Δευτέρα, Ιανουαρίου 14, 2019

Τρία λυρικά, του Γιώργου Βαρθαλίτη



Στο προτελευταίο μέρος του αφιερώματος στην πρόσφατη ποιητική παραγωγή του Γιώργου Βαρθαλίτη παρουσιάζονται τρία λυρικά συνθέματα, εμπνευσμένα από την αρχαιοελληνική μυθολογία και τη βιβλική παράδοση: Ορφέας, Imperator και Βηρσαβεέ. Τα ποιήματα δημοσιεύονται εδώ για πρώτη φορά. 
  


ΟΡΦΕΑΣ
ή το τραγούδι της κομμένης κεφαλής

Αλλ' η κομμένη κεφαλή, από των  Αθανάτων
την άφθαρτη φιλόστοργη πνοή ζωντανεμένη,
από τα αιματερά νερά του Έβρου θ' αναδώσει
αμίμητο κι αθάνατο τον ύστερο ρυθμό της.
                          Δ. Σολωμός, Στον Ορφέα


Αυτό που βλέπετε είναι τώρα
η που μου κόψαν κεφαλή,
που χάρη στ’ απολλώνια δώρα,
ακόμα, ανθρώποι, σας λαλεί.

Το ρέμα τ’ Έβρου με πηγαίνει
και μου παγώνει τα μαλλιά
απ’ το κορμί μου θερισμένη
μα μ’ ολοζώντανη μιλιά!

Κι αν με τσακίσανε μαινάδες
σκληρά με νύχια κοφτερά,
ακτές μ’ ακούνε και κοιλάδες,
μ’ ακούν βαριά καματερά!

Και τραγουδάω τα κοπάδια
και τα γοργόφτερα πουλιά
και τα βαθύχλωρα λιβάδια
και της βραδιάς τη σιγαλιά-

και τραγουδώ την πεταλούδα,
του Μάη την αύρα που φυσά,
της χλόης τ’ άχραντα βελούδα,
τα στάχυα πέρα τα χρυσά-

την παντοδότειρα Κυβέλη,
τ΄ αμπέλια του καλοκαιριού
και τ’ ήλιου τα πυρίπνοα βέλη
στο κάμα του μεσημεριού-

και τραγουδάω τους ανέμους,
των σύννεφων την ταραχή
και των στοιχείων τους πολέμους
και την καλόγνωμη βροχή-

και τραγουδάω τη σελήνη
σαν ασημώνει τα νερα,
της μαύρης νύχτας τη γαλήνη
και τ’ άστρα της τα λαμπερά-

τους άσπρους δρόμους της θαλάσσης
και τους μεγάλους ωκεανούς
κι όλα τα θάματα της πλάσης
και τους γαλάζιους ουρανούς-

κι εσένα, ασύγκριτη  Ευρυδίκη,
μ’ αδρό τραγούδι τραγουδώ,
που σ’ άρπαξαν οι μαύροι λύκοι
της Περσεφόνης από δω.

Τα μάτια εσύ ήσουν και το φως μου,
εσύ η καρδιά μου κι η ζωή,
εσύ η βασίλισσα του κόσμου
και της πνοής μου εσύ πνοή.

Για σε κατέβηκα στον Άδη
χωρίς  στιγμή να φοβηθώ
-πυρσός η λύρα στο σκοτάδι-,
μα δε σε πήρα απ’ το βυθό.

Όμως ακόμα σ’ αγκαλιάζω
και στ’ όνειρό μου σε φιλώ
και με τον ίσκιο σου πλαγιάζω
και με τον ίσκιο σου μιλώ.

Αυτό που βλέπετε είναι τώρα
η που μου κόψαν κεφαλή,
που χάρη στ’ απολλώνια δώρα,
ακόμα, ανθρώποι, σας λαλεί.


IMPERATOR

Ο τρανότερος του κόσμου
αυτοκράτωρ είμαι εγώ!
Μη δεν είναι αυτός δικός μου
και δε μ’ έχει για ταγό;

Είμαι από τους νόμους πάνω
και κανένα δε γροικώ.
Αν εγώ το θέλω κάνω
τ’ άτι μου συγκλητικό!

Του λαού με λεν πατέρα,
βασιλιά και σεβαστό-
σαν χρυσόμηλο τη σφαίρα
στην παλάμη μου βαστώ.

Μες τους όχλους π’ αλαλάζουν
αυτοί πού ‘ναι για θανή
«χαίρε, Καίσαρ», μου φωνάζουν
με βροντόλαλη φωνή.

Στο παλάτι παννυχίδες
και μακρόφλογοι πυρσοί
κι από ρόδα πλημμυρίδες
και κρατήρες με κρασί,

(τ' απαλότερο μετάξι
το κορμί μου έχει ζωστεί
που πλουμίζουνε με τάξη
σχέδια με χρυσή κλωστή)

και σ’ αυλούς και σε φλογέρες,
κύμβαλα και μουσικές
με χαϊδολογούν εταίρες
με λαχτάρες μυστικές.

Μ’ αμπελόφυλλα στεμμένος
σαν το Διόνυσο πηδώ
και τη λύρα μου ζωσμένος
τον παιάνα τραγουδώ.

Τις λαμπρές τις Εστιάδες
άγρια σέρνω απ' το βωμό
-και οι πόθοι μου σα δάδες-
άλλο να μου πουν ψαλμό.

Στο χρυσό μου πάνω θρόνο
-ήλιος την ανατολή-
όποιον θέλω βαραθρώνω
με μια μόνη μου εντολή.

Οδηγώντας τ’ άλογά μου
τερματίζω νικητής-
η ζωή μου μέθη γάμου
και ξεφάντωμα γιορτής.

Όλοι σας με προσκυνάτε
σάμπως είδωλο ναού
και τη χάρη μου ζητάτε,
πλήθη αμέτρητα λαού!

Σας σκορπώ μαργαριτάρια
και σας πνίγω στα φλουριά
ή σας ρίχνω στα λιοντάρια
και τ’ ανήμερα θεριά!

Μα είμαι ο πιο δυστυχισμένος
κι από μέσα μου φθονώ,
στα παλάτια μου κλεισμένος,
το φτωχό και ταπεινό,

γιατί νιώθω κάθε μέρα
στη δική μου κεφαλή
ν’ ανεμίζει με φοβέρα
το σπαθί του Δαμοκλή!

ΒΗΡΣΑΒΕΕ

Το γυμνό σου κορμί με πυρώνει,
με κεντήσανε  χίλιοι σκορπιοί,
τη ζωή το κορμί σου μυρώνει,
ποιος κρασί σαν εκείνο θα πιεί;

Σαν τα μαύρα μαλλιά σου ξελύνεις
και τα ρούχα σου ρίχνεις, θωρώ
μες το φως το χλωμό της σελήνης
το κορμί σου γυμνό στο λουτρό!

Το κορμί σου τ’ ασύγκριτ’ αλείβεις,
και λαγόνες  και στήθη κρουστά
και το χλόισμα κάτω της ήβης
και τα πόδια σου αυτά τα γλυπτά!

Το κορμί σου κι οι αύρες ζηλεύουν,
τη χυτή του ζηλεύουν θωριά
κι οι τρανές φοινικιές που σαλεύουν
και των άστρων ψηλά τα κεριά.

Το γυμνό σου κορμί με τελειώνει,
με μαράζι με τρώει πυρό,
το κορμί σου  με σβήνει, με λιώνει.
Στη φωτιά ποιος θα στάξει νερό;

Πώς ο δόλιος μου νους σκοτεινιάζει,
λες φαρμάκι να μού ΄χυσε οχιά,
το κορμί σου αν σκεφτώ –τι σε νοιάζει;-
να τ’  αγγίζουνε χέρια τραχιά.

Τον Χετταίο θα στείλω στη μάχη,
να τον πάρει πικρή σαγιτιά,
και θα μείνεις, να σφίξω, μονάχη,
το κορμί σου, στερνή μου γητειά!

Θα σου λύσω με βια το ζωνάρι,
θα σε γδύσω με λύσσα κι ορμή
και θα ρίξω σε γάμου κλινάρι
το γυμνό σου, γυναίκειο κορμί!


Γιώργος Βαρθαλίτης