Τετάρτη, Ιουλίου 12, 2006

ΟΙ MΑΥΡΟΙ ΣΤΙΧΟΙ
(τραγούδι)




Του Γιώργου Πύργαρη, ακριβοδικαίως



Θυμός ήταν η δεύτερη κι Οργή η πρώτη λέξη
της ποίησης που χάραξες με αίμα στη φωτιά·
την άναρχη μανία σου ποιος μπόρεσε ν’ αντέξει·
εδώ είναι όλα πύρινα – σκληρά και σκοτεινά...

Τριάντα χρόνια στα γνωστά και στα υγρά υπόγεια,
το στήθος σου αρρώστησε ανάβοντας φωτιές
και οι φωτιές τα σκοτεινά στους τοίχους γράψαν λόγια
που σ’ άλλα στήθη ζήτησαν να λύσουν τις σιωπές.

Με το τσιγάρο ανάμεσα στα δυο σφιγμένα χείλια,
γράφοντας στίχους στα κλεφτά την ώρα της δουλειάς,
η μαύρη φλόγα ήσουνα και γύρευες φιτίλια·
επαναστάσεις ήθελες, παιδί της πυρκαγιάς...

... Στο σπίτι που αγάπησες δουλειές κάνει ο σαράφης,
μια μακρινή ξαδέρφη σου γίνηκε παστρικιά,
«έτσ’ είν’ ο κόσμος» σού είπανε, μα εσύ δεν υπογράφεις
κι ας ζεις πάντα στο κάτεργο δεμένος στο χαλκά...

Στο θόρυβο και στη σιωπή της γλώσσας σου οι ήχοι
χάνονται κι είν’ ανώφελο απόψε να μιλάς,
μα πεπρωμένο σου ήτανε εκείν’ οι Μαύροι Στίχοι
και τους χαράζεις στο χαρτί χαλκό σα να πατάς.



© Θεοδόσης Βολκώφ