Τετάρτη, Μαΐου 23, 2007

Ασκραίος


Ασκραίος

[...]
Tυφλός του Ολύμπου ραψωδός ο θείος Μελησιγένης,
θνητούς ατάραχα, ήρωες, θεούς υμνολογά.
Από μια βρύση ανήσυχη, τραγούδι μου εσύ, βγαίνεις,
κ’ η λάβα πάντοτε είσ’ εσύ κ’ η φουσκοθαλασσιά.
Άκου, ο Ασκραίος είμ’ εγώ, δεν είμ’ εγώ τεχνίτης
των ήσυχων χρυσόνειρων, των ιλαρών σκοπών,
Της μαύρης γης, που την πατώ, με σέρνει εμέ ο μαγνήτης,
Ο νους μου πάει με τα φτερά των αναστενασμών.

[…]

Άσκρα, στη ρίζα του ιερού βουνού μαυρολογούσες,
Πήρ’ από σένα την τραχειά κι αστόλιστη φωνή.
Εμέ δε με βυζάξανε στον Ελικώνα οι Μούσες,
εμέ με πικρανάθρεψαν οι φτώχιες και οι καημοί. [...]


Κωστής Παλαμάς

Δευτέρα, Μαΐου 21, 2007

Χρόνια πολλά, Κωστή... χρόνια πολλά

Λίγοι σε θυμούνται πια, ακόμα λιγότεροι σε αγαπούν.
Δεν σε γνωρίζουν οι πολλοί κι ωστόσο σου καταμαρτυρούν τόσα.
Ας λένε πως γέρασες, ας λένε πως δεν ζεις...
Χρόνια πολλά, Κωστή... χρόνια πολλά.
Από το βιβλίο
Τα τραγούδια της Ψυχής και της Κόρης,
(Γαβριηλίδης, 2οο4)




XXXII


Toυ λόγου εσύ βασίλισσα και της ψυχής μου γλώσσα,
Σιωπή, σεμνή ιέρεια και των παθών μου πλάστρα,
πόσα κοιμούνται μέσα σου κι αργοσαλεύουν πόσα,
βαθιά σου ζουν οι ωκεανοί κι ανάβουν όλα τ’ άστρα!

Σμίλεψα βράχους μέσα σου και μέταλλα έχω λιώσει,
της Γης όλα τα θαύματα με αθάνατες φωτιές,
του σφυρηλάτη την ψυχή κατάκτησα με όση
ζωή στο στήθος μου έκλεισα, μ’ όσες τραχιές πνοές.

Μες στη σιωπή κυρίαρχος μορφών και καταιγίδων,
ζωών σκληρών ο δαμαστής, της Γης ο βρηχυθμός,
ο ματωμένος Κένταυρος αγάπες Λαπιθίδων
θέλησα και στην άβυσσο με πήγε ο καλπασμός.

Μες στη σιωπή σ’ αγάπησα, ω μυστικό του κόσμου,
μού ’δωσε κάτι η Μοίρα μου και είπα, «δε μου αρκεί»,
στη δύση γέρνω πρόωρα, αργά σβήνει ο παλμός μου
κι είναι σπασμός το πνεύμα μου, το σώμα μου πληγή.

Ο βρηχυθμός μου απόμακρος – αρχίζει και τελειώνει –,
κύμα του ήχου χάνεσαι στις όχθες της σιγής,
Σιωπή, τα πάντα κυβερνάς, λιώνουν βαθιά σου οι χρόνοι,
του λόγου πρωθιέρεια και γλώσσα της ψυχής.

Του πόνου ο βράχος άσπαστος· συνθλίβεται η σμίλη,
σπάνε της λύρας οι χορδές, ραγίζει το σπαθί,
σώμα νεκρό δεν το φιλούν τ’ αγαπημένα χείλη,
εδώ τελειώνει ο καλπασμός και είμαι πια σιωπή.

Και είμ’ εγώ που χάνομαι κι εγώ είμαι που σβήνω,
δάφνες που δε σας έδρεψα, αγάπες που δε βρήκα,
ω κόσμοι που σας λάτρεψα και τώρα σας αφήνω,
θύελλες που αγκάλιασα, σε σας, κολάσεις, μπήκα!

Σιωπή των τάφων, έρημος Θεών και μυστηριών,
το δάσος στο λυκόφωτο της μοίρας που κρατώ
ίσκιος σαλεύει απέραντος – η ώρα των ορίων –
ήρθε το τέλος έρχεται και γονατίζω εδώ.

Στου βράχου απόψε την καρδιά το ξίφος μου βυθίζω,
ιερείς δεν είναι γύρω μου, το ξίφος μου σταυρός,
τον τάφο με τα χέρια μου στο βράχο μου σκαλίζω
κι οι σπίθες απ’ τη σμίλη μου το τελευταίο φως...

- Μα μέσα στη σκληρή σιωπή των όλων ήρθ’ Εκείνη
και σταθερό το χέρι της στην πέτρα του ακουμπά,
ρόδα του πάθους μέσα της κι αγάπης σμίγαν κρίνοι,
και στη μορφή του βράχου του αφήνει τη ματιά.

- Η ελεύθερη ήρθε στη σιωπή κι η πολυαγαπημένη,
του έρωτα η βασίλισα, της μοίρας η πιστή,
λιοντάρι, νύμφη, λύκαινα και στη φωτιά η πλασμένη
λόγια σεμνά για το χαμό του Κένταυρου να πει:

«Σιγά, σιγά ακουμπήστε τον στην κρύα ασπίδα επάνω,
ελάτε οι κόρες γύρω του και λύστε τα μαλλιά,
φωτιά ανάψτε οι ήρωες, στεφάνια θα του κάνω
κι όσα του αρνήθηκε η ζωή θα δώσω εγώ φιλιά».



© Θεοδόσης Βολκώφ

Tο χέρι του ανθρώπου




Giambologna

Παρασκευή, Μαΐου 18, 2007

Αντίστιξη: "Μισώ" του Emile Zola



Άγιο το μίσος. Είναι η αγανάκτηση των ισχυρών και σθεναρών καρδιών, η μαχητική περιφρόνηση όσων οργίζονται με τη μετριότητα και την ανοησία. Μισώ σημαίνει αγαπώ, σημαίνει ότι νιώθω την ψυχή μου θερμή και γενναιόδωρη, σημαίνει ότι θρέφομαι απ’ την καταφρόνια των αισχρών και βλακωδών πραγμάτων.
Το μίσος ξαλαφρώνει, το μίσος επανορθώνει, το μίσος αναπτύσσει.
Ένιωσα πιο νέος και πιο θαρραλέος έπειτα από κάθε μου εξέγερση ενάντια στις συμβατικότητες της εποχής μου. Έκανα το μίσος και την υπερηφάνεια τις δυο μου οικοδέσποινες· πάντα μου άρεσε ν’ απομονώνομαι και, μες στην απομόνωσή μου, να μισώ οτιδήποτε πλήγωνε το δίκαιο και το αληθινό. Αν κάτι αξίζω σήμερα, είναι γιατί είμαι μόνος και μισώ.






Πηγή: Μισώ..., Εmile Zola, μτφ. Αλέξανδρος Βέλιος, Εκδόσεις Ροές.

Τρίτη, Μαΐου 15, 2007

Κυριακή, Μαΐου 13, 2007

OSWALD SPENGLER - Η ΠΑΡΑΚΜΗ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ





OSWALD SPENGLER




To 2003 εκδίδεται επιτέλους και στα ελληνικά (Εκδόσεις Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός, μτφ. Λευτέρης Αναγνώστου), ογδόντα πέντε ολόκληρα χρόνια από την πρώτη του έκδοση ένα από τα πιο πολυσυζητημένα βιβλία του 20ού αιώνα, η «Παρακμή της Δύσης» του Γερμανού φιλοσόφου Οswald Spengler.


H έκδοση αυτή – πέραν του ότι καλύπτει ένα μεγάλο κενό της ελληνικής βιβλιογραφίας - για τους διατρίβοντες στα φιλοσοφικά συνιστά αδιαμφισβήτητο «γεγονός». Η Ελληνική Γλώσσα, χάρη στην αξιοθαύμαστη φιλοπονία ενός κατά κοινή ομολογία εξαίρετου μεταφραστή (με σαφείς και αυτός όπως και ο Σαρίκας που προαναφέραμε σε παλαιότερή ανάρτησή μας προσανατολισμούς στη δουλειά του ) – και μιλώ φυσικά για τον χαλκέντερο Λευτέρη Αναγνώστου -, προσδέχεται ένα έργο που από την πρώτη του εμφάνιση και πολύ γρήγορα αποκτά ένθερμους υποστηρικτές και ορκισμένους αντιπάλους. Από τη στιγμή της πρώτης έκδοσης (1918) τού μνημειώδους σε διαστάσεις και εξαιρετικά φιλόδοξου σε προσανατολισμό έργου (το βιβλίο υπερβαίνει τις 1.200 σελίδες), φιλόσοφοι, επιστήμονες, ποιητές, συγγραφείς, ζωγράφοι, πολιτικοί κάθε παράταξης και ιδεολογίας, όλοι διαβάζουν Spengler. Άσχετα από το αν διαφωνούν ή συμφωνούν – και η όποια συμφωνία ή διαφωνία σε ακραιφνώς φιλοσοφικό επίπεδο δεν εξαντλείται ποτέ σε μια εύκολη και γρήγορη κατάφαση ή άρνηση – τον διαβάζουν, και τον διαβάζουν με πάθος. «Η Παρακμή της Δύσης» δεν αφήνει κανέναν αδιάφορο. Το βιβλίο γνωρίζει παγκόσμια εκδοτική επιτυχία.

Η «κλασική» περιοδολόγηση της ιστορίας αναιρείται και οι πολιτισμοί θεωρούνται ως τεράστιοι υπερ-οργανισμοί, καθένας με διαφορετικό χαρακτήρα και δυνατότητες, οι οποίοι γεννιούνται, ακμάζουν, παρακμάζουν και τελικά πεθαίνουν. Το πλήθος των πραγματολογικών στοιχείων που βρίσκουν τη θέση τους μέσα στο βιβλίο του Spengler είναι αν μη τι άλλο εντυπωσιακό. Η γλώσσα του φιλοσόφου είναι στιβαρή, το ύφος αυστηρό και μετρημένο κι ωστόσο στην ουσία του εξόχως ποιητικό. Αποκομίζουμε την αίσθηση ότι ο Spengler έχει να πει στην εποχή του κάτι το εξαιρετικά επείγον. Ο ίδιος, άλλωστε, είναι προφανές, μέσα από τις σελίδες του έργου του, ότι έτσι βιώνει τη φιλοσοφία του. Το βιβλίο είναι συναρπαστικό από κάθε άποψη αλλά για πολύ γερά νεύρα. Αυτό που μας λέει ο Spengler δεν είναι εύκολο να το φέρουμε και να το υποφέρουμε. Χρειάζεται ώμους γερούς και πλάτες γερές και, αν θέλουμε να πάμε κάπου και μετά από δω, και πόδια γερά.
Διάλεξα ένα από τα πιο «αιρετικά» και σκληρά, με όλη η σημασία της λέξης, χωρία του βιβλίου (Τόμος Ά, σελ.67-69).




Μέχρι τώρα ήμασταν ελεύθεροι να αναμένουμε από το μέλλον ό,τι θέλαμε. Όπου δεν υπάρχουν πραγματικά γεγονότα κυβερνά η αίσθηση. Στο εξής θα είναι καθήκον του καθενός να μαθαίνει τι μπορεί να συμβεί και κατά συνέπεια τι θα συμβεί στο μέλλον, με την αναπόδραστη αναγκαιότητα ενός πεπρωμένου, κάτι δηλαδή που θα είναι ανεξάρτητο από τα προσωπικά ιδανικά, τις προσωπικές ελπίδες και επιθυμίες. Αν χρησιμοποιήσουμε την προβληματική λέξη ελευθερία, πρέπει να πούμε ότι δεν είμαστε πλέον ελεύθεροι να πραγματοποιήσουμε αυτό ή εκείνο, αλλά μόνο να κάνουμε το αναγκαίο ή τίποτε. Το χαρακτηριστικό του ρεαλιστή είναι ότι αυτό το αισθάνεται ως «καλό». Αν όμως λυπούμαστε γι’ αυτό ή το επικρίνουμε, αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε να το αλλάξουμε. Απαραίτητο αντίστοιχο της γέννησης είναι ο θάνατος, της νεότητας τα γερατειά, της ζωής γενικά η μορφή της και τα προκαθορισμένα όρια διάρκειάς της. Το παρόν είναι μια τεχνικά πολιτισμένη, όχι μια πνευματικά καλλιεργημένη εποχή. Έτσι αποκλείεται μια μεγάλη σειρά περιεχομένων της ζωής ως κάτι ανέφικτο. Μπορεί κανείς να λυπάται γι’ αυτό και αυτή τη λύπη να τη ντύσει με μια απαισιόδοξη φιλοσοφία ή ποίηση – και στο μέλλον θα το κάνει -, αλλά τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει. Δεν θα είναι πλέον επιτρεπτό να τοποθετεί κανείς με πλήρη βεβαιότητα στο σήμερα και στο αύριο τη γέννηση ή την ακμή αυτού που επιθυμεί εκείνη τη στιγμή, μολονότι η ιστορική εμπειρία συνηγορεί αρκετά φωναχτά υπέρ του αντιθέτου.

Είμαι έτοιμος να ακούσω την αντιπαρατήρηση ότι μια τέτοια αντίληψη του κόσμου, που εμφανίζεται βέβαιη για το περίγραμμα και την κατεύθυνση του μέλλοντος και αποκλείει προχωρημένες ελπίδες, είναι εχθρική προς τη ζωή και για πολλούς θα ήταν μοιραία, αν κάποτε γινόταν κάτι παραπάνω από θεωρία, αν γινόταν η πρακτική κοσμοθεωρία της ομάδας προσωπικοτήτων που θα μπορούσαν πραγματικά να αναλάβουν τη διαμόρφωση του μέλλοντος.
Δεν συμμερίζομαι αυτήν την αντίρρηση. Είμαστε τεχνικά πολιτισμένοι άνθρωποι και όχι άνθρωποι της εποχής του γοτθικού ρυθμού και του ροκοκό· πρέπει να υπολογίζουμε με τα σκληρά και ψυχρά γεγονότα μιας όψιμης ζωής, που οι αναλογίες της δεν βρίσκονται στην Αθήνα του Περικλή, αλλά στην αυτοκρατορική Ρώμη. Για μια μεγάλη ζωγραφική και μουσική δεν μπορεί πια να γίνεται λόγος όσον αφορά τον άνθρωπο της δυτικής Ευρώπης. Οι αρχιτεκτονικές του δυνατότητες έχουν εξαντληθεί εδώ και εκατό χρόνια. Του απέμειναν μόνο εκτατικές δυνατότητες. Αλλά δεν βλέπω το μειονέκτημα που θα μπορούσε να προκύψει αν μια ικανή και γεμάτη με απεριόριστες ελπίδες γενιά πληροφορηθεί έγκαιρα ότι πολλές από αυτές τις ελπίδες δεν μπορούν παρά να ματαιωθούν. Ενδέχεται να είναι οι πιο ακριβές· όποιος αξίζει κάτι θα το ξεπεράσει. Είναι αλήθεια ότι για μερικούς μπορεί να έχει τραγικές συνέπειες αν στα κρίσιμα χρόνια τούς καταλάβει η βεβαιότητα ότι στα πεδία της αρχιτεκτονικής, του δράματος, της ζωγραφικής δεν υπάρχει τίποτε που αυτοί θα μπορούσαν να κατακτήσουν. Δεν αποκλείεται να συντριβούν. Μέχρι τώρα πολλοί συμφωνούσαν ότι εδώ δεν πρέπει να αναγνωρίζονται όρια, πιστεύοντας ότι κάθε εποχή σε κάθε πεδίο έχει και τα καθήκοντά της· τα έβρισκαν με τη βία και με τύψεις συνείδησης, όταν ήταν ανάγκη, και σε κάθε περίπτωση μόνο μετά τον θάνατο αποδεικνυόταν αν η πίστη είχε τους λόγους της και αν η εργασία μιας ζωής ήταν αναγκαία ή περιττή. Αλλά όποιος δεν είναι απλώς ρομαντικός θα απορρίψει αυτή την υπεκφυγή. Αυτό δεν είναι η περηφάνεια που διέκρινε τους Ρωμαίους. Τι μας ενδιαφέρουν εκείνοι που μπροστά σε ένα εξαντλημένο μεταλλείο προτιμούν να ακούσουν: Αύριο θα ανοίξουμε εδώ μια καινούργια φλέβα – όπως κάνει αυτή τη στιγμή η τέχνη με τις πέρα για πέρα αναληθείς τεχνοτροπίες της -, αντί να τους παραπέμψει κανείς στο πλούσιο αργιλώδες στρώμα που παραμένει ανεκμετάλλευτο πλάι στο μεταλλείο. – Θεωρώ αυτό το μάθημα ως ευεργεσία για τις μελλοντικές γενιές, διότι τους δείχνει τι είναι δυνατόν να γίνει και κατά συνέπεια τι είναι αναγκαίο, όπως και τι δεν ανήκει στις εσωτερικές δυνατότητες της εποχής. Μέχρι σήμερα έχουν σπαταληθεί τεράστιες ποσότητες πνεύματος και δύναμης σε λάθος κατευθύνσεις. Ο Δυτικοευρωπαίος, όσο ιστορικά και αν σκέφτεται και αισθάνεται, σε μια ορισμένη ηλικία δεν έχει συνείδηση της πραγματικής του κατεύθυνσης. Ψηλαφά και αναζητεί και χάνει τον δρόμο του, όταν οι εξωτερικές αφορμές δεν είναι ευνοϊκές γι’ αυτόν. Εδώ επιτέλους η εργασία αιώνων τού έδωσε τη δυνατότητα να αποκτήσει μια γενική εικόνα της ζωής του σε σχέση με τον συνολικό πολιτισμό και να εξετάσει τι μπορεί και τι οφείλει να κάνει. Αν υπό την επιρροή αυτού του βιβλίου άνθρωποι της νέας γενιάς στραφούν προς την τεχνική αντί προς τη λυρική ποίηση, προς το ναυτικό αντί προς τη ζωγραφική, τότε θα πράξουν αυτό που επιθυμώ και τίποτε καλύτερο δεν μπορεί κανείς να τους ευχηθεί.




Πηγή: Oswald Spengler, H Παρακμή της Δύσης, μτφ. Λευτέρης Αναγνώστου, Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός, 2003.

Παρασκευή, Μαΐου 11, 2007

Ο τελευταίος των Μοϊκανών



Επιλέχθηκε για τη δύναμη της εικόνας και της μουσικής. Αφιερώνεται στους σύγχρονους κριτικούς και στους πάσης φύσεως φιλολογίζοντες και φιλολογούντες, που, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, μέσα σε όλη αυτή τη μανία τους για το μεταμοντέρνο και την - ένας θεός ξέρει ποια – πρωτοπορία, δείχνουν να έχουν ξεχάσει τα υλικά από τα οποία φτιάχνεται η Ποίηση.
‘Οσον αφορά αυτό, τα έργα των «πρώτων» Αμερικανών είναι εξόχως διδακτικά. Εδώ ο Κούπερ, παραπέρα ο Ουίτμαν και φυσικά αρκετοί άλλοι.
Ο κουρασμένος άνθρωπος του δυτικού πολιτισμού κοιτάζει με δυσπιστία και κυνισμό το γνήσιο πάθος. Άλλοτε προσπαθεί να του αμφισβητήσει την ίδια του την ύπαρξη, ανίκανος καθώς είναι να το δεξιωθεί, και άλλοτε το αντιμετωπίζει με φτηνή ειρωνεία παραδίδοντάς το στην εύκολη χλεύη. Δεν πρόκειται για γενναία στάση. 
Και όμως άνθρωποι σαν του Κούπερ υπήρξαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν.
Εδώ ο έρωτας φτάνει ώς την άκρα απελπισία, το μίσος ώς τον θάνατο. 
Και τα «καλά παιδιά» κάνουν από καθέδρας ψιλή κριτική στις «Ιλιάδες» των καιρών και των τόπων και επί της ουσίας, έστω κι αν δεν το ομολογούν, καθίζουν στο σκαμνί τον «ελάχιστα ευπρεπή και διόλου εγκεφαλικό» Όμηρο, που κατά τα άλλα απαγγέλλουν από στήθους.

Σάββατο, Μαΐου 05, 2007

ΔΑΒΙΔ (απόσπασμα)


Σηκωθείτε οι νεκροί
αίμα θα κυλήσω στις φλέβες σας
ψυχές απελπισμένες
δεν έκλεισε το μεγάλο βιβλίο
πολλά να γραφούν μέλλει
και για να τα γράψω έχω το χέρι και τη θέληση·
ό,τι εσείς θεωρείτε περασμένο
εγώ
μπορώ να το θέλω ερχόμενο
και αυτό που σε σας απομένει
μόνο ένα αξιοθρήνητο
Ποτέ Πια
σε μένα είναι ένα
αγριεμένο
Όχι Ακόμα.


© Θεοδόσης Βολκώφ

Πέμπτη, Μαΐου 03, 2007

ΔΑΒΙΔ (απόσπασμα)



Πρέπει να γίνω λιγότερο άντρας για να σας αρέσω;
Αρσενικότερος
κάθε μέρα θα γίνομαι
για να σας γονιμοποιήσω·
ανατριχιάζουν οι πόρνες στο πέρασμά μου
με λόγια μικρά μιλούν για μένα
όταν με βλέπουν μοναχικό να ορθώνομαι
κάτω από ουρανούς που εγκυμονούν
και πάνω σε μια Γη που παρθένα γεννά
όταν με βλέπουν στην έρημο να οικοδομώ
πέτρα πάνω στην πέτρα
και βράχο πάνω στον βράχο
και να αντηχούν οι γκρεμοί όλοι απο τη φωνή μου
και να γεμίζουν όλα τα σκοτάδια από την πράξη μου·
Είμαι
ο εχθρός της ευτυχίας.




© Θεοδόσης Βολκώφ