Ολετήρα των στιγμών και των ερώτων
σπορέα της απώλειας
με το πρόσωπό Σου της φθοράς
μάταια ζητάς απελπισία να με διδάξεις·
στο καθημερινό καθήκον μου ταγμένος
θα προχωρώ θα γράφω και θα κλέβω
ζωή επιούσια από το θάνατο
με στίχους.
© Θεοδόσης Βολκώφ
Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΓΗΣ ΣΤΗ ΓΗ ΤΟΥ Γ’ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ «Η ζωή είναι η ουσία της τέχνης και η τέχνη το βλέμμα που βυθίζεται στην καρδιά της ζωής». Romain Rolland
ROMAIN ROLLAND
ένας πρόλογος
Θέλω να δώσω τον λόγο στον Romain Rolland (1866 – 1944). Ξεχασμένος σήμερα, για λόγους που σκοπεύω να εξετάσω μιαν άλλη φορά, αυτός ο συγγραφέας και μουσικολόγος, νομπελίστας το 1915 (μοίρασε τα χρήματα του βραβείου ώς την τελευταία δεκάρα), δημιούργησε μέσα σε μύριες όσες δυσχέρειες, το ένα μετά το άλλο, έργα σπάνιας ηθικής ευγένειας, γενναιότητας απαράμιλλης και ομορφιάς ανθρώπινης βαθιά. Υπήρξε μια από τις πιο αγνές ψυχές που γεννήθηκαν σε αυτόν τον κόσμο και αγωνίστηκε με όλες του τις δυνάμεις και ώς την τελευταία του πνοή για το κοινό καλό· για την ηθική και πνευματική εξύψωση του ανθρώπου σε μια εποχή που, όπως και η δική μας, αντιμετώπιζε εχθρικά κάθε ανάλογη προσπάθεια. Όσοι αγωνίζεστε, αναζητήστε τον. Θα βρείτε σ΄αυτόν έναν φίλο μονάκριβο, ένα αδελφό εν όπλοις που έμεινε πιστός στον αγώνα, που προδόθηκε φορές πολλές μα που δεν πρόδωσε ποτέ, που σταυρώθηκε κατ’ επανάληψιν μα που κήρυττε και στο σταυρό ακόμη την ανάσταση με τους λόγους και με τις πράξεις του. Μπορούμε να αντλήσουμε από τη δύναμή του. Η ολότελα αρσενική, η ρωμαλέα του θέληση, χυμένη σαν σε χαλκό μέσα στις χιλιάδες χιλιάδων σελίδες του, μπορεί να ανδρώσει και τη δική μας.
Παραθέτω τον πρόλογο από το βιβλίο του Rolland «Μπετόβεν» σε μετάφραση Χαρ. Ε. Ανανιάδου στις εκδόσεις Μαικήνας του 1958. Ας ακούσουμε λοιπόν αυτόν τον γενναίο άνδρα να μιλάει με αγάπη, όπως άλλωστε πάντοτε μιλούσε, για κάποιον που, πέρα από κάθε αμφιβολία και κριτική, την αξίζει....
Ο αέρας είναι γύρω μας βαρύς. Η γηραιά Ευρώπη αποναρκώνεται μέσα σε μια βαριά και διεφθαρμένη ατμόσφαιρα. Ένας ταπεινός υλισμός βαραίνει τη σκέψη και εμποδίζει τη δράση των κυβερνήσεων και των ατόμων. Ο κόσμος πεθαίνει από ασφυξία μέσα στον συνετό και χυδαίο εγωισμό του. Ο κόσμος πνίγεται. – Ας ανοίξουμε τα παράθυρα. Ας αφήσουμε να μπει ελεύθερος ο αέρας. Ας αναπνεύσουμε την πνοή των ηρώων.
Η ζωή είναι σκληρή. Είναι ένας καθημερινός αγώνας για εκείνους που δεν υποτάσσονται στην ψυχική μετριότητα, και συνήθως ένας αγώνας θλιβερός, χωρίς μεγαλείο, χωρίς ευτυχία, που γίνεται μες στη μοναξιά και στη σιωπή.
Βασανισμένοι από τη φτώχεια, απ’ τις σκληρές φροντίδες του σπιτιού. απ’ τις συντριπτικές και ανόητες ασχολίες, όπου οι δυνάμεις χάνονται ανώφελα, χωρίς ελπίδα, χωρίς καμιά αχτίδα χαράς, οι περισσότεροι είναι χωρισμένοι ο ένας απ’ τον άλλον και δεν έχουν και την παρηγοριά να μπορούν να δώσουν μες στη δυστυχία το χέρι τους στ’ αδέρφια τους που αγνούν και που τους αγνοούν. Δεν πρέπει παρά να υπολογίζουν μονάχα στον εαυτό τους. Κι είναι στιγμές που κι οι πιο δυνατοί λυγίζουν από τον πόνο. Ζητούν μια βοήθεια, έναν φίλο.
Για να τους βοηθήσω, ανέλαβα να παρατάξω γύρω τους τούς ηρωικούς φίλους, τις μεγάλες ψυχές που υπέφεραν για το καλό. Οι βίοι αυτών των επιφανών ανδρών δεν απευθύνονται στην αλαζονεία των φιλοδόξων· είναι αφιερωμένοι στους δυστυχισμένους.
Και ποιος δεν είναι δυστυχισμένος στο βάθος; Σ’ αυτούς που υποφέρουν ας δώσουμε το βάλσαμο του ιερού πόνου. Δεν είμαστε μόνοι στον αγώνα. Η νύχτα του κόσμου είναι φωτισμένη από φώτα θεϊκά [...]. Αν δεν πέτυχαν να διαλύσουν το παχύ σκοτάδι, μάς έδειξαν τον δρόμο στο φως μιας αστραπής. Ας βαδίσουμε κατόπιν της, πίσω από όλους εκείνους που πάλαιψαν σαν κι αυτούς, απομονωμένοι, διασκορπισμένοι σ’ όλες τις χώρες και σ’ όλους τους αιώνες. Ας καταργήσουμε τα σύνορα του χρόνου. Ας αναστήσουμε το πλήθος των ηρώων.
Αυτούς που θριαμβεύσανε με τη σκέψη ή τη δύναμη δεν τους λέω ήρωες. Ήρωες λέω εκείνους μόνο που στάθηκαν μεγάλοι στην καρδιά. Όπως το είπε ένας απ’ τους μεγαλύτερους ανάμεσά τους, αυτός που διηγούμαστε εδώ τη ζωή του: «Δεν αναγνωρίζω άλλο γνώρισμα ανωτερότητας από την καλοσύνη». Όπου ο χαρακτήρας δεν είναι μεγάλος δεν υπάρχει μεγάλος άνθρωπος, δεν υπάρχει ούτε μεγάλος καλλιτέχνης ούτε μεγάλος άνθρωπος δράσης. Υπάρχουν μόνο κενά είδωλα για το χυδαίο πλήθος: ο χρόνος τα καταστρέφει μαζί του. Λίγο μας νοιάζει η επιτυχία. Πρόκειται να είμαστε μεγάλοι, όχι να φαινόμαστε.
Η ζωή αυτών που προσπαθούμε να γράψουμε την ιστορία εδώ στάθηκε πάντα ένα μακρύ μαρτύριο. Είτε γιατί μια τραγική μοίρα θέλησε να σφυροκοπήσει την ψυχή τους στο αμόνι του φυσικού και ηθικού πόνου, της δυστυχείας και της αρρώστειας, είτε γιατί η ζωή τους αφανίστηκε και η καρδιά τους ξεσκίστηκε από τη θέα των μαρτυρίων και των ανείπωτων εξευτελισμών με τους οποίους βασανίστηκαν τ’ αδέρφια τους, έφαγαν το καθημερινό ψωμί της Δοκιμασίας. Κι αν στάθηκαν μεγάλοι στη δράση, είναι γιατί στάθηκαν μεγάλοι στη δυστυχία.
Ας μην βαρυγκομούν λοιπόν εκείνοι που είναι δυστυχισμένοι. Οι εκλεκτοί της ανθρωπότητας είναι μαζί τους. Ας τραφούμε με την ανδρεία τους· κι αν είμαστε πολύ αδύναμοι, ας ξεκουράσουμε μια στιγμή το κεφάλι μας στα γόνατά τους. Θα μας παρηγορήσουν. Από τις ιερές αυτές ψυχές ξεχύνεται ένας χείμαρρος γαλήνιας δύναμης και δυνατής καλοσύνης. Χωρίς καν να υπάρξει ανάγκη να ερευνήσουμε τα έργα τους και ν’ ακούσουμε τη φωνή τους, θα διαβάσουμε στα μάτια τους, στην ιστορία της ζωής τους, πως ποτέ η ζωή δεν είναι πιο μεγάλη, πιο γόνιμη και πιο ευτυχισμένη – παρά μέσα στον πόνο.
Μπροστά στην ηρωική αυτή λεγεώνα, ας δώσουμε την πρώτη θέση στον ηρωικό κι αγνό Μπετόβεν. Ο ίδιος μέσα στους πόνους του ευχόταν το παράδειγμά του να είναι στήριγμα για τους άλλους δυστυχισμένους [...]. Αφού κατόρθωσε ύστερα από πολύχρονο αγώνα να νικήσει τον πόνο του και να εκτελέσει τον σκοπό του, που ήταν, καθώς έλεγε ο ίδιος, να δώσει λίγο θάρρος στη δύστυχη ανθρωπότητα, ο νικητής αυτός Προμηθέας απαντούσε σε έναν φίλο του που επικαλούνταν τον Θεό: «Ω άνθρωπε! Βοήθει σεαυτόν»!
Ας εμπνευστούμε από τα περήφανα λόγια του. Ας αναζωογονήσουμε σύμφωνα με το παράδειγμά του την πίστη του ανθρώπου στη ζωή και στον άνθρωπο!
Ιανουάριος 1903
Romain Rolland
και για την αντιγραφή
Θεοδόσης Βολκώφ
Ο ΠΟΥ ΑΡΜΑΤΩΘΗΚΕ
(τραγούδι)
Του Βόα, τραγούδι «δίδυμο»
Όλοι να λένε τη ζωή σου πως τη χάλασες
και το καλό σου πως απόδιωξες αστέρι·
κι εσένα να σε δέρνουν άλλες θάλασσες
και να γυρεύεις της καρδιάς σου το ασκέρι.
Το μαύρο τούτο δόκανο που πιάστηκες
- έτσι το θέλησα, μού λες, κι Αυτό με θέλει -
χίλιες ευλόγησες φορές και καταράστηκες,
μια θέρμη ανέγνωρη σού πύρωνε τα μέλη.
Ό,τ’ είχες ακριβό στο βγάλαν ψεύτικο
κι άγκριζ’ ο έρωτας κι o πόλεμος στο στήθος
και το τραγούδ’ ήρθε στα χείλη σου το κλέφτικο,
Λύκε αδερφέ μου που άστραψες στο ημίφως.
Απ’ όλα όσα λαβώνουνε λαβώθηκες,
παντού οι άτιμοι κι απάντησες αντρίκεια
κι, αντί να φύγεις, ήρθες κι αρματώθηκες
με του θυμού και της οργής τα φυσεκλίκια.
© Θεοδόσης Βολκώφ
ΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟ ΣΧΟΛΙΟ
Αφήνω για λίγο κατά μέρος την ποίηση και τα της ποίησης γενικότερα για ένα πολύ σύντομο σχόλιο.
Την Παρασκευή που μας πέρασε, στη «Βιβλιοθήκη», το γνωστό ένθετο της «Ελευθεροτυπίας», δημοσιεύθηκε ένα αφιέρωμα με τίτλο «Λογοτεχνία και Διαδίκτυο». Θα περίμενε κανείς, από τη στιγμή που συμβαίνουν πολλά και ενδιαφέροντα στον κυβερνοχώρο, η ενασχόληση της «Βιβλιοθήκης» να είναι ουσιαστικότερη και συνεπέστερη με την ίδια την έννοια του αφιερώματος.
Δεν ενοχλούν τόσο οι λίγες σελίδες που καταλαμβάνει το θέμα – άλλωστε, αν κάποιος λέει πράγματα και όχι λόγια, για να θυμηθούμε και τη ρήση ενός συγχρόνου του Μιχαήλ Άγγελου για τον γλύπτη, λίγες γραμμές και μόνον αρκούν. Εκείνο που κάνει εντύπωση είναι ότι, τελικά, επί της ουσίας τίποτα δεν ειπώθηκε, τη στιγμή μάλιστα που ένας διόλου ευκαταφρόνητος αριθμός νέων συγγραφέων δραστηριοποιείται στο διαδίκτυο, δημοσιεύοντας κέιμενά τους και ανταλλάσσοντας απόψεις με ομοτέχνους τους και αναγνώστες σε προσωπικά ιστολόγια, διάφορα site και ηλεκτρονικά περιοδικά.
Δεν αξιώνει ίσως κανείς να αναφερθούν οι συντάκτες του αφιερώματος ονομαστικά σε συγγραφείς που συστηματικά δημοσιεύουν στο διαδίκτυο και των οποίων η φωνή κομίζει ενδεχομένως κάτι το νέο. Ας δεχθούμε ότι αυτό δεν ήταν μέσα στα πλαίσια του αφιερώματος όπως οι ίδιοι το αντιλαμβάνοται, ούτε και μέσα στις επιδιώξεις του που οι ίδιοι φυσικά έχουν θέσει. Σεβαστό απολύτως. Περιμέναμε όμως, αν μη τι άλλο, την αναφορά έστω τριών τεσσάρων διαδικτυακών τόπων όπου η σκέψη παλεύει να διαμορφωθεί και η λέξη μάχεται για την καθαρή άρθρωσή της.
Θα μπορούσε κανείς να αντιταχθεί σε αυτό λέγοντας ότι «εδώ, ο λόγος μας είναι θεωρητικός και ότι προσπαθούμε να φτάσουμε σε μια εποπτεία του όλου φαινομένου». Ο λόγος, θεωρητικός ή όχι – και δεν θα εξετάσω εδώ την ποιότητα των όσων γράφτηκαν – πρεπει να είναι πάντα συγκεκριμένος. Το συγκεκριμένο μάς χρειάζεται και μάς λείπει και δουλειά μας είναι να πλάσουμε μορφές. Και η μορφή, παντού, στην ποίηση, στη φιλοσοφία, στη μουσική, είναι πάντοτε συγκεκριμένη. Τέχνη είναι η αποθέωση του συγκεκριμένου γράφω σε ένα κείμενό μου. Ο λόγος των μεγάλων φιλοσόφων κάθε εποχής πασχίζει για τούτο το πράγμα και μέσα σε όλη του την εκπληκτική αφαίρεση ακόμα, παραμένει συγκεκριμένος απολύτως και παλεύει να κρατήσει στυλωμένο το βλέμμα του σε αυτό που υποψιάζεται ως είναι.
Νομίζω λοιπόν πως εδώ οι συντάκτες μας χάσαν από τα μάτια τους το πράγμα, που δεν είναι άλλο από το ζωντανό, ζεστό κορμί της λογοτεχνίας, μιας λογοτεχνίας που πάλλει και ανθίζει και μέσα στο διαδίκτυο. Για τίποτα το ζωντανό δεν μας μίλησαν. Επιδόθηκαν απλώς σε αφαιρέσεις που λίγο έως πολύ είναι έτοιμες στα χείλη όλων και σε επισημάνσεις που ένας καλός μαθητής έκθεσης μπορεί κάλλιστα να διατυπώσει. Τώρα, το αν σε κάποια σημεία η έκφραση γίνεται λίγο πιο περίτεχνη και η παρατήρηση πιο οξεία, αυτό λίγο με ενδιαφέρει, καθώς δεν εντοπίζω την ουσία εκεί. Εξάλλου – το ομολογώ -. τα τελευταία δέκα με δεκαπέντε χρόνια ευδοκιμεί στη χώρα μας ένας δοκιμιακός λόγος πολύ δουλεμένος, πολύ λεπτουργημένος, πολύ «διαβασμένος», τον οποίο ωστόσο βρίσκω εξαιρετικά βαρετό έως αδιάφορο, και σίγουρα πάντως πολύ κουραστικό. Πιθανόν βέβαια και να μην είμαι ο «επαρκής αναγνώστης» τέτοιων κειμένων, για να χρησιμοποιήσουμε έναν από τους όρους που οι φιλόλογοι και οι κριτικοί μας τον φοράνε πολύ. Και για να γλιτώσω κάποιον από κόπο και χρόνο να σκέφτεται και να εξετάζει προσπαθώντας να καταλήξει στο αν είμαι ή δεν είμαι, δηλώνω απερίφραστα πως δεν είμαι και πως δεν με ενδιαφέρει να γίνω.
Τώρα βέβαια, και για να επανέλθω στο θέμα μας κλείνοντας αυτό το πολύ σύντομο σχόλιο, δεν μπορώ να μην εκφράσω τη γενικότερη δυσπιστία μου απέναντι στα περιοδικά που ασχολούνται ή που καμώνονται πως ασχολούνται με τη λογοτεχνία και το βιβλίο. Τι συναντάμε εκεί; Καμιά διακοσαριά – μπορεί και να λέω πολλά – ονόματα, εκδοτών, διευθυντών, δημοσιογράφων, λογοτεχνών, καθηγητών, που εναλλάσσονται στις θέσεις και στην αρθρογραφία καθορίζοντας το τι δημοσιεύεται, τι εκδίδεται και τι προωθείται και, σαν να μην έφταναν όλα αυτά, τελικά το τι είναι και τι δεν είναι ποίηση καθώς και το ποιος είναι ποιητής και ποιος όχι. Κι αυτό συμβαίνει εδώ και πολλά πολλά χρόνια (παραπέμπω στις «Χαμένες Ψευδαισθήσεις» του τρομερού Μπαλζάκ, στο σημείο όπου ο ήρωας Λυσιέν αντιμετωπίζει τη σκληρή εκδοτική και δημοσιογραφική πραγματικότητα του Παρισιού).
Οι όψιμες εποχές μιλάν και γράφουν πολύ σημείωνε ο Νίτσε, για να προσυπογράψει αργότερα τούτη τη ρήση και ο Spengler. Tα περιοδικά λειτουργούν, και πώς αλλιώς άλλωστε, πλήρως εναρμονισμένα με το πνευματικό κλίμα της εποχής που δεν είναι άλλο από τους όρους της αγοράς. Οι φορείς της διαφήμισης και της διακίνησης του βιβλίου είναι πλέον ένα μεγάλο όπλο στα χέρια της συντήρησης, της όποιας συντήρησης, μικρής ή μεγάλης.
Από αλλού θα ξεπηδήσει η φλόγα. Όχι από τα ηχηρά και τα πολυδιαφημιζόμενα. Από τα ταπεινά μάλλον, από αυτά που εργάζονται στη νύχτα και στη σιωπή. Τα αστέρια που γεννιούνται μέσα από το πιο βαθύ σκοτάδι, αυτά και κρατούν την υπόσχεση της πυρκαγιάς.
© Θεοδόσης Βολκώφ