O ΔΑΙΜΟΝΑΣ
(απόσπασμα δεύτερο)
Η κόλαση με θέλησε δικό της
και τη φωτιά της έκανα καρδιά μου
και πόθησα τη Μάγισσα στης νιότης
το ξέσπασμα – γεννιέται η θάλασσά μου.
Κι είν’ από μαύρη οργή και το θυμό της
υψώνοντας σε κύματα η φωτιά μου
να την αρπάξει θέλει – στο βυθό της
να ζήσει εκεί γοργόνα μου, βαθιά μου.
Δεν ξέρω αν είν’ Αγάπη· είναι Μοίρα!
Κι εγώ ένας Δαίμονας Θεό ζωσμένος,
του πόθου και του πάθους η πλημμύρα,
αρχαίος και υπερήφανος, θλιμμένος,
σ’ εμέ η φωτιά δεσπόζει απ’ τα στοιχεία,
Δόξα μου κι Αρετή μου κι Αμαρτία.
© Θεοδόσης Βολκώφ