Ο ΜΟΝΑΧΟΣ
Στη θύρα στέκει ο Ηγούμενος, την ευλογία δίνει
και λέει: «Γιε μου, Συμεών, σού εδόθη άγια χάρη,
να παίρνεις τις τρανές μορφές απ’ του φωτός την κρήνη
και ν’ ακουμπάς στο μάρμαρο, γλυκά, με το σμιλάρι.
Δείξε, παιδί μου Συμεών, θεία δόξα στους αιώνες,
Γεννήσεις, Ευαγγελισμούς, τα Μυστικά τα Δείπνα,
στ’ άπεφθο πλάσε μάρμαρο του Θείου τους αγώνες·
γέρος εγώ, θ’ αναπαυθώ· εργάζου και αγρύπνα»! ...
... Γονατιστός ο Συμεών την προσευχή τελειώνει
και ψιθυρίζει, «Κύριε, κι απόψε σε καλώ,
το χέρι κάνε σίγουρο, με τάραξαν οι πόνοι,
κάνε το μάτι αλάνθαστο, καθάριο το μυαλό»...
Ανάβει ο νέος μοναχός στη σκήτη το καντήλι
και τη ματιά στο μάρμαρο γλυκά-γλυκά ακουμπά,
τις μισοτέλειωτες μορφές, πριν πιάσει ευθύς τη σμίλη,
με δάχτυλα που τρέμουνε αγγίζει και ξυπνά...
Μα κάτι αλλάζει απ’ τ’ άγγιγμα μες στην ψυχή και χύνει
κάποιο άλλο φως μες στο κελλί και στην καρδιά φωτιά,
μέσα σε στρόβιλο παθών και σε ονείρων δίνη
θυμάται ο νέος Συμεών ζήση άγρια και παλιά...
«Αλέξανδρο με λέγανε πριν μοναχός να γίνω
κι Έλληνας είμαι κι αγαπώ τ’ ολόφλογο κορμί,
γυμνά πλάθω τα σώματα και τα ντυμένα γδύνω,
γυρνάς ξαν’ απ’ το παρελθόν, άρρενα γλύπτη ορμή!
Σε αγαπάω, Γέροντα γαλήνιε, και το φως σου,
μα εγώ αντλώ απ’ το ηφαίστειο και παίρνω απ’ τη φωτιά,
ας σμίξουνε στο Σύμπλεγμα η Γη μου κι ο Ουρανός σου,
χίλιες Αγάπες μάχονται βαθιά μες στην Καρδιά!
Προστακτικό το χέρι μου και ακολουθεί η σμίλη,
μού ζήτησες, Ηγούμενε, “τον Ευαγγελισμό”,
γεννάω με σφοδρότητα γραμμές, καμπύλες, χείλη
και πλάθω τα μυστήρια καθώς τα ζω εγώ»!
Κι είν’ η ψυχή χωμάτινη, τα μέλη σμιλεμένα
μ’ όλη τη ζέστα της ζωής στην κρύα μέσα σκήτη
κι είν’ Έρωτας ο Άγγελος με μάτια θαμπωμένα
κι ο Κρίνος Ρόδο ακάνθινο κι η Παναγιά Αφροδίτη...
Θεοδόσης Βολκώφ