Παρασκευή, Ιουλίου 28, 2006

ΒΑΓΔΑΤΗ 1207 μ.Χ.



Άψογη είσαι·
την ομορφιά σου ομολογούν οι ομορφότερες,
μπροστά σου γονατίζουν οι ανδρείοι·
Ατίμητο στολίδι της Βαγδάτης,
της Περσίας μονάκριβο καύχημα
σε αποκαλούν οι ποιητές
και ο σύζυγός σου υπερήφανος
ευφραίνεται με τα δίκαια λόγια του Σουλτάνου -
«Δεν υπάρχει άλλη γυναίκα σαν και αυτήν,
την ομορφιά της που λάμπει
ξεπερνά μόνον η τιμιότητά της που αστράφτει·
τυχερός ο άνδρας που την ορίζει».

Όμως εγώ - που από μπρος σου πέρασα -
σε κοίταξα
και σ’ έχω κάνει ν’ αναρωτιέσαι.



© Θεοδόσης Βολκώφ

Τετάρτη, Ιουλίου 26, 2006

Ο ΜΟΝΑΧΟΣ
Μια παλιά ιστορία



Στη θύρα στέκει ο Ηγούμενος, την ευλογία δίνει
και λέει: «Γιε μου, Συμεών, σού εδόθη άγια χάρη,
να παίρνεις τις τρανές μορφές απ’ του φωτός την κρήνη
και ν’ ακουμπάς στο μάρμαρο, γλυκά, με το σμιλάρι.

Δείξε, παιδί μου Συμεών, θεία δόξα στους αιώνες,
Γεννήσεις, Ευαγγελισμούς, τα Μυστικά τα Δείπνα,
στ’ άπεφθο πλάσε μάρμαρο του Θείου τους αγώνες·
γέρος εγώ, θ’ αναπαυθώ· εργάζου και αγρύπνα»! ...

... Γονατιστός ο Συμεών την προσευχή τελειώνει
και ψιθυρίζει, «Κύριε, κι απόψε σε καλώ,
το χέρι κάνε σίγουρο, με τάραξαν οι πόνοι,
κάνε το μάτι αλάνθαστο, καθάριο το μυαλό»...

Ανάβει ο νέος μοναχός στη σκήτη το καντήλι
και τη ματιά στο μάρμαρο γλυκά-γλυκά ακουμπά,
τις μισοτέλειωτες μορφές, πριν πιάσει ευθύς τη σμίλη,
με δάχτυλα που τρέμουνε αγγίζει και ξυπνά...

Μα κάτι αλλάζει απ’ τ’ άγγιγμα μες στην ψυχή και χύνει
κάποιο άλλο φως μες στο κελλί και στην καρδιά φωτιά,
μέσα σε στρόβιλο παθών και σε ονείρων δίνη
θυμάται ο νέος Συμεών ζήση άγρια και παλιά...

«Αλέξανδρο με λέγανε πριν μοναχός να γίνω
κι Έλληνας είμαι κι αγαπώ τ’ ολόφλογο κορμί,
γυμνά πλάθω τα σώματα και τα ντυμένα γδύνω,
γυρνάς ξαν’ απ’ το παρελθόν, άρρενα γλύπτη ορμή!

Σε αγαπάω, Γέροντα γαλήνιε, και το φως σου,
μα εγώ αντλώ απ’ το ηφαίστειο και παίρνω απ’ τη φωτιά,
ας σμίξουνε στο Σύμπλεγμα η Γη μου κι ο Ουρανός σου,
χίλιες Αγάπες μάχονται βαθιά μες στην Καρδιά!

Προστακτικό το χέρι μου και ακολουθεί η σμίλη,
μού ζήτησες, Ηγούμενε, “τον Ευαγγελισμό”,
γεννάω με σφοδρότητα γραμμές, καμπύλες, χείλη
και πλάθω τα μυστήρια καθώς τα ζω εγώ»!

Κι είν’ η ψυχή χωμάτινη, τα μέλη σμιλεμένα
μ’ όλη τη ζέστα της ζωής στην κρύα μέσα σκήτη
κι είν’ Έρωτας ο Άγγελος με μάτια θαμπωμένα
κι ο Κρίνος Ρόδο ακάνθινο κι η Παναγιά Αφροδίτη...



© Θεοδόσης Βολκώφ

Παρασκευή, Ιουλίου 21, 2006

ΑΠΟΨΕ


Κοίτα Ψυχή μου άγρια πάντα το σκοτάδι,
μην αποστρέφεις απ’ τα βάραθρα το βλέμμα,
βυθίσου μες στη λάμψη των ψυχών και το αίμα,
με λάσπη κι αίμα φτιάχνει η Μοίρα το υφάδι.


Σεισμούς γεμάτο και φωτιές αυτό το βράδυ·
γίνε η κατεύθυνση – η κοίτη για το ρέμα
της λάβας το ασυγκράτητο – και μ’ ένα γνέμα
σύγκορμο κίνησε το ανθρώπινο κοπάδι.


Ψυχή μου πάντα άγρια, τον κόσμο μέτρα,
στη μήτρα του ηφαιστείου βύθισε το σπέρμα
και φτιάξε στίχους από σίδερο και πέτρα·

ορμή μου αδίστακτη, εκεί ’ναι το τέρμα·
τη λευτεριά σου άδραξε· και στη φωτιά της
απόψε ποιητής και αύριο επαναστάτης!



© Θεοδόσης Βολκώφ

Πέμπτη, Ιουλίου 20, 2006

ΔΑΒΙΔ (απόσπασμα)




Τότε θα προχωρήσει αλλιώς ο κόσμος
τότε ο ήλιος μια πλάση νέα θα φωτίσει
όταν η γυναίκα θα ορθώνεται
Γη και Φωτιά μαζί
και με τη φωνή της λέαινας
θα λέει –
Δείξε μου τα χέρια σου
εσύ που ζητάς να με αγκαλιάσεις
θέλω να δω αν κράτησαν σπαθιά
θέλω να δω αν μάτωσαν στις πέτρες
μόνο αυτά αξίζουν το κορμί μου
μόνο σε αυτά την καρδιά μου παραδίδω·
δεν έχεις δικαίωμα στο φιλί και στο χάδι
αν δεν πήρες μέρος στον Πόλεμο
αν δεν διάλεξες γρήγορα μεριά στη μάχη
αν δεν μου δείχνεις ένα κορμί
κι από χίλιες μεριές
χαραγμένο·
όμορφο τον άνδρα;
Ματωμένο τον θέλω
το αίμα του που ξοδεύεται
το αίμα του που καίει
και βάζει φωτιά με χίλιους τρόπους
το αίμα του που δεν γαληνεύει
που γίνεται κύμα και άνεμος
και αιώνια τους κόσμους ταράζει
αυτό που πυρακτώνεται και πυρπολεί
που κτίζει θεούς μέσα στους θανάτους του
και την άβυσσο βάφει κατακόκκινη
αυτό λέω ομορφιά του
αυτό δόξα του
και αυτό μεγάλο μου πόθο·
μόνο οι πολεμιστές
έχουν δικαίωμα στο κορμί μου
για τους μαχητές του τρομερού φυλάω τον Έρωτά μου
για τους σκοτεινούς
και τους δυναμιτιστές
τις νύχτες μου
για τους ήρωες που δεν ελπίζουν σε τίποτα
και όμως είναι Επίθεση
τη γλυκιά παρηγοριά μου·
ελάτε σε μένα οι πρόμαχοι
εγώ
εγώ είμαι η άλως των αγώνων
εγώ είμαι η παρηγορήτρα των θεών.





© Θεοδόσης Βολκώφ

Δευτέρα, Ιουλίου 17, 2006

ΓΥΜΝΗ


Θα σου δειχτώ γυμνή. Κάθε γραμμή θα δεις κάθε καμπύλη
κι αυτά που μόνο εσύ -γνωρίζω- τα μαντεύεις
και στη φωτιά κι όπως ποτέ σου πριν δεν έπιασες τη σμίλη
θ' αρχίσεις γρήγορα και άγρια να λαξεύεις.

Απ' τα κοινά και αδύναμα κουράστηκα τα χάδια,
το πύρινο να τυλιχτεί ζητά η σάρκα μου όνειρό σου
κι αυτό το βράδυ που κρατά βαθιά του όλα τα βράδια
θέλει τον μπρούντζο σου και το πεντελικό το μάρμαρό σου.



© Θεοδόσης Βολκώφ

Τετάρτη, Ιουλίου 12, 2006

ΟΙ MΑΥΡΟΙ ΣΤΙΧΟΙ
(τραγούδι)




Του Γιώργου Πύργαρη, ακριβοδικαίως



Θυμός ήταν η δεύτερη κι Οργή η πρώτη λέξη
της ποίησης που χάραξες με αίμα στη φωτιά·
την άναρχη μανία σου ποιος μπόρεσε ν’ αντέξει·
εδώ είναι όλα πύρινα – σκληρά και σκοτεινά...

Τριάντα χρόνια στα γνωστά και στα υγρά υπόγεια,
το στήθος σου αρρώστησε ανάβοντας φωτιές
και οι φωτιές τα σκοτεινά στους τοίχους γράψαν λόγια
που σ’ άλλα στήθη ζήτησαν να λύσουν τις σιωπές.

Με το τσιγάρο ανάμεσα στα δυο σφιγμένα χείλια,
γράφοντας στίχους στα κλεφτά την ώρα της δουλειάς,
η μαύρη φλόγα ήσουνα και γύρευες φιτίλια·
επαναστάσεις ήθελες, παιδί της πυρκαγιάς...

... Στο σπίτι που αγάπησες δουλειές κάνει ο σαράφης,
μια μακρινή ξαδέρφη σου γίνηκε παστρικιά,
«έτσ’ είν’ ο κόσμος» σού είπανε, μα εσύ δεν υπογράφεις
κι ας ζεις πάντα στο κάτεργο δεμένος στο χαλκά...

Στο θόρυβο και στη σιωπή της γλώσσας σου οι ήχοι
χάνονται κι είν’ ανώφελο απόψε να μιλάς,
μα πεπρωμένο σου ήτανε εκείν’ οι Μαύροι Στίχοι
και τους χαράζεις στο χαρτί χαλκό σα να πατάς.



© Θεοδόσης Βολκώφ

Δευτέρα, Ιουλίου 10, 2006

O ΔΑΙΜΟΝΑΣ
(α' μέρος - αποσπάσματα)






Η κόλαση με θέλησε δικό της
και τη φωτιά της έκανα καρδιά μου
και πόθησα τη Μάγισσα στης νιότης
το ξέσπασμα – γεννιέται η θάλασσά μου.


Κι είν’ από μαύρη οργή και το θυμό της
υψώνοντας σε κύματα η φωτιά μου
να την αρπάξει θέλει – στο βυθό της
να ζήσει εκεί γοργόνα μου, βαθιά μου.


Δεν ξέρω αν είν’ Αγάπη· είναι Μοίρα!
Κι εγώ ένας Δαίμονας Θεό ζωσμένος,
του πόθου και του πάθους η πλημμύρα,

αρχαίος και υπερήφανος, θλιμμένος,
σ’ εμέ η φωτιά δεσπόζει απ’ τα στοιχεία,
Δόξα μου κι Αρετή μου κι Αμαρτία.











Είμαι Ψυχή· μια Ζωή και μια Μοίρα,
λύκος στην έρημο και μάχη και σεισμός,
κολάσεων πύλη, παράδεισου θύρα,
πόθος και έρωτας και νίκη και θυμός.


Είμαι Οργή· της φύσης μου η θήρα,
άφθαρτη ουσία και πορεία και σκοπός,
της σκέψης και του πάθους την πορφύρα
κι αίματα ντύθηκα, και μαύρος καλπασμός.


Κι έχω τη χαίτη που ‘χει το λιοντάρι
και χείμαρρου φωτιάς και καταρράχτη
ορμή, ματιά του τίγρη, αλκής τα θάρρη,

καπνούς αφήνω πίσω μου και στάχτη·
ρίζες στη Γη, σε μνήμα ή σε λάκο,
φτερά της νυχτερίδας κι από δράκο.











Μπροστά σε σκαλοπάτι’ από τοπάζι
ξίφος που στάζει αίματα κραδαίνω,
στα πόδια μου πεσμένη και ουρλιάζει,
του σκότους ρόδο που ‘δρεψ’ ανασαίνω.


Διπλό πελέκι εκείνη και με σφάζει,
μέταλλο κι από μένα πυρωμένο,
τον Έρωτα στα μάτια ποιος κοιτάζει,
με τη ζωή μου πλάθω πεπρωμένο.


Για εμάς, κόσμος εχθρός και καταδίκη,
αθάνατη φωτιά κι αιώνιος τρόμος,
μέσα σε τόσο θάνατο και φρίκη,

- αμαρτωλοί κι οι δυο, εγώ κι εκείνη -
αγάπη μαύρη μας ενώνει κι όμως
ανάξιος είν’ ο κόσμος να μας κρίνει.











Στο στήθος σου οι πόθοι των αγνών,
στα μάτια σου τα πάθη των ηρώων,
στον ουρανό σου τ’ άστρα των Θεών,
ξεσπούν στη Γη σου οι θρήνοι των αθώων.


Συγκρούσεις μακρινές αστερισμών,
θηρίων, απ’ τη λήθη, ορμές και ζώων,
γεννήσεις και πορείες των λαών,
Σκυθών και Κιμμερίων, Κελτών, Τρώων.


Οι μάχες τους κι οι πόνοι κι οι πληγές
είναι δικοί σου, η Φωνή μού είπε·
τον κόσμο αυτόν αγκάλιασε και δες

και τις πληγές σου κάθισε και μέτρα,
ρυθμέ ζωής, της Γης παλμέ και χτύπε,
εσύ που είσαι φλόγα κι είσαι πέτρα.











Πότε θα μάθεις να διαβάζεις τη φωτιά,
το μαύρο γράμμα στο πυρό λυκόφως,
του μαύρου λιονταριού στην πέτρα τη νυχιά,
του δράκοντα το σχήμα στο αστρόφως...


Τα μυστικά σημάδια πάνω στα σπαθιά
και τα σπαθιά στους τάφους κι ένας λόφος,
κι εκεί εγώ και σε κοιτάζω από μακριά
ενώ ουρανούς γεννά γύρω μου ο ζόφος.


Έλα! Θα σου διδάξω τη γραφή μου,
κατάβαθα στα προαιώνια σκότη,
δε βρίσκεται σε βίβλους και χαρτιά

- η μόνη που θα μάθει και η πρώτη -
την ψηλαφίζεις ήδη στη μορφή μου,
στο μέτωπο, στα μάτια, στα φτερά.











«Eίμ’ ο ουρανός και όλος σκοτεινιάζω.
Κορμί από πηλό που σε προσβάλλω
ξύλο εσύ γίνεσαι και σε χαράζω
κι ύστερα πέτρα που χτυπώ· σε σάλο


φτιάχνεσαι μέσα σίδερο· σου κράζω:
“Μπορείς λοιπόν να γίνεις τίποτ’ άλλο”;
Ολούθε σε κυκλώνω, σε ρημάζω,
δόσου και στην Εδέμ μου θα σε βάλω...


Εσύ που όλο τινάζεις το κεφάλι
ποιο μέταλλο θα γίνεις, πού θα φτάσεις,
άτι και ταύρος από ατόφιο ατσάλι,

δεν έχει άλλα η γη για να δαμάσεις»...
- Εγώ που θειάφι πάντοτε ανασαίνω
όσο θα σκοτεινάζεις θα σκληραίνω.











Εγώ που το κορμί σου αποθεώνω,
πέλμα κι αστράγαλο, μηρούς, κεφάλι,
σπόνδυλο σπόνδυλο που χαρακώνω
την πλάτη με τα δόντια και μ’ ατσάλι,


λαιμό που μου αφήνεται σε φόνο,
κοιλιά και στήθος σε σπασμό και πάλη,
με τα φτερά μου σ’ αγκαλιάζω μόνο
και σε τυλίγω από παντού θρύλων αιθάλη.


Βαθύ που απ’ το λαιμό αρχίζει αυλάκι,
το χέρι μου που βίαιο σε διαβάζει,
- εγώ της Γης ο λύκος κι όλ’ οι δράκοι -

των ώμων που αδράχνω άγριο ρίγος,
το βάρος μου σού δίνω που σπαράζει
και νόημα καινούργιο, θείο σφρίγος!




© Θεοδόσης Βολκώφ

Δευτέρα, Ιουλίου 03, 2006

QUATRAINS OF A REBEL


QUATRAINS OF A REBEL




Dies irae
et nunc et semper

I

From the depths of your wild ocean
and the heights of your black stone,
set the crowds to wilder motion,
I am here; you 're not alone.





II

Something in the stone is waiting,
thou must speak the magic word,
be the One who is contemplating
all the Fate within the Sword.





III

Search the cryptic word of fire,
rest, if thou must, for a while,
then erupt in wild desire
and arise, Volcanic Isle.





IV

When the fiery Dragon-Keeper
gives you a piece of ancient lore,
look him in the eye, go deeper,
don’t accept and seek for more.





V

Heart of wrath, spirit of anger,
in these quatrains made of steel
thou has cast desire and hunger
and your will to never kneel.





VI

If the syllables you utter
of the fiery quatrain,
you shall find all forms of matter
and all craft you shall regain.





VII

Thus inscribes the Battle Sire:
“In this bloody, bleak domain
there’ s no soul without desire
and no body without pain”.





VIII

When your Spirit wilder wakes
in this runic Book of Psalms,
you shall find the Earth that quakes
and the Sea that never calms.





IX

Deep within the humblest tree,
hidden well within the flower
lies the destiny of the Free
and the all-consuming Power.





X

Hear the whispers of the ember:
“Live or perish if thou must,
look inside me and remember
"all is ashes, all is dust"”.





XI

Deep in the Volcano’s cave
forge, with lava, shield and sword
and you ‘ll be nobody’s slave
and no man shall be your lord.





XII

When the sword upon the shield
beating soundeth from afar,
not my people, they will yield,
Sultan, Empress, King and Tsar.





XIII

Who the Gorgon dares to stare,
meet the Serpent’s deadly Kiss,
search inside the Dragon’s Lair,
touch the face of the Abyss?





XIV

“Can there be light more divine?
List, o Brothers, list my calls,
Heaven, Earth shall soon be mine”,
and the brightest Angel falls.





XV

Night falls; lust attacks the Good.
Thus, before the break of day
throw your mantle and your hood,
grab your sword and maim and slay.





XVI

With this broken pen I write
lines of terror and of blood,
using the demonic might
ere I go completely mad.





XVII

Satan gathers all his siblings,
he has many things to tell,
myths and stories, horrid findings
and the fairy-tales of hell.





XVIII

Thus the Demon flew unseen
on that rocky mountain peak
looking down the forest green,
eager mortal souls to seek.





XIX

The Gargoyle – a stone of sorrow
contemplates the Holy Lamp,
while the night awaits the morrow
on the bells of Notre Dame.





XX

You can’t ponder nor imagine
all the places I have been;
feel beyond the page’s margin
all the horrors I have seen.





XXI

You who step on this dark ground,
do not seek me; it is vain;
I am nowhere to be found,
by my mistress I ‘ve been slain.






XXII

Feel the Fire-oceans wave,
it’s the Demon’s wounded heart;
he was trying you to save
from the sword, the spear, the dart.





XXIII

In a crazed and horrid smile
there I stood beside the waters;
scarlet was the river Nile
from the massacres and slaughters.





XXIV

“O High-priest, this world just dies,
-asks the Pharaoh- in this crisis
what to do”? The priest replies,
“Dead are Osiris and Isis”...





XXV

Can you read with fearless eyes?
These rebellious quatrains,
sons of black and alien skies,
are the blood of my own veins.





XXVI

“Sons of stone, immortal brothers”,
says the Demon, “I ‘ll arrive
from the spheres unknown to others
and you ‘ll wake for you ‘re alive”.





XXVII

Thou art foul, impure and weak,
wish for me not to return
for my purpose is to seek
you, to kill you is my concern.





XXVIII

From the land of no return
I ‘ve returned to hunt you down,
kill your brethren, slay and burn,
take thy spouse and crush thy crown.





XXIX

“On this heavy battle-steel,
said the Demon, with my wings
and the craftsman’s mighty zeal
I have forged these magic rings”.





XXX

You who turned the Angel’s place
into a land of desolation,
read the marks upon my face
of my bleak abomination.





XXXI

I have my soul to save and keep;
this must be a mistake,
for she is calm and fast asleep
and I am still awake.





XXXII

There are letters on this stone
carved by the tempestuous flame;
do you feel betrayed, alone?...
Spell the letters, call my name...





XXXIII

Don’t get startled; t h i s is you,
inside your blood the fever
that whispers all that you must do;
behead them in the river.





XXXIV

Demon, you slept a thousand years
under your shield and sword,
the hour has come, one thousand spears
await to hear your Word.





XXXV

They will say “man’s life is calm”,
they will order you to halt;
list to my demonic psalm:
disrespect all and revolt.





XXXVI

This is the era of The War,
the mountains high, the oceans wide,
death is the one you must ignore;
wield thy sword, choose thy side.





XXXVII

Evil brings upon you sleep,
a sea of death and lies;
do not dwell into the deep,
wake up, Brothers, rise.





XXXVIII

You who grew up in this hell
join us and forsake your fathers,
join us in our cause and yell
“all the Rebels are our Brothers”.





XXXIX

Do not wait, for it is time,
look at me and start to fight,
sink your hearts in Love sublime,
roar, my Lions, and unite!





XXXX

Do not say, “she is my mother,
she must live though she’s unjust”.
Hearts of stone we are, my brother,
we shall only spare the just.





XXXXI

Now that lost is all the land
thought is nothing; only action
counts, my brothers –swords in hand!-
be the war, be the destruction.





XXXXII

Song of wrath and song of rage,
psalm of blood and psalm of flesh,
all ye that disrupt the sage,
ye shall build the world afresh.





XXXXIII

Vilify me if you will.
Am I barbarous and wrong?
Through the blaze and with the steel
I have built myself my song.





XXXXIV

He, the oppressor and the thief;
you, his lustful, lying whore;
me, a bloody, wild belief
a dark faith, an endless war.





XXXXV

I will set the world on fire,
even if this means to be
all alone; I know no sire;
I will even burn the sea.





XXXXVI

I, the wolf of this dark wood,
have been howling here alone;
look at me beneath my hood,
I ‘m the fire and the stone.





XXXXVII

“Please forgive me”, cries the unjust,
“spare my soul and let me live”.
- I will do all that I must,
when you die, I will forgive.





XXXXVIII

Brothers, we were born apart,
much the fog and lo – we ‘re few,
but in this demonic art
search for Me and I ‘ll find You!


1/6 – 5/6/03
© Θεοδόσης Βολκώφ
ΡΕΚΒΙΕΜ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΕΡΙΝΑ
(απόσπασμα τέταρτο)

Ανάγνωσε, Ψυχή, αυτά που χάραξαν
του Αρνίου οι οπλές που ’ναι λεπίδες·
μελέτα αυτά που ξέσχισαν και σπάραξαν,
γίνε φωνή και λέγε μου όσα είδες.

- Είδα κορμιά λαμπρά να περισφίγγει η ατίμωση
κι αίμα ζεστό στο δροσερό – είδα - χορτάρι·
είδα τη λέπρα· και είδα την ερήμωση...
Ετούτος ο Αμνός είναι Λιοντάρι.



Θεοδόσης Βολκώφ