ΤΟ ΜΙΣΟΣ
Δεν ξέρει αυτός που είμαι μόνον να πεθαίνει.
Όσο η Σκέψη μου κορμιά αποθεώνει,
ψυχρή και πύρινη, υψωμένη, γκρεμισμένη,
τόσο η Πράξη μου ματώνει και σκοτώνει.
Ποιος είσαι Εσύ που μου ζητάς να συγχωρήσω
αυτό που σκύλεψε του Έρωτα το σώμα…
Εγώ αγάπησα – και πρέπει να μισήσω.
Κι είμαι περήφανος, γιατί μισώ ακόμα.
Οι Στίχοι μου είναι η ανάποδη του Φόνου –
μια Φύση που μισεί τη φύση της να κρύβει,
που αποκαλύπτεται στο πέρασμα του χρόνου
και που με κάνει, νύχτα ή μέρα μεσημέρι,
με το αριστερό να πιάνω το μολύβι,
με το δεξί να σφίγγω πάντα το μαχαίρι.
© Θεοδόσης Βολκώφ