ΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟ ΣΧΟΛΙΟ
Αφήνω για λίγο κατά μέρος την ποίηση και τα της ποίησης γενικότερα για ένα πολύ σύντομο σχόλιο.
Την Παρασκευή που μας πέρασε, στη «Βιβλιοθήκη», το γνωστό ένθετο της «Ελευθεροτυπίας», δημοσιεύθηκε ένα αφιέρωμα με τίτλο «Λογοτεχνία και Διαδίκτυο». Θα περίμενε κανείς, από τη στιγμή που συμβαίνουν πολλά και ενδιαφέροντα στον κυβερνοχώρο, η ενασχόληση της «Βιβλιοθήκης» να είναι ουσιαστικότερη και συνεπέστερη με την ίδια την έννοια του αφιερώματος.
Δεν ενοχλούν τόσο οι λίγες σελίδες που καταλαμβάνει το θέμα – άλλωστε, αν κάποιος λέει πράγματα και όχι λόγια, για να θυμηθούμε και τη ρήση ενός συγχρόνου του Μιχαήλ Άγγελου για τον γλύπτη, λίγες γραμμές και μόνον αρκούν. Εκείνο που κάνει εντύπωση είναι ότι, τελικά, επί της ουσίας τίποτα δεν ειπώθηκε, τη στιγμή μάλιστα που ένας διόλου ευκαταφρόνητος αριθμός νέων συγγραφέων δραστηριοποιείται στο διαδίκτυο, δημοσιεύοντας κέιμενά τους και ανταλλάσσοντας απόψεις με ομοτέχνους τους και αναγνώστες σε προσωπικά ιστολόγια, διάφορα site και ηλεκτρονικά περιοδικά.
Δεν αξιώνει ίσως κανείς να αναφερθούν οι συντάκτες του αφιερώματος ονομαστικά σε συγγραφείς που συστηματικά δημοσιεύουν στο διαδίκτυο και των οποίων η φωνή κομίζει ενδεχομένως κάτι το νέο. Ας δεχθούμε ότι αυτό δεν ήταν μέσα στα πλαίσια του αφιερώματος όπως οι ίδιοι το αντιλαμβάνοται, ούτε και μέσα στις επιδιώξεις του που οι ίδιοι φυσικά έχουν θέσει. Σεβαστό απολύτως. Περιμέναμε όμως, αν μη τι άλλο, την αναφορά έστω τριών τεσσάρων διαδικτυακών τόπων όπου η σκέψη παλεύει να διαμορφωθεί και η λέξη μάχεται για την καθαρή άρθρωσή της.
Θα μπορούσε κανείς να αντιταχθεί σε αυτό λέγοντας ότι «εδώ, ο λόγος μας είναι θεωρητικός και ότι προσπαθούμε να φτάσουμε σε μια εποπτεία του όλου φαινομένου». Ο λόγος, θεωρητικός ή όχι – και δεν θα εξετάσω εδώ την ποιότητα των όσων γράφτηκαν – πρεπει να είναι πάντα συγκεκριμένος. Το συγκεκριμένο μάς χρειάζεται και μάς λείπει και δουλειά μας είναι να πλάσουμε μορφές. Και η μορφή, παντού, στην ποίηση, στη φιλοσοφία, στη μουσική, είναι πάντοτε συγκεκριμένη. Τέχνη είναι η αποθέωση του συγκεκριμένου γράφω σε ένα κείμενό μου. Ο λόγος των μεγάλων φιλοσόφων κάθε εποχής πασχίζει για τούτο το πράγμα και μέσα σε όλη του την εκπληκτική αφαίρεση ακόμα, παραμένει συγκεκριμένος απολύτως και παλεύει να κρατήσει στυλωμένο το βλέμμα του σε αυτό που υποψιάζεται ως είναι.
Νομίζω λοιπόν πως εδώ οι συντάκτες μας χάσαν από τα μάτια τους το πράγμα, που δεν είναι άλλο από το ζωντανό, ζεστό κορμί της λογοτεχνίας, μιας λογοτεχνίας που πάλλει και ανθίζει και μέσα στο διαδίκτυο. Για τίποτα το ζωντανό δεν μας μίλησαν. Επιδόθηκαν απλώς σε αφαιρέσεις που λίγο έως πολύ είναι έτοιμες στα χείλη όλων και σε επισημάνσεις που ένας καλός μαθητής έκθεσης μπορεί κάλλιστα να διατυπώσει. Τώρα, το αν σε κάποια σημεία η έκφραση γίνεται λίγο πιο περίτεχνη και η παρατήρηση πιο οξεία, αυτό λίγο με ενδιαφέρει, καθώς δεν εντοπίζω την ουσία εκεί. Εξάλλου – το ομολογώ -. τα τελευταία δέκα με δεκαπέντε χρόνια ευδοκιμεί στη χώρα μας ένας δοκιμιακός λόγος πολύ δουλεμένος, πολύ λεπτουργημένος, πολύ «διαβασμένος», τον οποίο ωστόσο βρίσκω εξαιρετικά βαρετό έως αδιάφορο, και σίγουρα πάντως πολύ κουραστικό. Πιθανόν βέβαια και να μην είμαι ο «επαρκής αναγνώστης» τέτοιων κειμένων, για να χρησιμοποιήσουμε έναν από τους όρους που οι φιλόλογοι και οι κριτικοί μας τον φοράνε πολύ. Και για να γλιτώσω κάποιον από κόπο και χρόνο να σκέφτεται και να εξετάζει προσπαθώντας να καταλήξει στο αν είμαι ή δεν είμαι, δηλώνω απερίφραστα πως δεν είμαι και πως δεν με ενδιαφέρει να γίνω.
Τώρα βέβαια, και για να επανέλθω στο θέμα μας κλείνοντας αυτό το πολύ σύντομο σχόλιο, δεν μπορώ να μην εκφράσω τη γενικότερη δυσπιστία μου απέναντι στα περιοδικά που ασχολούνται ή που καμώνονται πως ασχολούνται με τη λογοτεχνία και το βιβλίο. Τι συναντάμε εκεί; Καμιά διακοσαριά – μπορεί και να λέω πολλά – ονόματα, εκδοτών, διευθυντών, δημοσιογράφων, λογοτεχνών, καθηγητών, που εναλλάσσονται στις θέσεις και στην αρθρογραφία καθορίζοντας το τι δημοσιεύεται, τι εκδίδεται και τι προωθείται και, σαν να μην έφταναν όλα αυτά, τελικά το τι είναι και τι δεν είναι ποίηση καθώς και το ποιος είναι ποιητής και ποιος όχι. Κι αυτό συμβαίνει εδώ και πολλά πολλά χρόνια (παραπέμπω στις «Χαμένες Ψευδαισθήσεις» του τρομερού Μπαλζάκ, στο σημείο όπου ο ήρωας Λυσιέν αντιμετωπίζει τη σκληρή εκδοτική και δημοσιογραφική πραγματικότητα του Παρισιού).
Οι όψιμες εποχές μιλάν και γράφουν πολύ σημείωνε ο Νίτσε, για να προσυπογράψει αργότερα τούτη τη ρήση και ο Spengler. Tα περιοδικά λειτουργούν, και πώς αλλιώς άλλωστε, πλήρως εναρμονισμένα με το πνευματικό κλίμα της εποχής που δεν είναι άλλο από τους όρους της αγοράς. Οι φορείς της διαφήμισης και της διακίνησης του βιβλίου είναι πλέον ένα μεγάλο όπλο στα χέρια της συντήρησης, της όποιας συντήρησης, μικρής ή μεγάλης.
Από αλλού θα ξεπηδήσει η φλόγα. Όχι από τα ηχηρά και τα πολυδιαφημιζόμενα. Από τα ταπεινά μάλλον, από αυτά που εργάζονται στη νύχτα και στη σιωπή. Τα αστέρια που γεννιούνται μέσα από το πιο βαθύ σκοτάδι, αυτά και κρατούν την υπόσχεση της πυρκαγιάς.
© Θεοδόσης Βολκώφ