Δευτέρα, Απριλίου 30, 2007

O ΔΑΙΜΟΝΑΣ (μέρος Ά – απόσπασμα 6ο)



Είσαι Αυτός. Αυτός. Μην αμφιβάλλεις.
Από την τύχη πια δεν εξαρτάσαι.
Αυτός που είσαι έγινες – φοβάσαι; -,
το μαύρο αποκορύφωμα της πάλης.

Μόνος και ξέχωρος. Εσύ. Προβάλλεις.
Ό,τι πολύπλοκο στους άλλους άσε.
Είσαι απλός. Κανένα δε λυπάσαι.
Σπαθιά από τη φωτιά ζητάς να βγάλεις.

Χίλια ήσουν πρόσωπα. Γίνε ο Ένας.
Δύο έχεις χέρια. Κάνε τα χίλια.
Νύχτα εδώ. Κι η κόλαση της γέννας.

Θέμελα εγώ κι εσύ τα αντιστύλια.
Ένας ο Νόμος – ο Νόμος μου· είπα.
Αγαπάς; Αγκάλιαζε. Μισείς; Χτύπα!


© Θεοδόσης Βολκώφ

Δευτέρα, Απριλίου 23, 2007

Ο ΔΑΙΜΟΝΑΣ (μέρος Ά - απόσπασμα 5ο)

Ο ΔΑΙΜΟΝΑΣ (μέρος Ά - απόσπασμα 5ο)


«Eίμαι ουρανός και όλος σκοτεινιάζω.
Κορμί από πηλό που σε προσβάλλω,
ξύλο εσύ γίνεσαι και σε χαράζω
κι ύστερα πέτρα που χτυπώ· σε σάλο

φτιάχνεσαι μέσα σίδερο· σου κράζω:
“Μπορείς λοιπόν να γίνεις τίποτ’ άλλο”;
Ολούθε σε κυκλώνω, σε ρημάζω,
δόσου, και στην Εδέμ μου θα σε βάλω...

Εσύ που όλο τινάζεις το κεφάλι
ποιο μέταλλο θα γίνεις, πού θα φτάσεις,
άτι και ταύρος από ατόφιο ατσάλι,

δεν έχει άλλα η γη για να δαμάσεις»...
- Εγώ, που θειάφι πάντοτε ανασαίνω,
όσο θα σκοτεινιάζεις, θα σκληραίνω.


© Θεοδόσης Βολκώφ

Τετάρτη, Απριλίου 18, 2007

ΦΙΛΙΑ ΕΠΗ (1)

Ναταλία Κάππα

Mέσ’ απ’ τα μάτια σου


Είναι περίεργα ζώα τα ποιήματα.
Μονόφθαλμα τέρατα κατά φαντασίαν δυνατά
να βλέπουν ό,τι σκιές θέλουν
και να κρύβουνε τον ήλιο.
Πώς να σου γράψω ένα ποίημα;
Καιρό τώρα σου το εξηγώ πως δεν τα γράφω
τα θρέφω εγώ τα λόγια κι αυτά
θεριεύουν κάποτε και σκίζοντάς με γράφονται.
Είναι περίεργες γραφές αυτές των ποιημάτων.
Δεν τις γράφω. Με γράφουν.


Ναταλία Κάππα

Κυριακή, Απριλίου 15, 2007

Τραγούδι

Του αδερφού Ι. Κ. Γ.


Την καταιγίδα άρθρωναν και πείσμωναν τα χείλη,
μες στη σιωπή γυρέψαμε τ’ αμόλυντα κορμιά·
γοργά κι αν μας αρνήθηκαν όλοι οι παλιοί μας φίλοι,
με κόπο εμείς κερδίσαμε τα λόγια τα σκληρά.

Μαζί με άλλους είδαμε κι αγγίξαμε το τέλος,
μα ήταν του στήθους ο σεισμός πολύ πιο δυνατός,
κι αν μείναμε χωρίς σπαθί και με σπασμένο βέλος,
αμάλαγος κι ανάλλαχτος μάς έμεινε ο σκοπός.

Πριν χωριστούμε κάπνισε μαζί μου ένα τσιγάρο,
τίποτα εδώ δεν τέλειωσε κι είν’ η ιστορία μπροστά,
σύρε στο δρόμο σου, αδερφέ· το δρόμο μου θα πάρω·
απ’ το τσιγάρο μας αυτό θα βάλουμε φωτιά.



© Θεοδόσης Βολκώφ

Τρίτη, Απριλίου 10, 2007

ΔΑΒΙΔ (απόσπασμα)


Θέλω το αίμα μου να σμίξει με το αίμα σας
θέλω οι στίχοι μου να δυναμώσουν τα κορμιά σας·
αυτός ο πυρωμένος γρανίτης
αυτό το απροσδιόριστο
άναρχο σύννεφο από ατσάλι
εδώ μέταλλο λιωμένο σε μιαν άλλη λάβα
κι εκεί στερεό που ορθώνεται
και στον ήλιο κατάμαυρο αστράφτει
θέλω να γίνει αυτό που χρειάζεστε
με τα κορμιά σας ένα·
για σένα
Πρόμαχε Αιώνιε
η ρομφαία και ο ίππος του πολέμου
για σένα
Λύκε Αρχέγονε
η νύχτα σου και το πλουτώνειο ημίφως
και για σένα
Γυναίκα Αθάνατη
ο άντρας
βαρύς από τον Έρωτα
και αληθινός από τη Μάχη.



© Θεοδόσης Βολκώφ

Δευτέρα, Απριλίου 02, 2007

VICTOR HUGO - TO ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ

AΠΟ ΤΑ ΠΑΘΗ (ΙΙ)


Victor Hugo – Ο Ροσμοφίμ
Οι σκαφτιάδες σταυρών σκάβουνε στον Γολγοθά.
Η ομίχλη, το πένθιμο τούτο πανωφόρι του αυστηρού
ουρανού, σκεπάζει το βουνό και μόνο τούτ’ οι άνθρωποι,
μακριά από τον θόρυβο, μες στη σκιά, δουλεύουν όλη νύχτα,
σχεδόν. Ο χείμαρρος μουγκρίζει· τα νερά του βουνά.
Σταματούν αφού πρώτα σκάψαν δύο λάκκους.
Ο ένας, ο πιο γέρος, λέει στους άλλους: - Θαρρώ
πως τελειώσαμε· μας διατάξανε μόνο για δυο σταυρούς,
για δυο ληστές, που θα τους θανατώσουν στις γιορτές.
Οι δυο λάκκοι, ορίστε, έτοιμοι. –
Ένας ιερέας,
κείνη τη στιγμή, ο Ροσμοφίμ παρουσιάζεται, τυλιγμένος
ίσκιους, βγαίνει από την καταχνιά σαν τίγρης
από τη σπηλιά του και τους λέει·
- Έναν ακόμα σκάψτε - .



Πηγή:
Victor Hugo, To τέλος του Σατανά
σε μετάφραση Ιωάννη Λο Σκόκκο,
Αναγνωστίδης
ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΘΗ (Ι)


Paul Claudel – O Δρόμος Του Σταυρού
Πρώτη Στάση

Τέλειωσε. Δικάσαμε και καταδικάσαμε το
Θεό. Ηύραμε πως ένοχος θανάτου εστί.
Δεν τον θέλουμε πια μαζί μας αυτόν τον Ιησού
Χριστό, γιατί μας είναι κάτι στενόχωρο και οχληρό.
Ημείς ουκ έχομεν βασιλέα, ει μη Καίσαρα!
Χρυσάφι κι αίμα, σ’ αυτούς τους νόμους είμαστε πιστοί.
Σταυρώστε τον, αν σας αρέσει, μονάχα εμείς
να τον ξεφορτωθούμε! Να τον πάρουν από δω!
Άρον! Άρον! Μια και είναι ανάγκη ας τον
θυσιάσουν, κι ας μας αποδώσουν εμάς το Βα-
ραββά!
Ο Πιλάτος κάθεται επί της έδρας του, εις το-
πον λεγόμενον Γαββαθά.
«Δεν έχεις εσύ τίποτε να πεις;» ρωτάει ο Πι-
λάτος. Κι ο Ιησούς δεν βρίσκει τίποτε ν’ από-
κριθή.
«Εγώ ουχ ευρίσκω εν αυτώ αιτίαν», λέει ο
Πιλάτος, «αλλ’ αφού σεις δείχνετε τόση επιμονή,
τι με πειράζει εμένα! Ας πεθάνει. Σας τον παραδί-
δω. Ecce homo!»
Και ιδού τον λοιπόν, με το στεφάνι στο κεφά-
λι και με την πορφύρα στον ώμο.
Για υστερνή φορά τούτα τα μάτια τα γιομάτα
δάκρυα κι αίμα προς εμάς έχουν στραφή!
Αλλά τι μπορούμε εμείς να κάνομε; Τρόπος
δεν είναι κανείς να τα κρατήσουμε μαζί μας πιο
πολύ.
Καθώς για τους Ιουδαίους υπήρξε σκάνδα-
λο, το ίδιο για μας δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά
μωρία.
Άλλως τε η απόφαση έχει πια βγη κι είναι
πλήρης, δεν έχει έλλειψη καμία.
Είναι γραμμένη μ’ εβραίικους, μ’ ελληνικούς
και με ρωμαϊκούς χαραχτήρας.
Και τον όχλο τον βλέπομε κιόλας που κραυ-
γάζει, ενώ ο κριτής νίπτει τας χείρας.



Πηγή:
Paul Claudel, O Δρόμος Του Σταυρού
σε μετάφραση του Τάκη Παπατσώνη, Ιδεόγραμμα, 2002.