Κυριακή, Ιουνίου 22, 2008

Στίχοι στον "Αλέξη Νόβα"


Tου αδερφού Ι.Κ.Γ.

… γέρικα χέρια βρεφικά να τείνουν στην πηγή
και που, αν κράτησαν, δεν κράτησαν μαχαίρια,
χείλη που, αν γνωρίσανε, δε γνώρισαν φιλί
και χείλη που δεν είπανε τ’ αστέρια,

κι αν είπαν, είπαν ταπεινά
τη χλόη και κάτι ανθούς -ποιου παραδείσου;-
μέσα σε στάχτη, στάχτη και καπνιά,
αφού αν είναι η φωτιά, είναι μαζί Σου…

τα μάτια που χαρήκαν το νερό,
που γνώρισαν τους κύκλους του, το ρεύμα,
η γλώσσα που γεννά το μυστικό,
η γλώσσα που όλο γεύτηκε το αίμα,

ο ουρανός, που πάντα καρτερεί,
που την κορφή στο γκρέμισμα γυρεύει,
η ανατολή, η δύση στη σιωπή
και κάποια γη που ακόμα υπομονεύει…

ο αρχέγονος στα χείλη σου σκοπός,
η ποντισμένη στην ψυχή σου ελπίδα,
ο έσχατος, ο πρώτος σου εαυτός,
του χρόνου η μέριμνά σου κι η φροντίδα,

της θλίψης η μικρή, δειλή βροχή,
το ριγηλό, το νοτισμένο χώμα,
το χάδι σου που ανάερο πενθεί
κι η δύσκολη, στυφή σου αγάπη ακόμα… …

… με επίμονη στις πέτρες την αφή
-όσα κορμιά λογίζονται και οι τάφοι,
τι ξεθωριάζει και τι μένει απ’ τη γραφή-
το χέρι σπάει, μα ο νους ακόμα γράφει

κι ο λογισμός και τ’ όνειρο μιλούν
μια γλώσσα σιωπηρή και που επιμένει
κι ο λίβας αλυχτά και ο σιμούν
μιαν έρημο χαράσσει απαρνημένη…

μέσα στη νύχτα, μέσα στη σιωπή
πυρώνει το αόρατο καμίνι,
κόκκαλα, σπλάχνα, δέρμα, να η μορφή,
η μνήμη που σεπτή σού παραδίνει

ακέρια κι απ’ τη σάρκα πιο κρουστή,
γυναίκα, Παναγία και αλγηδόνα,
ο γυρισμός, η οδός, η επιστροφή,
ένας αχός, μια λέξη, μια εικόνα…



© Θεοδόσης Βολκώφ