Δευτέρα, Νοεμβρίου 12, 2018

ΟΦΙΣ ή μονόλογος ενός φιδιού, του Γιώργου Βαρθαλίτη


Συνεχίζοντας το μικρό αφιέρωμα στην ποίηση του Γιώργου Βαρθαλίτη, παρουσιάζουμε σήμερα ένα ποίημα… οφιακό, τουτέστιν φιδίσιο. Κι αν η γνωστή κοινολεξία λέει «μην πάει ο νους σας στο κακό», στην προκειμένη περίπτωση εκεί ακριβώς πρέπει να πάει.

Διότι ήρωας του ποιήματος δεν είναι άλλος από τον πανάρχαιο Όφι του Κακού. Εκείνον που έκανε αν όχι την πρώτη, πάντως την πιο επίσημη και αλησμόνητη εμφάνισή του στην παγκόσμια γραμματεία μέσα από τις σελίδες της βιβλικής Γενέσεως. Έκτοτε δεν έχει πάψει να σωρεύει αναρίθμητα δεινά στους ανθρώπους, καθώς θέλουν διάφορες δοξασίες, αλλά και να αιχμαλωτίζει διαχρονικά τη φαντασία τους όπου γης.

Ως ήρωας λογοτεχνικός είναι από τους πλέον μυριώνυμους και έχει γνωρίσει πάμπολλες ενσαρκώσεις. Ως αντικείμενο της ζωγραφικής και της γλυπτικής πάλι, έχει λάβει αναρίθμητες μορφές. Και φυσικά δεν θα μπορούσε να λείπει από το θέατρο, την όπερα και την οπερέτα. Στο δε κινηματογραφόφιλο κοινό έχει ουκ ολίγες φορές προκαλέσει τη φρίκη.

Από Tο βιβλίο του Ιώβ μέχρι την Κόλαση του Δάντη και από τον Χαμένο παράδεισο του Μίλτον μέχρι τους Φάουστ του Μάρλοου και του Γκαίτε, από Το τέλος του Σατανά του Ουγκώ μέχρι Tα άνθη του Κακού του Μπωντλαίρ και τον Δαίμονα του Λέρμοντωφ, και φυσικά σε λαϊκούς θρύλους και παραμύθια, με πολλές ενδιάμεσες και μεταγενέστερες εμφανίσεις, η παρουσία του Διαβόλου είναι συνεχής και αδιάλειπτη.

Για περισσότερα, ο αναγνώστης μπορεί να συμβουλευτεί το εξαιρετικό κείμενο Vada Retro Me, Satana του Βάσου Γεώργα.

Πρόκειται πάντως για τον μακροβιότερο λογοτεχνικό, και όχι μόνο, ήρωα όλων των εποχών. Ο αρχέγονος Όφις, αείποτε ξορκιζόμενος και εσαεί παρών, σε μία εντελώς πρόσφατή του ενσάρκωση διά χειρός Γιώργου Βαρθαλίτη.

Το ποίημα δημοσιεύεται εδώ για πρώτη φορά.

ΟΦΙΣ
ή μονόλογος ενός φιδιού

Ακούστε με κι αφουγκραστείτε
και μάθετε ποιος είμαι, ποιος!
Εγώ ’μαι αυτός π’ εσείς μισείτε,
το φίδι, ο δράκος, ο σκορπιός!

Φριχτό δεν ήμουν πάντα τέρας,
πλάστηκα αρχάγγελος φωτός,
μα θέλησ’  όλων ο πατέρας
να σέρνομαι φολιδωτός.

Δεν υποτάχτηκα στο νόμο
και σε σατράπη προσταγή,
ποτέ δεν έσκυψα τον ώμο
καθώς αυτοί που τρέφει η γη.

Κι αν στου Ταρτάρου τους χειμώνες
γκρεμίστηκα απ' τους ουρανούς,
στου παραδείσου τους λειμώνες
μ’ ανέβασε ο τρανός μου νους!

Στης Γνώσης το δεντρί θρονιάζω,
χρυσό σμαράγδι και στιλπνό,
και με τους κρίκους μου κουρνιάζω
στο φύλλωμά του το πυκνό,

και μοναχός μου καμαρώνω
και με πυρώνει η πρώτη ορμή,
ακόμα κι όταν μαρμαρώνω
στο σερπετό μου το κορμί.

Καθώς τοπάζι και βηρύλλιο
και σαν ασήμι παγερό
το δέρμα μου σ’ ανέσπερ’ ήλιο
αστράφτει μέταλλο γερό.

Κι είναι η ματιά μου σα ρουμπίνι,
φωτιά που πάγωσε καυτή,-
φωτιές της Κόλασης ξεπίνει
η γλώσσα μου η διχαλωτή.

Αντί για πύριν’ ακινάκη
κι αντί για αγγελικά φτερά,
κρατώ στο στόμα μου φαρμάκι
και δόντια δείχνω κοφτερά.
----
Μα ποιά  ’ναι αυτή που βλέπω μπρός μου
και στ’ άνθη περπατά γυμνή;
Είναι η βασίλισσα του κόσμου
που η φύση ολάκερη ανυμνεί;

Μαλλιά στους ώμους που κυλάτε,
κορμί της ίδιας της αυγής,
και μάτια που φεγγοβολάτε,
Εδέμ μου σάρκινη της γης!

Μέτωπο, χείλη και καμπύλες,
πόδια και χέρια και μηροί,
κρυφές του παραδείσου πύλες,
φιδιών λαχτάρα τολμηρή!

Όλες τις λάγνες σου κρυψώνες
βαθιά να ψάξω λαχταρώ
και να σου κλείσω τις λαγόνες
μ' αγκάλιασμα σφιχτό, πυρό!

Και πως ποθώ -λιγάκι στάσου!-
στα πόδια σου να κυλιστώ,
να με πατούν τα πέλματά σου,
φίδι σου νάμαι εγώ πιστό!

Θεριεύουν μέσα μου άγριοι πόθοι
και χύνουν στ’ αίμα μου φωτιά
για αυτήν που μέσα της δε νιώθει
αγάπης καν σταλαγματιά.

Ανήλεο που με καίει καμίνι!
Γιαγκίνι που με τρώει σκληρό!
Σε λίγο πια θα μου ξεμείνει
κούφιο το δέρμα μου, ξερό!

Τ’ Αδάμ χαρίζεις τα φιλιά σου
και με λογιάζεις για λειψό-
Πως είμαι ο Βελζεβούλ στοχάσου
και ξολοθρεύω ό,τι μισώ!

Κι είμαι ο Βελίαρ κι είμαι ο Άμμων
κι ο τρισκατάρατος Σατάν-
στα βάθη πύρινων θαλάμων
άβγαλτα νήπια μου πετάν!

Κι εγώ ’μαι ο βασιλιάς των δόλων
που φαρμακώνουν την καρδιά-
με τη μορφή χρυσών ειδώλων
θα σου σκλαβώσω τα παιδιά!

Το πιο καλά δολώματά μου
θα στήσω, βρόχια και σκοινί,
κι η αγνή ψυχή σου, ω έρωτά μου,
σε λίγο εμέ θα προσκυνεί!

Κοίταξε ανάμεσα στα φύλλα,
που ακούς ενός φιδιού μιλιά,
και δες πώς λάμπουνε τα μήλα
στου παραδείσου τη μηλιά!

Έλα, καλή μου, μη φοβάσαι
και μη σκιαχτείς την εντολή!
Θεά σ’ αυτόν τον κήπο θα ’σαι
κι όλη η ζωή σου ανατολή!

Τα δάχτυλά της πώς σηκώνει
να κόψει το χρυσό καρπό!
Πώς μ' άσπρα δόντια τον δαγκώνει!
Τον δόλιο μου έφτασα σκοπό!

Τώρα στα Τάρταρα κατέβα,
που η μαύρη Νύχτα μόνο ζει,
γυναίκα μου να γίνεις, Εύα,
και να γιορτάζουμε μαζί!

Άγγελος

Μόνος τα Τάρταρα κατέβα,
εκεί βαθιά ν’ αφανιστείς!
Στη γην αυτή θα μείνει η Εύα
για να τη σώσει ο Λυτρωτής!

Γιώργος Βαρθαλίτης



Σάββατο, Νοεμβρίου 03, 2018

Πάνθεια, του Γιώργου Βαρθαλίτη



Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου Πάνθεια: μια ιστορία από τον Ξενοφώντα, σε μετάφραση και επιμέλεια Σωκράτη Λ. Σκαρτσή, διαβάζουμε:  «Το πρόσωπο της Πάνθειας, από την «Κύρου Παιδεία» του Ξενοφώντα, είχε συγκινήσει τους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους. Σ' αυτό το βιβλίο ξεχωρίστηκαν και συντέθηκαν όλα τα σχετικά αποσπάσματα και το αποτέλεσμα ήταν μια όμορφη ιστορία, που συνδυάζει μερικά απ' τα πιο σπουδαία θέματα ενός ολοκληρωμένου αφηγήματος: έρωτα, πίστη, θυσία, πόλεμο, ζωντανό διάλογο κ.ά. Και όλα αυτά σε μια λεπτή, άνετη αττική γλώσσα».

Ο συγκαιρινός μας ποιητής Γιώργος Βαρθαλίτης, ακολουθώντας καταλεπτώς, κατά δήλωσή του, τον Ξενοφώντα, δίνει τη δική του στιχηρή εκδοχή της εν λόγω ιστορίας. Παράλληλα συμβάλλει –και με αυτό του το ποίημα– στην ανανέωση ενός παραγκωνισμένου στις μέρες μας λογοτεχνικού είδους: αυτού της αφηγηματικής ποίησης.

Το ποίημα του Γιώργου Βαρθαλίτη παρουσιάζεται εδώ για πρώτη φορά.

ΠΑΝΘΕΙΑ

Ακούστε αυτή την ιστορία
απ’ την αρχαία την Περσία
για την αγάπη που τ’ αντρός της
–άσβηστη φλόγα και ταγός της–
κρατούσε μια γυναίκα, η Πάνθεια,
αυτή το ρόδο μέσα στ’ άνθια.
Πύργωνε τότε σαν τον ήλιο
με σκήπτρο αδάμαστο βασίλειο
ο πρώτος Κύρος ο μεγάλος,
του κόσμου σίφουνας και σάλος:
τον τίγρη της Ασσούρ νικούσε
και κάστρα απόρθητα πατούσε –
οι οπλές τ’ ατιού του βγάζαν σπίθες
πάνωθε απ’ άγριους Ταυροσκύθες.

***

Στην Πάνθεια να ξανάρθουμε όμως
του τραγουδιού μου θέλει ο νόμος.
Πολλοί στον πόθο της δουλέψαν
μα μαύρα δάκρυα μόνο δρέψαν.
Κι ο πιο τρανός κι αν τη λιμπίστη,
δεν της εδάμασε την πίστη.
Βράχος η πίστη της και πέτρα
που δεν τον έφτανε φαρέτρα.
Μονάχα για τον Αρδαβάτα
κρατούσε κι ομορφιά και νιάτα.
Αλλ’ έτσι το ’φερε η κατάρα,
που για της μάχης την αντάρα
και το μεγάλο βασιλιά του
έβαλε κάτω τη φιλιά του.
Μα τον αγάπησε για τούτο
του Κροίσου πιότερο απ’ τον πλούτο
και πήγε να τον προβοδήσει,
προτού στ αμάξι του κινήσει.
Κι η θραψερή σαν αμαζόνα
του χάρισ’ άλικο χιτώνα
και τού ’δωκε όλη καμωμένη
από χρυσό και πλουμισμένη
στολή, να λάμπει σαν αστέρι
μες του τρανού στρατού τ' ασκέρι.
Μα αν νάρδο ευώδαγε και μύρα,
του μίλησε σκληρά σα μοίρα:
«Για σε, του πειρασμού νικήτρα,
του στήθους μου φυλώ τα κίτρα
και τον χρυσό μου απ’ το Μισίρι
τον έλιωσα στο χωνευτήρι,
τι είσαι το μόνο μου στολίδι
και τ’ άλλα τα ’χω για σκουπίδι.
Βάλε στο μπράτσο σου σφραγίδα
κι έχε τα λόγια μου για ασπίδα:
κάλλιο να μού ’ρτεις πεθαμένος
παρά κιοτής και ντροπιασμένος».
Μα ως ήτανε κι αυτός λιοντάρι,
της λέει κρατώντας το κοντάρι:
«Η φλόγα σου στ’ αδρό κορμί μου
θεριεύει πια τη δύναμή μου.
Πρώτος θα  ορμήσω σα γεράκι
στων αντιπάλων το χαράκι.
Αντάξια σου, ομορφομαλλούσα,
θα πολεμήσω για τα Σούσα».
Και τότε πέφτει η πλανταγμένη
στην αγκαλιά του ευτυχισμένη.
Αγκαλιασμένοι μείναν ώρα,
κι ίσως να μέναν ως τα τώρα
–τι είχε κολλήσει σαν το στρείδι–,
αν δεν τον φώναζαν οι Μήδοι.
Μιας και δεν μπόρειε να κρατήσει
τον πούχε αχόρταγα αγαπήσει,
χίμηξε ακράτητη ν’ αδράξει
το φωτεινό, γοργό του αμάξι
και πρι να φύγει από μακριά της
το σκέπασε με τα φιλιά της.

***


Μα από τη μάχη τη μεγάλη
νεκρό τον φέραν πίσω πάλι
με το κορμί  του τσακισμένο
και μέσα στ' αίμα βουτημένο,
τι της Αιγύπτου τα ξεφτέρια
τον πετσοκόψαν με μαχαίρια.
Κι ως κλαίει αϊτίνα τα παιδιά της
για τ’ έργατο έσκουξε της Άτης.
Θαρρείς, μετά, σαν Ίσιδα άλλη,
και με σκυμμένο το κεφάλι
συνάρμοσε το κάθε μέλος
και τ’ ασπαζόταν δίχως τέλος
και πιότερο έκλαιγε να ράνει
εκείνο που την είχε ευφράνει.
Τ’ αγαπημένο σώμα ως κλαίει,
στη συνοδιά της τέτοια λέει:
«Μουνούχοι, αφήστε με, και βάγια,
τα δάκρυα μου να χύσω τ’ άγια».
Σαν την αφήσαν στον καημό της,
του λέει το λόγο το στερνό της:
«Έρχομαι στ’ Άδη το νυμφώνα,
μαζί σου νάμαι στον αιώνα!»
Τότε στον κόρφο του πλαγιάζει
και το κορμί της μόνη σφάζει.
Μα μες τη βραδινή γαλήνη
σαν ήρταν οι μουνούχοι εκείνοι
κι είδαν πως σφάχτηκε η κυρά τους,
σφαχτήκανε με τη σειρά τους!

Γιώργος Βαρθαλίτης