Δευτέρα, Φεβρουαρίου 04, 2019

Τα μάτια των θεαινών και ο Πρόκλος, του Γιώργου Βαρθαλίτη




Με το παρόν ολοκληρώνεται το αφιέρωμα του ιστολογίου στην ποίηση του Γιώργου Βαρθαλίτη, που ξεκίνησε με τη βιβλιοκρισία μας για το έργο του "Ίσις" και συνεχίστηκε με τη δημοσίευση πρωτότυπων ποιημάτων  από την πιο πρόσφατη παραγωγή του. Όλα τα ποιήματα παρουσιάστηκαν εδώ για πρώτη φορά.



ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΑΣΤΑΡΤΗΣ

Τα μάτια μου είναι ακύμαντη γαλήνη
στα κάτασπρα πελάγη την αυγή,
τα μάτια μου είναι πάλλευκη σελήνη
που καταυγάζει αμφίκυρτη τη γη.

Τα μάτια μου  πηγή είναι της ημέρας,
τα μάτια μου είναι αείρρος κρουνός,
τα μάτια μου γαλάζιος είναι αιθέρας,
τα μάτια μου ναός είναι τρανός.

Τα μάτια μου του θέρους είναι  ζέστα,
τα μάτια μου είναι θάλασσα πλωτή,
έαρ γλυκό τα μάτια μου είναι -δες τα!-,
τα μάτια μου είναι ρόδα και λωτοί.

Τα μάτια μου είναι τόσο αχτιδοβόλα
-εντός τους ήλιος βρίσκεται κρυφός-,
π΄ αντιφεγγάν κι αστράφτουν μέσα σ΄ όλα
και που μοιράζουν απ΄ το φως τους φως.

Τα μάτια μου είναι στόματα: φιλάνε
αχόρταγα σα χείλη φλογερά,
τα μάτια μου είναι χέρια και σκορπάνε
τα χάδια τους εδώ τα τρυφερά.

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΣΕΦΟΝΗΣ

Τα μάτια μου είναι σαν κοφτά διαμάντια,
π΄ αστράφτουνε λευκά και παγερά
και που στην πλάση τη μεγάλη αγνάντια
αυτό που δουν σκοτώνουνε σκληρά.

Τα μάτια μου είναι κρύα σαν χειμώνες,
τα μάτια μου είναι ανθοί της τρικυμιάς,
τα μάτια μου είναι στρόβιλοι, κυκλώνες,
που σε τραβάν στον Άδη μονομιάς.

Τα μάτια μου είναι απύθμενα πηγάδια
που τ΄ έρεβος μαζεύτεται πυκνό,
τα μάτια μου πλουτώνια ειναι σκοτάδια
κι εκεί η στυγνή θρονιάζει Κελαινώ.

Τα μάτια μου είναι γνόφος της αβύσσου
και βάραθρα φριχτά και ζοφερά.
Τα μαύρα μάτια μου είναι -συλλογίσου!-
τα σκοτεινά τ΄ Αχέροντα νερά.

Η λάμψη των ματιών μου σε στοιχειώνει,
τι βρύσες είναι αυτά της λησμονιάς
που σε τυλίγει αργά σαν άσπρο χιόνι
και σαν ερμίνα αδρή της παγωνιάς.

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΙΣΙΔΑΣ

Τα μάτια μου είναι τ΄ Άλφα και τ΄ Ωμέγα,
αρχή,  χοάνη μαύρη και  βορά,
απ΄ τον Αλδεβαράν κι από το Βέγα
κρατάν αυτά κι απ΄ τ΄ άστρο του βορρά.

Τα μάτια μου είναι απίστευτες κλεψύδρες
που μέσα τους κυλά κάθε στιγμή.
Τα μάτια μου είναι Λύρες, Ράβδοι κι Ύδρες,
του στερεώματος κι εκείνα αστερισμοί.

Θα δεις την Ανδρομέδα και το Σείριο
στη λάμψη των ματιών μου τη βουβή
και τ΄άστρα που φωτίσαν τον Ασσύριο
στα κάστρα τα ψηλά της Νινευί.

Το βάθος των ματιών μου ξεσκεπάζει,
στου σκοταδιού τους πάνω τη σιγή,
από σμαράγδι λάμψεις και τοπάζι
να σμίγουν σε τρανή μαρμαρυγή.

Τα μάτια μου σα διάφωτοι μαγνήτες
με δύναμες τραβάνε μυστικές.
Τα μάτια μου είναι αχνόφωτοι πλανήτες
απ΄ τ΄ Άδη τις ψυχές τις αστρικές.

ΠΡΟΚΛΟΣ

Σβησμένοι οι πέτρινοι βωμοί σ’ ολάκερη τη χώρα
και χτυπημένοι απ’ τον ταγό σκληρά της Νέας Ρώμης:
με το πελέκι τ’ άγιο δρυ κομμένο της Δωδώνης,
στεγνή η βαθύλαλη πηγή του δελφικού Λοξία,
η Ελευσίνα σύντριμμα στο πέρασμα του Γότθου,
στης Ολυμπίας δρακοντιές κι αγκάθια τις παλαίστρες
και σκοτωμένος ο στερνός διαφεντευτής του Μίθρα
στης Κτησιφώντας τα τειχιά, στα ρέματα τ’ Ευφράτη
το Σασσανίδη αλύπητα τον άγριο πολεμώντας.

Μα σ’  έναν άσβηστο βωμόν η φλόγα ακόμα καίει:
σ’  εκείνον που θεμέλιωσεν ο Πλάτων στην Αθήνα,
το διαμαντένιο το βωμό που στέκει χίλια χρόνια
και της γλαυκόματης Θεάς η αιγίδα τον σκεπάζει.
Κι αρχιερέας του Βωμού εσύ και πρόμαχός του,
ω Λύκιε Πρόκλε, το στερνό καμάρι της Παλλάδας,
μυσταγωγέ κι ανυμνητή , φιλόσοφε, προφήτη
κι ωραίε σαν τον πυθικό Θεό το φωτοδότη.
Και στης ψυχής σου τ’ άδυτο, πριν σβήσουν, ξαναζούσαν
Και δαίμονες και θέαινες, γοργόνες κι αιγιπάνες,
Απόλλωνες κι Αρτέμιδες, Ερμήδες κι Αφροδίτες,
μα από το φως μιας μυστικής λαγαρισμένοι λάτρας.

Χαλδαίοι μάγοι σού ‘δειξαν των άστρων τα σημάδια,
αγνάντεψες κατάματα το έρεβος τ’ Ορφέα
και τα μυστήρια γνώρισες της τρίμορφης Εκάτης.
Μα απ’ των Χαλδαίων τους χρησμούς και τ’ άσματα τ’ Ορφέα
το μάγο φως προτίμησες του Πλάτωνα, π’ αστράφτει,
και μοίρασες αντίδωρο, τρανός ιεροφάντης,
απλόχερα φεγγοβολήν απ’ τη φεγγοβολή του.
Ιερουργά τα χέρια σου τους Διάλογους κρατήσαν
-την Πολιτεία, τον Τίμαιο, το Φίληβο, το Φαίδρο-
λες επιστήμης ένθεης λειτουργικά βιβλία,
κι εξηγητής χαλκέντερος και Βάκχος μες τους Βάκχους
σε τι γαλήνη μυστικιά το νου μας ανεβάζεις
από  τα βάθη ποιού ουρανού να δούμε ν’ ανατέλει,
πέρα απ’ τα πρώτα τ’  Άδυτα και της σιγής το φράχτη,
τον ήλιο τον ανέσπερο της έσχατης Ενάδας,
όταν με τέτοιο χείμαρρο φωτός μας κατακλύζει
που η λάμψη γνόφος γίνεται κι η Γνώση καταλυέται!

Όμως βαθιά τη μνήμη σου μια νύχτα χαρακώνει.
Κι ήταν η νύχτα π’ άρπαξαν τ’ άγαλμα της Παλλάδας,
εκείνο που σκαλίσανε τα χέρια του Φειδία
και φώτιζε το ζόφωμα βαθιά του Παρθενώνα.
Θυμάσαι πώς μαρμάρωνε τα πάντα το φεγγάρι;
Θαρρούσες μια λευκόφωτη λαμπάδα το φεγγάρι,
π’ αχνόφεγγε χλωμόθωρη μια πόλη νεκρωμένη
και σιωπηλά σαβάνωνε με τ’  αργυρό του χιόνι
τους συντριμμένους τους ναούς κι αυτούς π’ ακόμα στέκαν,
την αγορά και τ’ αδειανά κοχύλια των θεάτρων,
την Πάρνηθα, τον Υμηττό και τα βουνά τριγύρω
και τ’ άλση τα πολύθροα, τους ελαιώνες πέρα
μέχρι τα βαθυκύανα νερά τ’ αρχιπελάγου.

Αποσταμένος έγερνες απ’ τη βαριά μελέτη
στο φτωχικό καλύβι σου στο ρίζωμα του Βράχου,
σαν ξάφνου απ’ ασημένιο φως γέμισε η κάμαρά σου
κι αντίκρισες να στέκεται μπροστά σου η Τριτογένεια,
χρυσελεφάντινη, χλωμή και φεγγαροντυμένη.
«Με διώξαν απ’ το σπίτι μου για πάντα, Πρόκλε», σού ‘πε,
«Άσε με τούτη τη βραδιά σε σένα να περάσω».
Τη μυστική σου ποιος θα πει την ολονύχτια, Πρόκλε;
Μα κάποιος μας ψιθύρισε και νιώσαμε βαθιά μας
πως το πρωί η παράξενη του κόσμου ταξιδεύτρα
φτερούγισε μακριά απ’ τη γη για τα μεγάλα αστέρια.

Γιώργος Βαρθαλίτης