ΓΙΟΥΒΕΝΑΛΗΣ ΙΙ
Μνήμη Louis Antoine de Saint-Just
Aπ’ του Θυμού το πυρωμένο αγέρι
σαρκώσου τώρα, Στίχε, κι έτσι τράβα
σε όσα η ποίηση αποφεύγει μέρη
στο τρυφερό και στο δειλό της διάβα.
Νέοι καιροί· πανάρχαιο προσκλητήρι –
Να καις· εδώ με πάγο, εκεί με λάβα.
Στης Ιστορίας τ’ άγριο χωνευτήρι
διάλεξε το πεδίο σου και στήσου
ορθός μέσα στο ψύχος και στην πύρη.
Λάβε, λοιπόν, τη θέση σου και οπλίσου.
Μεριά απόψε, Στίχε, θα διαλέξεις,
θα ορίσεις, επιτέλους, ποια η Γη σου
και σύσσωμος θα τήνε διαφεντέψεις.
Τη Διψασμένη μ’ αίμα θα ποτίσεις,
την κλίμακα των πόνων θα διατρέξεις,
μα δεν θα σπάσεις όσο κι αν λυγίσεις.
Στου πλήθους την ψυχή, Στίχε, βυθίσου
και πιες και λούσου εκεί ώς να μεθύσεις.
Κι ωστόσο πάλι Ελεύθερος κρατήσου
με μάτι γερακίσιο για να κρίνεις
τις πράξεις και την πράξη τη δική σου.
Κι από την άλλη κόβε όταν να λύνεις
δεν είναι ούτε ο τόπος ούτε η ώρα·
να καις, σαν πρέπει, και αν όχι, ας σβήνεις.
Όπως και να ‘χει ωστόσο, εμπρός προχώρα.
Πάτα με οπλές και χτύπα με τσεκούρια
κι αν πρέπει, κάψε ολάκερη τη χώρα
και μη σκεφτείς τα ενάντια και τα ούρια.
Ξεχέρσωσε ό,τι είναι να εκχερσώσεις
για να φανεί στη γη μια γη καινούργια
και χαλυβδώσου αν θες να χαλυβδώσεις.
Θύμωσες, Στίχε. Δεν αρκεί. Οργίσου. –
Και σκότωσε αν πρέπει να σκοτώσεις.
Τράχυνε στην Ανάγκη το κορμί σου
και νεύρα και μυώνες όλος δείξου,
την ίδια σου ψυχή, αν πρέπει, αρνήσου
κι ένας ενάντια σ’ όλους μόνος ρίξου·
φτάσε στα έσχατα τον Εαυτό σου,
στον πόλεμο και μες στο αίμα πνίξου·
ακόμα και το έγκλημα φορτώσου
και γίνε Τρόμος – έτσι θυσιάσου·
αν πρέπει, και αυτό – αποκτηνώσου.
Η Ανάγκη, ερωμένη και θεά σου,
στο σχήμα μιας αόρατης στεφάνης
θα σώζει αλλού την αθωότητά σου.
Αν θες να ζήσεις, πρέπει να πεθάνεις.
© Θεοδόσης Βολκώφ