Τετάρτη, Νοεμβρίου 22, 2006

Aφήνουμε Αγγλίες, αφήνουμε Αμερικές και γυρίζουμε εδώ. Εδώ. Τώρα βέβαια αυτό το «εδώ» είναι ένα ζήτημα. Ίσως μάλιστα να είναι και το ζητούμενο. Το αιτούμενο...

Λιανοτράγουδα λοιπόν...



Καινούρια αγαπημένη μου, στάσου κομμάτ’ οπίσω.

Παλιά φιλιά μού ’πάντησε και θω να τη μιλήσω.


Λησμονημένη σ’ είχα γω· τώρα που σ’ είδα πάλι,

μού ’βαλες πόνο στην καρδιά και ζάλη στο κεφάλι.


Παλιά στράτα δε χάνεται, καινούρια δεν πατιέται,

ουδέ παλιά αγαπητικιά δεν απολησμονιέται.


Σαν είν’ η αγάπη μπιστική, παλιώνει μηδέ λιώνει·

ανθεί και δένει στην καρδιά και ξανακαινουργώνει.


Αδύνατό είναι μια καρδιά σαν πληγωθεί να γιάνει·

μοιάζει δεντρί που μαραθεί και πλιο καρπό δεν κάνει.


Από μικρός σε φύτεψα μες στης καρδιάς τα βάθη,

κι είν’ ο καρπός οπού τρυγώ, καημοί, πληγές και πάθη.


Για ιδές εκείνο το βουνό, οπού άναψε και καίγει:

κάποιος αγάπην έχασε και κάθεται και κλαίγει.


Δεν είναι πόνος να πονεί, πόνος να θανατώνει,

σαν την αγάπη την κρυφή που δεν ξεφανερώνει.


Η αγάπη βράχους κατελεί και τα θεριά μερώνει,

κι εγώ την έχω στην καρδιά, γι’ αυτό με θανατώνει.


Της θάλασσας τα κύματα τρέχω και δεν τρομάζω,

κι όντας σε συλλογίζομαι, τρέμω κι αναστενάζω.


Ωσάν η νύχτα η σκοτεινή, π’ όλα τα κάνει μαύρα,

έτσ’ είναι όλα στην καρδιά, σαν την πλακώσει η λάβρα.


Χωρίς αέρα το πουλί, χωρίς νερό το ψάρι.

χωρίς αγάπη δε βαστούν κόρη και παλικάρι.


Απ’ όντε δεν εσμίξαμε, ψηλέ λιγνέ μου, κρίνε,

δεν αναντράνισα να ιδώ, είναι ντουνιάς, δεν είναι.


Εμίσεψες και μ’ άφησες σαν παραπονεμένη,

σαν εκκλησιά αλειτούργητη σε χώρα κουρσεμένη.


Πηγή: Δημοτικά Τραγούδια, Συλλογή Νικολάου Γ. Πολίτη



Άμποτε από τέτοιες πηγές να πίνουμε πάντα...