ΟΙ ΔΥΟ
Σε ξέρω. Εσύ θα έρχεσαι απ’ των θηρίων τους τόπους,
παντού και πάντα καλπασμός και άστρο και φωτιά,
είσαι το τέρας τ’ άπιαστο, σκοτώνεις τους ανθρώπους,
τρελαίνεις σώμα και ψυχή, μού πιάνετ’ η αναπνιά.
Σε ξέρω. Είσαι τ’ απόλυτο· το πιο βαρύ σημάδι∙
είσαι της μοίρας τ’ άγγιγμα, το χέρι του Θεού,
εσύ ‘σαι το αταίριαστο της ζήσης μου υφάδι,
το ξένο απ’ όλα γύρω μου, το χάδι του σκορπιού.
Έχεις τυφώνα τα μαλλιά, σκοτάδι έχεις τα μάτια,
λεπίδες είν’ τα νύχια σου, Καταραμένη Αγία,
σφυριά είναι τα χέρια σου, ξεφρενιασμένα άτια
τα πόδια, είσαι το ξέσχισμα και λέγεσαι “Μανία”!
Μα εσύ με μάτια σοβαρά, με νου σαν θολωμένα,
αγνάντια στο παράθυρο και δίπλα στο κερί,
απ’ όνειρο τα χέρια σου, Υπέροχη Παρθένα,
Αγαπημένη της Νυχτιάς, Μαγίστρα, ποια είσ’ εσύ;
Στοχαστική, σαν να μετράς τον κόσμο που διαβαίνει,
ποια εσύ, σκληρή κι αγέλαστη, με θερισμένη χαίτη;
Και λες μες στον μανδύα σου τον μαύρο τυλιγμένη,
«Εγώ που εδώ σού ρίζωσα, εγώ – είμαι η “Mελέτη”»!
Θεοδόσης Βολκώφ