Σάββατο, Οκτωβρίου 27, 2012

ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΔΙΠΛΗ ΕΚΕΙΝΟΥ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΑΝΤΡΕΥΤΗΚΕ ΑΠΟ ΦΟΒΟ


ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΔΙΠΛΗ
ΕΚΕΙΝΟΥ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΑΝΤΡΕΥΤΗΚΕ ΑΠΟ ΦΟΒΟ


Δεν ήμουν, κύριοι, τόσο θαρραλέος
καθώς εσείς – με πίκρα ομολογώ.
Θα πουν πολλοί πως γίνομαι χυδαίος,
πως ασχολούμαι με ό,τι ρυπαρό,
όμως, αλήθεια, απλώς διαπορώ
κι αναρωτιέμαι – πόθεν τόσο θάρρος;
Μια σκέψη κάνω, και τη γράφω εδώ –
Δεν είναι δα το κέρατο και Χάρος.

Δεν ήμουν κατ’ ελάχιστον σπουδαίος.
Για θάρρος μίλησα· θα εξηγηθώ.
Θα ήθελα να μάθω, αν, βεβαίως,
με την ερώτησή μου δεν οχλώ,
πώς προχωρήσατε στο βήμα ενώ
της κεφαλής μας είναι βέβαιο βάρος,
μα την απάντηση προεξοφλώ –
Δεν είναι δα το κέρατο και Χάρος.

Σαν έρχονταν παλιά κάποιος Γενναίος
να μου αναγγείλει με ύφος χαρωπό
τους γάμους του, πώς μ’ έπιανε ένα δέος
και κάποιο τρέμουλο, μα το Θεό,
μπροστά στον άνδρα που τολμούσε αυτό
όταν παντού και πάντα ένας «κουμπάρος»
καραδοκεί· και λέω με το στανιό –
Δεν είναι δα το κέρατο και Χάρος.

Και πράγματι ούτε πλούτος ούτε κλέος
ούτε και κάτι άλλο θαυμαστό
μπορεί ν’ απολυτρώσει από έναν τέως,
από έναν νυν ή μέλλοντα εχθρό
κανένα, μα κανένα σπιτικό·
θα τα φορέσει ακόμη και ο Τσάρος
άδοντας το γλυκόπικρο ρητό –
Δεν είναι δα το κέρατο και Χάρος.

Τι ατυχία τότε που ήμουν νέος
στη σκέψη αυτή ποτέ να μην σταθώ,
μα να γυρνώ ως πλάνης Ιουδαίος
και ν’ αγνοώ το Μέγα Μυστικό·
κι ενώ έτρεμα της Μοίρας το γραφτό
να μην βρεθεί στον δρόμο μου ένας Φάρος
Πνευματικός να πει: «Για άκου εδώ –
Δεν είναι δα το κέρατο και Χάρος».

Αν ήμουν τώρα ως άλλοτε ακμαίος,
με μάταια θλίψη πια τ’ ομολογώ,
κάποιες μου απόψεις θ’ άλλαζα· ταχέως
θα φρόντιζα – ω ναι! – να νυμφευθώ
κάποιο απ’ τα τόσα γύρω θηλυκό,
κι ας μ’ έπαιρνε ασφαλώς κι εμένα ο σμπάρος,
γιατί το πράγμα πια φιλοσοφώ –
Δεν είναι δα το κέρατο και Χάρος.

Έπρεπε να γεράσω για να δω.
Του βίου του εγγάμου μέγα το άρος
κι όσο για τ’ άλλο – τίμημα μικρό.
Δεν είναι δα το κέρατο και Χάρος.



Του Βαλλισμού Αφιέρωσις


Εις εγγάμους και αγάμους ταπεινώς αφιερούται
το στιχούργημα ως άνω, ποιημάτιον φαιδρόν·
ανεγνώσατε, ω φίλοι, πλην ποσώς εξουδενούται
διά της αναγνώσεως ταύτης το κοινόν ημίν κακόν.

Το ερώτημα αφεύκτως τίθεται· τις δικαιούται
άκερω τον εαυτό του να θεωρήσει εξ ημών;
Εν αγνοία του ή εν γνώσει πως πολλάκις κερατούται
τις να αρνηθή εδυνήθη εξ ανδρών και γυναικών;

Ύπανδροι γυναίκες και άνδρες νυμφευθέντες, με ακούτε,
(καίτοι ανύμφευτος εξ ίσου τάλας ην ο στιχουργών)
μην διά του κεράτου πάσα σχέσις τω όντι ακεραιούται
ως κι ο Βαλλισμός διδάσκει κατά τρόπον στιχηρόν;

Ανθρωπότης, κερασφόρον γένος, το μοιραίον υψούται
μέσω της Γραφής εις Γλώσσαν· δικαιότατα, λοιπόν,
εις εγγάμους και αγάμους, τρυφερώς, αφιερούται
και ασφαλώς – μη με λησμόνει, Εαυτέ – εις Εαυτόν.


© Θεοδόσης Βολκώφ

Δευτέρα, Οκτωβρίου 15, 2012

Υπέρ το δέον σε τραγούδησα, Ομορφιά...


Υπέρ το δέον σε τραγούδησα, Ομορφιά…


Υπέρ το δέον σε τραγούδησα, Ομορφιά,
και σαν επάνω σου να το ‘χεις πάρει·
κι εγώ μαζί με τα υπόλοιπα σκυλιά,
πιο λιμαρό απ’ τα λιμαρά ζαγάρι.
Όμως το μέσα μου που στέκει κρατερό
και, ανέγνωρο, σε έχει τόσο υμνήσει,
ενώ διψά, μπορεί να φτύνει το νερό
και το ακατάλυτο μπορεί να καταλύσει.
Μην απορείς, λοιπόν, Περήφανη Ομορφιά,
και σπας μ’ αυτά το ωραίο σου κεφάλι·
μα γνώριζε – όσο μπορώ από τη μια
Θεά να σε λατρεύω, από την άλλη
– αν η Ανάγκη, λέω, το απαιτεί –
μπορώ, χωρίς το ελάχιστο να δείξω,
χάριν αυτού ακριβώς εντός μου που σε υμνεί,
με τα ίδια μου τα χέρια να σε πνίξω.


© Θεοδόσης Βολκώφ

Τρίτη, Οκτωβρίου 09, 2012

Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΠΑΛΑΙΩΝ ΚΑΘΕΔΡΙΚΩΝ


Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΠΑΛΑΙΩΝ ΚΑΘΕΔΡΙΚΩΝ

Ως πέτρινα και γυάλινα Βιβλία,
ως Γλώσσες άλαλες μα γλαφυρές,
μας πύργωσαν οι Αιώνες και η Χρεία
και κάποιες μυστικόπαθες ορμές.
Κρατάμε απ’ τις παλιές Βασιλικές
και γίναμε το καύχημα του Τόπου,
των Χρόνων μας μορφές δηλωτικές,
προς Δόξαν του Θεού και του Ανθρώπου.

Ορέων μάς συνέχει ακινησία.
Για να κτιστούμε, χάθηκαν γενιές
και στέρεψαν μυριάδες λατομεία
και σώματα σκεβρώσαν και ψυχές·
και βρέθηκαν καινούργιες τεχνικές
κι ο μόχθος του πετρά, του ξυλοκόπου,
όλα, και του αρχιτέκτονα οι βουλές –
προς Δόξαν του Θεού και του Ανθρώπου.

Mιαν άυλη σαρκώναν Παρουσία 
σκιάσεων και φωτός εναλλαγές
και πρόσδιδαν στη Θεία Λειτουργία
μυστήριο τα τόξα κι οι στοές,
και ευλαβείς, λαός προσκυνητές
υπό τις προσταγές του Επισκόπου
έψαλλαν και ψελλίζαν προσευχές
προς Δόξαν του Θεού και του Ανθρώπου.

Και κάποιοι τροβαδούροι, ποιητές,
προάγγελοι πιστοί του Νέου Τρόπου,
στα τείχη μας χαράζανε γραφές
που πρόλεγαν τον από Γης προσώπου
χαμό μας, με φωνές εκστατικές,
προς Δόξαν του Θεού και του Ανθρώπου.


© Θεοδόσης Βολκώφ

Τρίτη, Οκτωβρίου 02, 2012

ΟΔΥΣΣΕΙΣ




ΟΔΥΣΣΕΙΣ
       Του Μάρκου Αντωνόπουλου

Θα φύγουμε ως άλλοι Οδυσσείς
που τους καλούν των άστρων τα πελάγη·
της Επιστήμης θα μαστε αρχιμάγοι
και της Τεχνολογίας ιερείς.
Θ’ αφήσουμε νεκρούς πολιτισμούς,
την πολυτρόφο Γη εξαντλημένη,
και κάποιοι πληθυσμοί κατεσπαρμένοι
θα μας αναζητούν στους ουρανούς.

Θα ζήσουμε αιώνες σε κελιά
με τεχνητό νερό και οξυγόνο,
τα πλοία μας θα καίνε υδρογόνο
και θα κατασκευάζουμε παιδιά.
Οι συνειδήσεις μας παντοτινές
στων υπολογιστών μας τις συνάψεις
θα μείνουν, θα διαλέγονται με λάμψεις
ψυχρού φωτός – φωνές ηλεκτρικές.

Ο λόγος μας, κι αυτός μηχανικός,
ποσότητες και σχέσεις θα εκφράζει,
με Γλώσσα δεν θα μοιάζει, και θα φράζει
τα σώματά μας εξωσκελετός.
Μας μέλλεται να δούμε από κοντά
μυριάδες γαλαξίες να γεννιούνται
και γαλαξίες πάλι να χαλιούνται
στην κοσμική επιστρέφοντας φωτιά.

Διαδρομές θα κάνουμε αστρικές,
μέσα σε σκωληκότρυπες θα μπούμε,
μ’ άλλες μορφές ζωής θα γνωριστούμε
και θα τις υποτάξουμε κι αυτές.
Ακτινωτοί και κυματοειδείς,
στου χωροχρόνου πάνω τις εκτάσεις
θα εγγράψουμε καινούργιες διαστάσεις
μέχρι το σύστημα της Τρίτης Γης.

Του Κόσμου σύμπαντος κατακτητές,
Αλντεμπαράν, Ωρίωνα και Βέγα,
θα γίνουμε το Αλφα και το Ωμέγα,
νεφελωμάτων τώρα ποιητές.
Ατάραχοι, με πνεύμα παγερό
ώς τ’ άκρα όλες τις σκέψεις θα σκεφτούμε
κι αφού τελειώσει η Σκέψη εμείς θα ζούμε
στο άπειρο σαν πριν και στο κενό.

Και ύστερα, με μυς μεταλλικούς
έχοντας πράξει πια όλες τις πράξεις,
θα γίνουμε άλλης φύσης κι άλλης τάξης
όντα που υπερβαίνουν τους Θεούς.
Είμαστε αυτό. Οι Νέοι Οδυσσείς,
απ’ τους νεκρούς Θεούς οι μισημένοι
καθώς και τ’ όνομά μας το σημαίνει,
μα το Μηδέν σημαίνουμε εμείς.


© Θεοδόσης Βολκώφ

Δευτέρα, Οκτωβρίου 01, 2012

ERIC HOBSBAWM

"Ο ουτοπισμός 
είναι μάλλον ένας αναγκαίος κοινωνικός μηχανισμός 
για την καταβολή των υπεράνθρωπων εκείνων προσπαθειών 
χωρίς τις οποίες δεν μπορεί να πραγματωθεί 
καμιά μεγάλη επανάσταση".

Εric Hobsbawm