Τον Έρωτα τον έμαθα στα ερέβη,
μέσα σε νύχτες πυρωμένες και γκρεμούς,
στον Τάρταρο που ζει για να μολεύει,
μα εγώ κρατήθηκα αγνός με τους αγνούς.
Πόρν’ η λαγνεί’ ας είναι κι ας χορεύει,
θυμήσου, εσύ, τι βλέπεις τώρα και ακούς,
τη ρώμη μου τα άγρια να λατρεύει,
σκληρού, πυρακτωμένου Δαίμονα ψαλμούς.
Κυριαρχεί στα τέλματα η φωτιά μου·
και μες στης πόρνης πάλι αγνός την αγκαλιά
γιατί αγκάλιαζα κι εκεί με τα φτερά μου –
μες στους ξανασασμούς από τα στήθια,
στο ψέμα μέσα της στιγμής και στα φιλιά
εγώ με αγάπη αγκάλιαζα κι αλήθεια.
© Θεοδόσης Βολκώφ