Τετάρτη, Νοεμβρίου 29, 2006

ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΜΟΥ ΡΟΔΟ



TO ΜΑΥΡΟ ΜΟΥ ΡΟΔΟ


Στην  Andreea  Stoiciu


Ρόδο μου
Ρόδο μου Μαύρο
Πληγή μου μετά την πληγή
Έρωτά μου μετά τον Έρωτα
Αίμα μου
που ρέεις κι απ’ το στέρεμα μετά
της θλίψης προσφωνήσεις – βλέπεις – τώρα επισωρεύω.

Ομορφιά μου ανώφελη
στο αγκάθι σου ακόμα προσκολλάσαι
κι είναι πληγές που δεν μπορείς να κλείσεις
μόνο τον πόνο
στον ήδη πόνο να προσθέτεις·
όχι φύλλο όχι πέταλο μίσχος όχι
αγκάθι αγκάθι μόνο
αυτή η πύκνωσή σου.

Να σ’ αγγίζω και να ματώνω
να μ’ αγγίζεις και να μαραίνεσαι
να μεγαλώνει η οδύνη κάθε μέρα
η κάθε νύχτα να ριζώνει θύμηση
βαθύτερα όλο
και η στερνή καταφυγή να μην υπάρχει
το φταίω το φταις λυτρωτικό
η κατηγόρια του ένα για τον άλλο.

Ρόδο μου
Ρόδο μου Μαύρο
Πληγή μου μετά την πληγή
Έρωτά μου μετά τον Έρωτα
Αίμα μου
που ρέεις κι απ’ το στέρεμα μετά
της θλίψης προσφωνήσεις τώρα επισωρεύω
να σε καλώ
να σε καλώ
κι εσύ να γυρίζεις
όχι.



© Θεοδόσης Βολκώφ

Δευτέρα, Νοεμβρίου 27, 2006

Αγριεμένος πάλι απ’ την αγρύπνια


Στον φίλο Σωκράτη Ξένο



Αγριεμένος πάλι απ’ την αγρύπνια
κι ακούω το Θάνατο εκεί έξω να γελάει...
Άντρες γυναίκες γέροντες παιδιά
όλοι σιγά σιγά καγχάζουνε μαζί του.

Εμβρίθεια
βλοσυρότητά μου
σε καγχασμούς
σε τίποτα δε συναινείς.

Χάροντα τι γελάς;
Η Θλίψη μου – μονάκριβη – σε περιπαίζει.



© Θεοδόσης Βολκώφ

Τετάρτη, Νοεμβρίου 22, 2006

Aφήνουμε Αγγλίες, αφήνουμε Αμερικές και γυρίζουμε εδώ. Εδώ. Τώρα βέβαια αυτό το «εδώ» είναι ένα ζήτημα. Ίσως μάλιστα να είναι και το ζητούμενο. Το αιτούμενο...

Λιανοτράγουδα λοιπόν...



Καινούρια αγαπημένη μου, στάσου κομμάτ’ οπίσω.

Παλιά φιλιά μού ’πάντησε και θω να τη μιλήσω.


Λησμονημένη σ’ είχα γω· τώρα που σ’ είδα πάλι,

μού ’βαλες πόνο στην καρδιά και ζάλη στο κεφάλι.


Παλιά στράτα δε χάνεται, καινούρια δεν πατιέται,

ουδέ παλιά αγαπητικιά δεν απολησμονιέται.


Σαν είν’ η αγάπη μπιστική, παλιώνει μηδέ λιώνει·

ανθεί και δένει στην καρδιά και ξανακαινουργώνει.


Αδύνατό είναι μια καρδιά σαν πληγωθεί να γιάνει·

μοιάζει δεντρί που μαραθεί και πλιο καρπό δεν κάνει.


Από μικρός σε φύτεψα μες στης καρδιάς τα βάθη,

κι είν’ ο καρπός οπού τρυγώ, καημοί, πληγές και πάθη.


Για ιδές εκείνο το βουνό, οπού άναψε και καίγει:

κάποιος αγάπην έχασε και κάθεται και κλαίγει.


Δεν είναι πόνος να πονεί, πόνος να θανατώνει,

σαν την αγάπη την κρυφή που δεν ξεφανερώνει.


Η αγάπη βράχους κατελεί και τα θεριά μερώνει,

κι εγώ την έχω στην καρδιά, γι’ αυτό με θανατώνει.


Της θάλασσας τα κύματα τρέχω και δεν τρομάζω,

κι όντας σε συλλογίζομαι, τρέμω κι αναστενάζω.


Ωσάν η νύχτα η σκοτεινή, π’ όλα τα κάνει μαύρα,

έτσ’ είναι όλα στην καρδιά, σαν την πλακώσει η λάβρα.


Χωρίς αέρα το πουλί, χωρίς νερό το ψάρι.

χωρίς αγάπη δε βαστούν κόρη και παλικάρι.


Απ’ όντε δεν εσμίξαμε, ψηλέ λιγνέ μου, κρίνε,

δεν αναντράνισα να ιδώ, είναι ντουνιάς, δεν είναι.


Εμίσεψες και μ’ άφησες σαν παραπονεμένη,

σαν εκκλησιά αλειτούργητη σε χώρα κουρσεμένη.


Πηγή: Δημοτικά Τραγούδια, Συλλογή Νικολάου Γ. Πολίτη



Άμποτε από τέτοιες πηγές να πίνουμε πάντα...

Κυριακή, Νοεμβρίου 19, 2006

Κι από την Αγγλία περνάμε γρήγορα στην Αμερική, για να συναντήσουμε τον Stephen Crane (1871 - 1900). Χαμένος πρόωρα από φυματίωση, άφησε - σε σχέση με τη σύντομη ζωή του - δυσανάλογα ογκώδες έργο. Η ταχύτητα με την οποία συνέθετε τα έργα του είναι παροιμιώδης. Δούλεψε κυρίως τον πεζό λόγο. Εδώ παραθέτουμε λίγους από τους στίχους του.


STEPHEN CRANE
The Black Riders and Other Lines



I
Black riders came from the sea.
There was clang and clang of spear and shield,
And clash and clash of hoof and heel,
Wild shouts and the wave of hair
In the rush upon the wind:
Thus the ride of sin.



III
In the desert
I saw a creature, naked, bestial,
who, squatting upon the ground,
Held his heart in his hands,
And ate of it.
I said, "Is it good, friend?"
"It is bitter bitter," he answered;
"But I like it
Because it is bitter,
And because it is my heart."



IV
Yes, I have a thousand tongues,
And nine and ninety-nine lie.
Though I strive to use the one,
It will make no melody at my will,
But is dead in my mouth.



VIII
I looked here;
I looked there;
Nowhere could I see my love.
And-this time-
She was in my heart.
Truly, then, I have no complaint,
For though she be fair and fairer,
She is none so fair as she In my heart.


XXIII
Places among the stars,
Soft gardens near the sun,
Keep your distant beauty;
Shed no beams upon my weak heart.
Since she is here
In a place of blackness,
Not your golden days
Nor your silver nights
Can call me to you.
Since she is here
In a place of blackness,
Here I stay and wait.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 15, 2006

Δεν σπάω τη μικρή μου σιωπή (και λέγοντας μικρή δεν εννοώ σε διάρκεια, που ενδέχεται να είναι μεγάλη, αλλά σε σημασία, που είναι όντως μικρή). Μιλώντας λοιπόν υπό μίαν έννοια καταχρηστικά, απλώς τη ‘μεταλλάσσω‘. Κι αυτό γιατί οι λόγοι που ακολουθούν, αλλά και αυτοί που θα ακολουθήσουν, δεν είναι δικοί μου. Χωρίς κανένα απολύτως πρόγραμμα θα δημοσιευθούν κείμενα, πεζά και ποιητικά, από τον χώρο της λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας, ανάλογα με τη διάθεση της στιγμής. Όσοι φίλοι θέλουν να δουν ή να ξαναδούν ίσως κάποιες από τις προσπάθειές μου μπορούν να ανατρέξουν στα αρχεία των προηγουμένων μηνών.



ΟSCAR WILD (1854 – 1900)

Μικρό απόσπασμα από την ‘Μπαλλάντα της Φυλακής του Ρήντιγγ‘.



... I only knew what hunted thought

Quickened his step, and why

He looked upon the garish day

With such a wistful eye;

The man had killed the thing he loved,

And so he had to die.


Yet each man kills the thing he loves,

By each let this be heard,

Some do it with a bitter look,

Some with a flattering word,

The coward does it with a kiss,

The brave man with a sword!


Some kill their love when they are young,

And some when they are old;

Some strangle with the hands of Lust,

Some with the hands of Gold:

The kindest use a knife, because

The dead so soon grow cold.


Some love too little, some too long,

Some sell, and others buy;

Some do the deed with many tears,

And some without a sigh:

For each man kills the thing he loves,

Yet each man does not die…