Ο μαρτυρικός, όπως θρυλείται, θάνατος του Αγίου Σεβαστιανού αποτέλεσε ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης για ζωγράφους και γλύπτες ανά τους αιώνες. Η εικόνα ενός νεανικού, ρωμαλέου και όμορφου κορμιού που πλήττεται θανάσιμα στον κολοφώνα της δόξας του, η δραματική αντίθεση ενός απογυμνωμένου σώματος που σφύζει από ζωή λίγο πριν παραδοθεί στον θάνατο, ήταν επόμενο να δεσμεύσει τη σκέψη των καλλιτεχνών και να καθοδηγήσει τον χρωστήρα και τη σμίλη τους.
Όταν όμως συγκατανεύει η ώρα, ακόμη και η ταπεινή, κοινόχρηστη γραφίδα δεν υπολείπεται ούτε του χρωστήρα ούτε της σμίλης. Αντιθέτως γίνεται γλυπτικότατη και ζωγραφικότατη συνάμα, και με τη συνεπικουρία του άλλου μεγάλου της όπλου, του αθάνατου ρυθμού, μπορεί να φτάσει σε επιδόσεις εκπληκτικές, όπως στο ακόλουθο λαμπρό ποίημα του Γιώργου Βαρθαλίτη.
Το ποίημα δημοσιεύεται εδώ για πρώτη φορά.
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΥ
Καλοί τοξότες μου, τώρα τανύστε
όλα τα τόξα σας μ’ άφευκτ’ ορμή,
μη λυπηθείτε με, κατατρυπήστε
τ’ αδρό
μου ολόγυμνο, λευκό κορμί!
Στη
δάφνη σύρθηκα παραδομένος
κι εκεί με ζώσανε τραχιά σκοινιά –
ξεράστε πάνω μου τ’ άγριο σας μένος
και δείξτε μου όλη σας την απονιά!
Όσο τα βέλη σας εδώ θερίζουν
τ’ άχραντο σώμα μου τ’ αγνό σκληρά
σε αιώνιαν άνοιξη πληγές ανθίζουν
σα ρόδα αμάραντα και πορφυρά.
Το κάθε βέλος σας που με πληγώνει
άφατη μέσα μου σκορπά ηδονή –
χιόνι είν’ η σάρκα μου και τη λιγώνει
σπασμός ολόθερμος που τη δονεί.
Σαν τον Απόλλωνα το χρυσολύρα
έμοιαζα, αδέρφια μου, σ’ όλους εμάς –
καρδιά!, μες τ’ άρματα, σφοδρή πλημμύρα,
συ δεν απόσταζες να πολεμάς.
Πώς Πάρθοι αδάμαστοι στη γη πλαγιάζαν
(θυμάστε, σύντροφοι σ’ όλα πιστοί;),
πώς απ’ το λύθρο τους οι αιχμές αγιάζαν
κι ήταν ο πόλεμος για μας γιορτή!
Στο Μίθρα αργότερα, ταγό του τρόμου,
τον ύμνο μου ύψωνα, άξο μιστό
και στ’ αίματ’ έπαιρνα τ’ αγνό λουτρό μου,
στ' αίμα του ταύρου του κοχλακιστό!
Μα μες της πλάνης μου τ’ άγριο σκοτάδι
μια αχτίδα μ’ άγγιξε κάποιου ουρανού.
Ψυχή μου, ξύπνησες, π’ ήσουν στον Άδη,
λάμψη μου φώτισε τρανή το νου.
Πια το Σωτήρα μου θωρώ σαν ήλιο-
λάμπει το στέμμα του τ’ αγκαθερό-
χλωμό του Καίσαρα σβει το βασίλειο,
κουφάρι είν’
άθαφτον από καιρό.
Πότισα μάρτυρες εγώ κουράγιο
σε σε ν’ ανέβουνε ψηλά, ουρανέ,
έσταξα σ’ άρρωστους το λάδι τ’ άγιο
και δε σε σκιάχτηκα, Διοκλητιανέ!
Ντύνει το σώμα μου άφθαρτη ρώμη,
άσπρο το δέρμα μου λάμπει ξανά –
μες την εφτάλοφην, ένδοξη Ρώμη
κανένας τύραννος δε με νικά.
Καλοί τοξότες μου, τώρα τανύστε
όλα τα τόξα σας μ’ άφευκτ’ ορμή –
μη λυπηθείτε με, κατατρυπήστε
τ’ αδρό μου ολόγυμνο, λευκό κορμί. Γιώργος Βαρθαλίτης