου γυρεύουν τα παιδιά μου.
Σάρκα που ιδέα σε είπανε, Εσύ
πηγή στερνή και πρώτη του Έρωτά μου,
να σε κοιμάμαι θέλω, τρομερή
πίστη κι ελπίδα· θλίψη και χαρά μου.
Μόνη πιστή ερωμένη μου, Οργή,
την ομορφιά σου πια ποιος διακρίνει·
τώρα που αδειάζει κι όλο αδειάζει η Γη
τη γύμνια μου η σάρκα σου θα ντύνει.
Σε σένα μόνον δέεται η Ψυχή,
μεστώνει αργά και με το ξίφος λύνει
τα αινίγματα που θέτει η Εποχή·
τη βλέπει, τη ζυγίζει και την κρίνει.
Μόνη πιστή ερωμένη μου, Οργή,
διώξε από πάνω μου όλες τις καμπύλες
και σκλήρυνέ με, κάνε με τραχύ,
να με μισούν οι σκύλοι και οι σκύλες
που μόνο τρων και καβαλιούνται, Οργή·
και λεγεώνες κάνε με και ίλες·
τον έναν πλήθυνέ τον πάλι, Εσύ,
και στήσε τον κριό μπροστά στις Πύλες.
Μόνη πιστή ερωμένη μου, Οργή,
στα πόδια σου τον βίο μου αποθέτω·
το σώμα προσφορά και προσευχή
η Γλώσσα που, Οργή, σού καταθέτω.
Είσαι η Ανάγκη. Κάλπασε γοργή.
Έσο η Φωνή. Το στόμα μου απελθέτω…
Και υποψάλλω – Οργή, Οργή, Οργή –
Οργή – η Βασιλεία σου ελθέτω.
© Θεοδόσης Βολκώφ