Από το βιβλίο
Τα τραγούδια της Ψυχής και της Κόρης,
(Γαβριηλίδης, 2οο4)
XXXII
Toυ λόγου εσύ βασίλισσα και της ψυχής μου γλώσσα,
Σιωπή, σεμνή ιέρεια και των παθών μου πλάστρα,
πόσα κοιμούνται μέσα σου κι αργοσαλεύουν πόσα,
βαθιά σου ζουν οι ωκεανοί κι ανάβουν όλα τ’ άστρα!
Σμίλεψα βράχους μέσα σου και μέταλλα έχω λιώσει,
της Γης όλα τα θαύματα με αθάνατες φωτιές,
του σφυρηλάτη την ψυχή κατάκτησα με όση
ζωή στο στήθος μου έκλεισα, μ’ όσες τραχιές πνοές.
Μες στη σιωπή κυρίαρχος μορφών και καταιγίδων,
ζωών σκληρών ο δαμαστής, της Γης ο βρηχυθμός,
ο ματωμένος Κένταυρος αγάπες Λαπιθίδων
θέλησα και στην άβυσσο με πήγε ο καλπασμός.
Μες στη σιωπή σ’ αγάπησα, ω μυστικό του κόσμου,
μού ’δωσε κάτι η Μοίρα μου και είπα, «δε μου αρκεί»,
στη δύση γέρνω πρόωρα, αργά σβήνει ο παλμός μου
κι είναι σπασμός το πνεύμα μου, το σώμα μου πληγή.
Ο βρηχυθμός μου απόμακρος – αρχίζει και τελειώνει –,
κύμα του ήχου χάνεσαι στις όχθες της σιγής,
Σιωπή, τα πάντα κυβερνάς, λιώνουν βαθιά σου οι χρόνοι,
του λόγου πρωθιέρεια και γλώσσα της ψυχής.
Του πόνου ο βράχος άσπαστος· συνθλίβεται η σμίλη,
σπάνε της λύρας οι χορδές, ραγίζει το σπαθί,
σώμα νεκρό δεν το φιλούν τ’ αγαπημένα χείλη,
εδώ τελειώνει ο καλπασμός και είμαι πια σιωπή.
Και είμ’ εγώ που χάνομαι κι εγώ είμαι που σβήνω,
δάφνες που δε σας έδρεψα, αγάπες που δε βρήκα,
ω κόσμοι που σας λάτρεψα και τώρα σας αφήνω,
θύελλες που αγκάλιασα, σε σας, κολάσεις, μπήκα!
Σιωπή των τάφων, έρημος Θεών και μυστηριών,
το δάσος στο λυκόφωτο της μοίρας που κρατώ
ίσκιος σαλεύει απέραντος – η ώρα των ορίων –
ήρθε το τέλος έρχεται και γονατίζω εδώ.
Στου βράχου απόψε την καρδιά το ξίφος μου βυθίζω,
ιερείς δεν είναι γύρω μου, το ξίφος μου σταυρός,
τον τάφο με τα χέρια μου στο βράχο μου σκαλίζω
κι οι σπίθες απ’ τη σμίλη μου το τελευταίο φως...
- Μα μέσα στη σκληρή σιωπή των όλων ήρθ’ Εκείνη
και σταθερό το χέρι της στην πέτρα του ακουμπά,
ρόδα του πάθους μέσα της κι αγάπης σμίγαν κρίνοι,
και στη μορφή του βράχου του αφήνει τη ματιά.
- Η ελεύθερη ήρθε στη σιωπή κι η πολυαγαπημένη,
του έρωτα η βασίλισα, της μοίρας η πιστή,
λιοντάρι, νύμφη, λύκαινα και στη φωτιά η πλασμένη
λόγια σεμνά για το χαμό του Κένταυρου να πει:
«Σιγά, σιγά ακουμπήστε τον στην κρύα ασπίδα επάνω,
ελάτε οι κόρες γύρω του και λύστε τα μαλλιά,
φωτιά ανάψτε οι ήρωες, στεφάνια θα του κάνω
κι όσα του αρνήθηκε η ζωή θα δώσω εγώ φιλιά».
© Θεοδόσης Βολκώφ