Ο ΠΟΥ ΑΡΜΑΤΩΘΗΚΕ
(τραγούδι)
Του Βόα, τραγούδι «δίδυμο»
Όλοι να λένε τη ζωή σου πως τη χάλασες
και το καλό σου πως απόδιωξες αστέρι·
κι εσένα να σε δέρνουν άλλες θάλασσες
και να γυρεύεις της καρδιάς σου το ασκέρι.
Το μαύρο τούτο δόκανο που πιάστηκες
- έτσι το θέλησα, μού λες, κι Αυτό με θέλει -
χίλιες ευλόγησες φορές και καταράστηκες,
μια θέρμη ανέγνωρη σού πύρωνε τα μέλη.
Ό,τ’ είχες ακριβό στο βγάλαν ψεύτικο
κι άγκριζ’ ο έρωτας κι o πόλεμος στο στήθος
και το τραγούδ’ ήρθε στα χείλη σου το κλέφτικο,
Λύκε αδερφέ μου που άστραψες στο ημίφως.
Απ’ όλα όσα λαβώνουνε λαβώθηκες,
παντού οι άτιμοι κι απάντησες αντρίκεια
κι, αντί να φύγεις, ήρθες κι αρματώθηκες
με του θυμού και της οργής τα φυσεκλίκια.
© Θεοδόσης Βολκώφ