Παρασκευή, Μαΐου 11, 2007

Ο τελευταίος των Μοϊκανών



Επιλέχθηκε για τη δύναμη της εικόνας και της μουσικής. Αφιερώνεται στους σύγχρονους κριτικούς και στους πάσης φύσεως φιλολογίζοντες και φιλολογούντες, που, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, μέσα σε όλη αυτή τη μανία τους για το μεταμοντέρνο και την - ένας θεός ξέρει ποια – πρωτοπορία, δείχνουν να έχουν ξεχάσει τα υλικά από τα οποία φτιάχνεται η Ποίηση.
‘Οσον αφορά αυτό, τα έργα των «πρώτων» Αμερικανών είναι εξόχως διδακτικά. Εδώ ο Κούπερ, παραπέρα ο Ουίτμαν και φυσικά αρκετοί άλλοι.
Ο κουρασμένος άνθρωπος του δυτικού πολιτισμού κοιτάζει με δυσπιστία και κυνισμό το γνήσιο πάθος. Άλλοτε προσπαθεί να του αμφισβητήσει την ίδια του την ύπαρξη, ανίκανος καθώς είναι να το δεξιωθεί, και άλλοτε το αντιμετωπίζει με φτηνή ειρωνεία παραδίδοντάς το στην εύκολη χλεύη. Δεν πρόκειται για γενναία στάση. 
Και όμως άνθρωποι σαν του Κούπερ υπήρξαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν.
Εδώ ο έρωτας φτάνει ώς την άκρα απελπισία, το μίσος ώς τον θάνατο. 
Και τα «καλά παιδιά» κάνουν από καθέδρας ψιλή κριτική στις «Ιλιάδες» των καιρών και των τόπων και επί της ουσίας, έστω κι αν δεν το ομολογούν, καθίζουν στο σκαμνί τον «ελάχιστα ευπρεπή και διόλου εγκεφαλικό» Όμηρο, που κατά τα άλλα απαγγέλλουν από στήθους.