ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ
Εκεί που υπήρξαμε, το Έτερο ημερεύει.
Το Αχειροποίητο εν σιγή αδρό προβάλλει·
ριζώνει εκ νέου, ακινητεί στερρό και οδεύει,
επικρατεί και θάλλει και αναπάλλει.
Το εντός Φυτό – και πρώτο – κατισχύει.
Η πέτρα αχάραγη ξανά βουβή φυτρώνει.
Γλώσσα καμιά δεν εύχεται ούτε ομνύει,
δεν ονομάζει, δεν ορίζει – δεν πληγώνει.
Ζωή ανώνυμη· τα πάντα συμπηγμένα.
Ζωή ακατάγραπτη, απαράγραπτη, άνευ τέλους,
χωρίς εγώ, εσύ, αυτό – τα πάντα ως ένα –
χωρίς ανθρώπους, έργα, δαίμονες, αγγέλους.
Μετά τον θάνατο, ο θάνατος της Μνήμης.
Το βλέμμα που έσωζε δεν θα το σώσει βλέμμα
– ο μόνος νόμος απροσμάχητης της ρύμης –
κι όχι πια κόκκινο, μα μόνο πράσινο αίμα.
Απ’ τη αρχή πνοή τα πάντα θα χλοΐσει,
θα προσκυνήσουνε τον χόρτο οι Βαβυλώνες,
η Ιστορία κατεπόθη από τη Φύση,
ουκ έσονται ώρες, αριθμοί, βιβλία, αιώνες.
Την Κτίση το άκτιστο σκοτάδι κατακλύζει.
Η νύχτα αυτή – η αβασίλευτη όντως μέρα.
Τον Λόγο αρθρώνει η Σιωπή και συνεχίζει,
η πανταχού απουσία Παρουσία Δευτέρα.
Ιδού – η Γη κενή. Ιδού – καινή η Κτίση.
Απών ο άνθρωπος – το είδωλο, η σκιά του –
και πια κανείς, κανείς για να πενθήσει.
Αυτός ο θάνατος το τέλος του θανάτου.
Και στη νεότοκη πανάρχαια επάνω Φύση
μόνο επεφέρετο το Πνεύμα Του Αοράτου.
© Θεοδόσης Βολκώφ