Πέμπτη, Ιανουαρίου 09, 2014

Άρτζουνα ο Τοξότης


ΆΡΤΖΟΥΝΑ Ο ΤΟΞΟΤΗΣ

Του  Ευστράτιου  Σαρρή

Ήταν οι μέρες που ξυπνούσε πάλι ο Σίβα
και θ’ άρχιζε τον πύρινο χορό
του ολέθρου αυτός ιερή καταβασία
κι ένιωθα γύρω μου τον άνεμο πυρό
κι έσφιγγα μες στα χέρια το Gandiva.

Κι ο Ντρόνα ο Μέγας Δάσκαλος
μάζεψε γύρω του εμάς
τους πέντε Άρειους αδελφούς
τους ένοπλους Παντάβα
και είπε:
 «Βλέπω το πρόσωπο της Γης
να σκάζει, να χαράσσεται
από την προαιώνια λάβα·
βλέπω τον Πόλεμο και τον εμφύλιο σπαραγμό
στο τρομερό πεδίο Κουρουκσέτρα,
βλέπω παντού τον Θάνατο».
Και ακούγονταν τα λόγια του
καθώς το ατσάλι που χτυπά σπιθίζοντας την πέτρα.

«Θέλω το ξύλινο που έστησα πτηνό
στην κορυφή του δέντρου αυτού
το βέλος σας να πλήξει.
Καθένας από εσάς εδώ ας σταθεί
στο χείλος του καιρού και του γκρεμού
του τοξευτή την τέχνη για να δείξει».

Και πρώτο κάλεσε τον αδερφό μου Γιουντιστίρα.
Κι ο Γιουντιστίρα τέντωσε του τόξου τη χορδή
και σαν σημάδεψε ο Ντρόνα ρώτησε: «Τι βλέπεις;»
Χαμογελώντας του αποκρίθηκε: «Τα πάντα, το πουλί,
το σπάνιο και το πλούσιο πτέρωμά του,
το δέντρο από τη ρίζα ώς την κορφή,
το καταπράσινο θροΐζον φύλλωμά του,
τον καταγάλανο ύστερα ουρανό
και τον λαμπρότατο κατάκορφα φωστήρα».
Κι ο Ντρόνα του είπε με ύφος αυστηρό:
«Το βέλος δεν θα ρίξεις, Γιουντιστίρα».

Κατόπιν κάλεσε τους άλλους μου αδερφούς
και τον καθένα ξέχωρα ρωτούσε: «Πες, τι βλέπεις;»
Και απαντούσαν όλοι με σπουδή
και σημαδεύαν λέγοντας: «Τα πάντα».
Κι ο Ντρόνα, ο μονίμως βλοσυρός,
βαθιά πολύ αναστέναξε και είπε:
«Θάμβος και σκότος ο δικός σας οφθαλμός.
Των πάντων η ματιά σας είναι σκλάβα».
Και ύστερα τελείως παγερός:
«Το βέλος δεν θα ρίξετε, Παντάβα».

Και τότε κοίταξε με βλέμμα εταστικό
τον τελευταίο μαθητή του εμένα.
Βρυχήθηκε: «Γιε τρίτε του Παντού,
της Γκίτα που σου μέλλεται η γέννα,
η ώρα ήρθε. Πρόβαλε και κοίτα».
Και πρόβαλα και κοίταξα καλά,
κι όταν με ρώτησε τι βλέπω τού είπα:

«Το τίποτα. Δεν βλέπω το πουλί
που λες ότι το έστησες στο ελάτι,
μα μόνον του οφθαλμού την αστραπή,
βλέπω το κέντρο του πυρός
ή που του μοιάζει κάτι».
Και λιονταρίσια Ρίξε ακούστηκε φωνή.
Κι εγώ
λευτέρωσα την έτοιμη χορδή
και τόξευσα το Μάτι.


© Θεοδόσης Βολκώφ