ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΛΙΟΝΤΑΡΙΟΥ
Ήταν μια αρχαία Χώρα. Και ήτανε του Λιονταριού.
Νέο στη γη το κάθε πλάσμα, και δειλά-δειλά ξυπνούσε,
γλείφονταν για να ξυπνήσει, να μιλήσει, και μιλούσε
τη μητέρα πρωτογλώσσα, την τραχιά του Λιονταριού.
Πού ακριβώς αυτή η χώρα; Ήταν Γη του Λιονταριού.
Δεν ανήκε στη Φοράδα, του ασβεστόλιθου ανεμώνα.
Δεν ανήκε στο Κοράκι τού μεγάλου Προμαχώνα.
Το που άνοιξε τον νου ήτανε μάτι Λιονταριού.
Λύκος, Ύαινα, Άγριος Σκύλος, με τη χαίτη Λιονταριού,
όλα ανάσκελα γυρίζαν, μητρικά χαμογελούσαν
και το ανθρώπινο τού λιόντα βρέφος γάλα το κερνούσαν
υπό το υψωμένο μάτι, το χρυσό του Λιονταριού.
Δεν ξεθώριαζε της Χώρας τ’ όραμα – του Λιονταριού –
χωριστό το κάθε πλάσμα σαν κρουστάλλι φωτιζόταν,
μελωμένο από το φως, φως του Λιόντα, ονειρευόταν
ένα όνειρο και μόνο, τ’ όνειρο του Λιονταριού.
Ξαφνισμένα από το είναι, τον αχό του Λιονταριού
μόνο πρόσμεναν και, του ήλιου σαν σπαράγματα, προσέχαν,
σαν και κείνον σφαιρωμένα, κι όλα γύραθέ του τρέχαν
κι έβλεπαν μες στην καρδιά τους τη μορφή του Λιονταριού.
Τι ήταν το Λιοντάρι, ο Λέων απ’ τη Γη του Λιονταριού;
Τ’ όνειρο της παιδικής μας ηλικίας καλά κρατούσε,
της Μητέρας στοχαζόταν τη μορφή κι εκεί θωρούσε
μέσα στο δικό της βλέμμα δύο μάτια Λιονταριού.
Και μορφώνονταν σε ανταύγεια, σε ανταύγεια Λιονταριού
και πιο αλλόκοτη και αλλόκοτα η μορφή ενανθρωπισμένη
και σαν ένας υπνοβάτης και σαν μισοϋπνωτισμένη
Ρήγισσα είδε το Λιοντάρι μες στη Γη του Λιονταριού.
Και ως έμβλημα, σημαία η μορφή του Λιονταριού.
Και Λιοντάρι το νησί μας τ’ όνομα που έχει πάρει
μες στις νύχτες του πολέμου. Μέχρι που η αυγή-Λιοντάρι
ήρθε κι έπαψε τον ύπνο του μεγάλου Λιονταριού.
Στου φωτός την πρώτη γέννα, τ’ όνειρο του Λιονταριού,
πέφτοντας στη γη ως μάννα κι απ’ τον ουρανό φερμένο,
αποκάθαρε τα πάντα το σε σένα πυκνωμένο·
κι έδειξε εσένα ο ήλιος – τον βυθό του Λιονταριού.
TED HUGHES
Μεταγραφή: Θεοδόσης Βολκώφ