Στο
οπισθόφυλλο του βιβλίου Πάνθεια: μια
ιστορία από τον Ξενοφώντα, σε μετάφραση και επιμέλεια Σωκράτη Λ. Σκαρτσή,
διαβάζουμε: «Το πρόσωπο της Πάνθειας,
από την «Κύρου Παιδεία» του Ξενοφώντα, είχε συγκινήσει τους αρχαίους Έλληνες
και Ρωμαίους. Σ' αυτό το βιβλίο ξεχωρίστηκαν και συντέθηκαν όλα τα σχετικά
αποσπάσματα και το αποτέλεσμα ήταν μια όμορφη ιστορία, που συνδυάζει μερικά απ'
τα πιο σπουδαία θέματα ενός ολοκληρωμένου αφηγήματος: έρωτα, πίστη, θυσία,
πόλεμο, ζωντανό διάλογο κ.ά. Και όλα αυτά σε μια λεπτή, άνετη αττική γλώσσα».
Ο
συγκαιρινός μας ποιητής Γιώργος Βαρθαλίτης, ακολουθώντας καταλεπτώς, κατά
δήλωσή του, τον Ξενοφώντα, δίνει τη δική του στιχηρή εκδοχή της εν λόγω
ιστορίας. Παράλληλα συμβάλλει –και με αυτό του το ποίημα– στην ανανέωση ενός παραγκωνισμένου
στις μέρες μας λογοτεχνικού είδους: αυτού της αφηγηματικής ποίησης.
Το
ποίημα του Γιώργου Βαρθαλίτη παρουσιάζεται εδώ για πρώτη φορά.
ΠΑΝΘΕΙΑ
Ακούστε αυτή την ιστορία
απ’ την αρχαία την Περσία
για την αγάπη που τ’ αντρός
της
–άσβηστη φλόγα και ταγός της–
κρατούσε μια γυναίκα, η
Πάνθεια,
αυτή το ρόδο μέσα στ’ άνθια.
Πύργωνε τότε σαν τον ήλιο
με σκήπτρο αδάμαστο βασίλειο
ο πρώτος Κύρος ο μεγάλος,
του κόσμου σίφουνας και
σάλος:
τον τίγρη της Ασσούρ νικούσε
και κάστρα απόρθητα πατούσε –
οι οπλές τ’ ατιού του βγάζαν
σπίθες
πάνωθε απ’ άγριους
Ταυροσκύθες.
***
Στην Πάνθεια να ξανάρθουμε
όμως
του τραγουδιού μου θέλει ο
νόμος.
Πολλοί στον πόθο της δουλέψαν
μα μαύρα δάκρυα μόνο δρέψαν.
Κι ο πιο τρανός κι αν τη
λιμπίστη,
δεν της εδάμασε την πίστη.
Βράχος η πίστη της και πέτρα
που δεν τον έφτανε φαρέτρα.
Μονάχα για τον Αρδαβάτα
κρατούσε κι ομορφιά και
νιάτα.
Αλλ’ έτσι το ’φερε η κατάρα,
που για της μάχης την αντάρα
και το μεγάλο βασιλιά του
έβαλε κάτω τη φιλιά του.
Μα τον αγάπησε για τούτο
του Κροίσου πιότερο απ’ τον
πλούτο
και πήγε να τον προβοδήσει,
προτού στ’ αμάξι του κινήσει.
Κι η θραψερή σαν αμαζόνα
του χάρισ’ άλικο χιτώνα
και τού ’δωκε όλη καμωμένη
από χρυσό και πλουμισμένη
στολή, να λάμπει σαν αστέρι
μες του τρανού στρατού τ'
ασκέρι.
Μα αν νάρδο ευώδαγε και μύρα,
του μίλησε σκληρά σα μοίρα:
«Για σε, του πειρασμού
νικήτρα,
του στήθους μου φυλώ τα κίτρα
και τον χρυσό μου απ’ το
Μισίρι
τον έλιωσα στο χωνευτήρι,
τι είσαι το μόνο μου στολίδι
και τ’ άλλα τα ’χω για
σκουπίδι.
Βάλε στο μπράτσο σου σφραγίδα
κι έχε τα λόγια μου για
ασπίδα:
κάλλιο να μού ’ρτεις
πεθαμένος
παρά κιοτής και ντροπιασμένος».
Μα ως ήτανε κι αυτός
λιοντάρι,
της λέει κρατώντας το
κοντάρι:
«Η φλόγα σου στ’ αδρό κορμί
μου
θεριεύει πια τη δύναμή μου.
Πρώτος θα ορμήσω σα γεράκι
στων αντιπάλων το χαράκι.
Αντάξια σου, ομορφομαλλούσα,
θα πολεμήσω για τα Σούσα».
Και τότε πέφτει η πλανταγμένη
στην αγκαλιά του ευτυχισμένη.
Αγκαλιασμένοι μείναν ώρα,
κι ίσως να μέναν ως τα τώρα
–τι είχε κολλήσει σαν το
στρείδι–,
αν δεν τον φώναζαν οι Μήδοι.
Μιας και δεν μπόρειε να
κρατήσει
τον πούχε αχόρταγα αγαπήσει,
χίμηξε ακράτητη ν’ αδράξει
το φωτεινό, γοργό του αμάξι
και πρι να φύγει από μακριά
της
το σκέπασε με τα φιλιά της.
***
Μα από τη μάχη τη μεγάλη
νεκρό τον φέραν πίσω πάλι
με το κορμί του τσακισμένο
και μέσα στ' αίμα βουτημένο,
τι της Αιγύπτου τα ξεφτέρια
τον πετσοκόψαν με μαχαίρια.
Κι ως κλαίει αϊτίνα τα παιδιά
της
για τ’ έργατο έσκουξε της
Άτης.
Θαρρείς, μετά, σαν Ίσιδα
άλλη,
και με σκυμμένο το κεφάλι
συνάρμοσε το κάθε μέλος
και τ’ ασπαζόταν δίχως τέλος
και πιότερο έκλαιγε να ράνει
εκείνο που την είχε ευφράνει.
Τ’ αγαπημένο σώμα ως κλαίει,
στη συνοδιά της τέτοια λέει:
«Μουνούχοι, αφήστε με, και
βάγια,
τα δάκρυα μου να χύσω τ’ άγια».
Σαν την αφήσαν στον καημό
της,
του λέει το λόγο το στερνό
της:
«Έρχομαι στ’ Άδη το νυμφώνα,
μαζί σου νάμαι στον αιώνα!»
Τότε στον κόρφο του πλαγιάζει
και το κορμί της μόνη σφάζει.
Μα μες τη βραδινή γαλήνη
σαν ήρταν οι μουνούχοι
εκείνοι
κι είδαν πως σφάχτηκε η κυρά
τους,
σφαχτήκανε με τη σειρά τους!
Γιώργος Βαρθαλίτης