Δευτέρα, Ιουλίου 10, 2006

O ΔΑΙΜΟΝΑΣ
(α' μέρος - αποσπάσματα)






Η κόλαση με θέλησε δικό της
και τη φωτιά της έκανα καρδιά μου
και πόθησα τη Μάγισσα στης νιότης
το ξέσπασμα – γεννιέται η θάλασσά μου.


Κι είν’ από μαύρη οργή και το θυμό της
υψώνοντας σε κύματα η φωτιά μου
να την αρπάξει θέλει – στο βυθό της
να ζήσει εκεί γοργόνα μου, βαθιά μου.


Δεν ξέρω αν είν’ Αγάπη· είναι Μοίρα!
Κι εγώ ένας Δαίμονας Θεό ζωσμένος,
του πόθου και του πάθους η πλημμύρα,

αρχαίος και υπερήφανος, θλιμμένος,
σ’ εμέ η φωτιά δεσπόζει απ’ τα στοιχεία,
Δόξα μου κι Αρετή μου κι Αμαρτία.











Είμαι Ψυχή· μια Ζωή και μια Μοίρα,
λύκος στην έρημο και μάχη και σεισμός,
κολάσεων πύλη, παράδεισου θύρα,
πόθος και έρωτας και νίκη και θυμός.


Είμαι Οργή· της φύσης μου η θήρα,
άφθαρτη ουσία και πορεία και σκοπός,
της σκέψης και του πάθους την πορφύρα
κι αίματα ντύθηκα, και μαύρος καλπασμός.


Κι έχω τη χαίτη που ‘χει το λιοντάρι
και χείμαρρου φωτιάς και καταρράχτη
ορμή, ματιά του τίγρη, αλκής τα θάρρη,

καπνούς αφήνω πίσω μου και στάχτη·
ρίζες στη Γη, σε μνήμα ή σε λάκο,
φτερά της νυχτερίδας κι από δράκο.











Μπροστά σε σκαλοπάτι’ από τοπάζι
ξίφος που στάζει αίματα κραδαίνω,
στα πόδια μου πεσμένη και ουρλιάζει,
του σκότους ρόδο που ‘δρεψ’ ανασαίνω.


Διπλό πελέκι εκείνη και με σφάζει,
μέταλλο κι από μένα πυρωμένο,
τον Έρωτα στα μάτια ποιος κοιτάζει,
με τη ζωή μου πλάθω πεπρωμένο.


Για εμάς, κόσμος εχθρός και καταδίκη,
αθάνατη φωτιά κι αιώνιος τρόμος,
μέσα σε τόσο θάνατο και φρίκη,

- αμαρτωλοί κι οι δυο, εγώ κι εκείνη -
αγάπη μαύρη μας ενώνει κι όμως
ανάξιος είν’ ο κόσμος να μας κρίνει.











Στο στήθος σου οι πόθοι των αγνών,
στα μάτια σου τα πάθη των ηρώων,
στον ουρανό σου τ’ άστρα των Θεών,
ξεσπούν στη Γη σου οι θρήνοι των αθώων.


Συγκρούσεις μακρινές αστερισμών,
θηρίων, απ’ τη λήθη, ορμές και ζώων,
γεννήσεις και πορείες των λαών,
Σκυθών και Κιμμερίων, Κελτών, Τρώων.


Οι μάχες τους κι οι πόνοι κι οι πληγές
είναι δικοί σου, η Φωνή μού είπε·
τον κόσμο αυτόν αγκάλιασε και δες

και τις πληγές σου κάθισε και μέτρα,
ρυθμέ ζωής, της Γης παλμέ και χτύπε,
εσύ που είσαι φλόγα κι είσαι πέτρα.











Πότε θα μάθεις να διαβάζεις τη φωτιά,
το μαύρο γράμμα στο πυρό λυκόφως,
του μαύρου λιονταριού στην πέτρα τη νυχιά,
του δράκοντα το σχήμα στο αστρόφως...


Τα μυστικά σημάδια πάνω στα σπαθιά
και τα σπαθιά στους τάφους κι ένας λόφος,
κι εκεί εγώ και σε κοιτάζω από μακριά
ενώ ουρανούς γεννά γύρω μου ο ζόφος.


Έλα! Θα σου διδάξω τη γραφή μου,
κατάβαθα στα προαιώνια σκότη,
δε βρίσκεται σε βίβλους και χαρτιά

- η μόνη που θα μάθει και η πρώτη -
την ψηλαφίζεις ήδη στη μορφή μου,
στο μέτωπο, στα μάτια, στα φτερά.











«Eίμ’ ο ουρανός και όλος σκοτεινιάζω.
Κορμί από πηλό που σε προσβάλλω
ξύλο εσύ γίνεσαι και σε χαράζω
κι ύστερα πέτρα που χτυπώ· σε σάλο


φτιάχνεσαι μέσα σίδερο· σου κράζω:
“Μπορείς λοιπόν να γίνεις τίποτ’ άλλο”;
Ολούθε σε κυκλώνω, σε ρημάζω,
δόσου και στην Εδέμ μου θα σε βάλω...


Εσύ που όλο τινάζεις το κεφάλι
ποιο μέταλλο θα γίνεις, πού θα φτάσεις,
άτι και ταύρος από ατόφιο ατσάλι,

δεν έχει άλλα η γη για να δαμάσεις»...
- Εγώ που θειάφι πάντοτε ανασαίνω
όσο θα σκοτεινάζεις θα σκληραίνω.











Εγώ που το κορμί σου αποθεώνω,
πέλμα κι αστράγαλο, μηρούς, κεφάλι,
σπόνδυλο σπόνδυλο που χαρακώνω
την πλάτη με τα δόντια και μ’ ατσάλι,


λαιμό που μου αφήνεται σε φόνο,
κοιλιά και στήθος σε σπασμό και πάλη,
με τα φτερά μου σ’ αγκαλιάζω μόνο
και σε τυλίγω από παντού θρύλων αιθάλη.


Βαθύ που απ’ το λαιμό αρχίζει αυλάκι,
το χέρι μου που βίαιο σε διαβάζει,
- εγώ της Γης ο λύκος κι όλ’ οι δράκοι -

των ώμων που αδράχνω άγριο ρίγος,
το βάρος μου σού δίνω που σπαράζει
και νόημα καινούργιο, θείο σφρίγος!




© Θεοδόσης Βολκώφ