Υπέρ
το δέον σε τραγούδησα, Ομορφιά…
Υπέρ το δέον
σε τραγούδησα, Ομορφιά,
και σαν επάνω
σου να το ‘χεις πάρει·
κι εγώ μαζί με
τα υπόλοιπα σκυλιά,
πιο λιμαρό απ’
τα λιμαρά ζαγάρι.
Όμως το μέσα
μου που στέκει κρατερό
και, ανέγνωρο,
σε έχει τόσο υμνήσει,
ενώ διψά,
μπορεί να φτύνει το νερό
και το
ακατάλυτο μπορεί να καταλύσει.
Μην απορείς, λοιπόν, Περήφανη Ομορφιά,
και σπας μ’
αυτά το ωραίο σου κεφάλι·
μα γνώριζε –
όσο μπορώ από τη μια
Θεά να σε
λατρεύω, από την άλλη
– αν η Ανάγκη,
λέω, το απαιτεί –
μπορώ, χωρίς
το ελάχιστο να δείξω,
χάριν αυτού
ακριβώς εντός μου που σε υμνεί,
με τα ίδια μου
τα χέρια να σε πνίξω.
© Θεοδόσης Βολκώφ