Τετάρτη, Φεβρουαρίου 08, 2012

ΙΝΔΙΑΝΙΚΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ

ΙΝΔΙΑΝΙΚΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Ω Μεγάλο Πνεύμα, 
που τη φωνή Σου ακούω στους ανέμους
και που η πνοή Σου δίνει στους πάντες ζωή,
εισάκουσέ με.
Σε Σένα έρχομαι ως ένα απ’ τα πολλά παιδιά Σου·
είμαι αδύναμος… είμαι μικρός… 
Χρειάζομαι τη δύναμη και τη σοφία Σου.
Άσε με να βαδίσω μες στην ομορφιά 
και κάνε τα μάτια μου
πάντα να βλέπουν τ’ άλικα και τα μαβιά ηλιοβασιλέματα.
Κάνε τα χέρια μου να σέβονται όσα έπλασες
και κάνε μου οξεία την ακοή, 
ώστε ν’ ακούω τη φωνή Σου.
Κάνε με σοφό, 
ώστε να εννοώ αυτά που στον λαό μου δίδαξες
και τα μαθήματα που έκρυψες σε κάθε φύλλο και σε κάθε πέτρα.
Ζητώ σοφία και δύναμη,
όχι για νά ‘μαι ανώτερος των αδελφών μου, 
αλλά για να μπορώ να πολεμώ τον πιο μεγάλο μου εχθρό,
τον ίδιο εμένα.
Δώσε να είμαι πάντα έτοιμος να παρουσιαστώ ενώπιόν Σου
με χέρια καθαρά και μάτι ευθύ,
ώστε η ζωή σαν σβήνεται και ξεθωριάζει ηλιοβασίλεμα ίδια,
το πνεύμα μου να ‘ρθει σε Σένα
χωρίς ντροπή.

Μεταγραφή: Θεοδόσης Βολκώφ 
Πρώτη δημοσίευση στο Ποιείν

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 03, 2012

TED HUGHES, Το όνειρο τού Λιονταριού














     
 ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΛΙΟΝΤΑΡΙΟΥ 

Ήταν μια αρχαία Χώρα. Και ήτανε του Λιονταριού.
Νέο στη γη το κάθε πλάσμα, και δειλά-δειλά ξυπνούσε,
γλείφονταν για να ξυπνήσει, να μιλήσει, και μιλούσε
τη μητέρα πρωτογλώσσα, την τραχιά του Λιονταριού.

Πού ακριβώς αυτή η χώρα; Ήταν Γη του Λιονταριού.
Δεν ανήκε στη Φοράδα, του ασβεστόλιθου ανεμώνα.
Δεν ανήκε στο Κοράκι τού μεγάλου Προμαχώνα.
Το που άνοιξε τον νου ήτανε μάτι Λιονταριού.
 
Λύκος, Ύαινα, Άγριος Σκύλος, με τη χαίτη Λιονταριού,
όλα ανάσκελα γυρίζαν, μητρικά χαμογελούσαν
και το ανθρώπινο τού λιόντα βρέφος γάλα το κερνούσαν
υπό το υψωμένο μάτι, το χρυσό του Λιονταριού.

Δεν ξεθώριαζε της Χώρας τ’ όραμα – του Λιονταριού –
χωριστό το κάθε πλάσμα σαν κρουστάλλι φωτιζόταν,
μελωμένο από το φως, φως του Λιόντα, ονειρευόταν
ένα όνειρο και μόνο, τ’ όνειρο του Λιονταριού.

Ξαφνισμένα από το είναι, τον αχό του Λιονταριού
μόνο πρόσμεναν και, του ήλιου σαν σπαράγματα, προσέχαν,
σαν και κείνον σφαιρωμένα, κι όλα γύραθέ του τρέχαν
κι έβλεπαν μες στην καρδιά τους τη μορφή του Λιονταριού.

Τι ήταν το Λιοντάρι, ο Λέων απ’ τη Γη του Λιονταριού;
Τ’ όνειρο της παιδικής μας ηλικίας καλά κρατούσε,
της Μητέρας στοχαζόταν τη μορφή κι εκεί θωρούσε
μέσα στο δικό της βλέμμα δύο μάτια Λιονταριού.

Και μορφώνονταν σε ανταύγεια, σε ανταύγεια Λιονταριού
και πιο αλλόκοτη και αλλόκοτα η μορφή ενανθρωπισμένη
και σαν ένας υπνοβάτης και σαν μισοϋπνωτισμένη
Ρήγισσα είδε το Λιοντάρι μες στη Γη του Λιονταριού.

Και ως έμβλημα, σημαία η μορφή του Λιονταριού.
Και Λιοντάρι το νησί μας τ’ όνομα που έχει πάρει
μες στις νύχτες του πολέμου. Μέχρι που η αυγή-Λιοντάρι
ήρθε κι έπαψε τον ύπνο του μεγάλου Λιονταριού.

Στου φωτός την πρώτη γέννα, τ’ όνειρο του Λιονταριού,
πέφτοντας στη γη ως μάννα κι απ’ τον ουρανό φερμένο,
αποκάθαρε τα πάντα το σε σένα πυκνωμένο·
κι έδειξε εσένα ο ήλιος τον βυθό του Λιονταριού.

TED HUGHES
Μεταγραφή: Θεοδόσης Βολκώφ

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 01, 2012

JOHN WILMOT, Kατά του γάμου


ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ

Από αγάπη ακραιφνή κι από έγνοια, παιδιά μου,
θα σας δώσω μια ιδέα, ένα σκίτσο του γάμου.

Τις δουλειές καταστρέφει, μάς στερεί τη χαρά,
νιάτα, πνεύμα αναλώνει αρετή και παρά.
Μας συνθλίβει τη σκέψη, τον ύπνο στοιχειώνει
και προτού να χαράξει στον δρόμο μάς στρώνει.
Και να κάνουμε κάνει τα μυριάδες παράλογα,
αφού πράμα σημαίνει πράσσειν άνομα κι άλογα.

Αν χρειάζεστε σάρκα, πάρτε δρόμο ευγενή,
σε μια πρόθυμη πόρνη ουδεμιά ταραχή.
Μπαίνεις μέσα της, βγαίνεις  κάνε όπως νομίσεις
και ο μόνος σου φόβος μήπως κάτι κολλήσεις.
Κι οι αρρώστιες, το ξέρεις, έχουν κάποια γιατρειά,
μα του γάμου η χολέρα, ω, δεν παίρνει καμιά.

JOHN WILMOT
Μεταγραφή: Θεοδόσης Βολκώφ