IN TYRANNOS
Σιγή. Σαλεύει ο Ασάλευτος, βαθαίνει και απλώνει,
με τη σιωπή ανατράφηκε, γι΄αυτό πατάει στερρός
κι ο πόνος το καθάριο του το βλέμμα δεν θολώνει
και ο καημός ακράτητος τού γίνεται ρυθμός.
Αδράχνει χώμα από τη Γης και το πυργώνει όρος
κι απ’ τη Φωτιά το ύπατο και το τινάζει φως,
η Οργή αργά τον σμίλεψε, και πάλλει ιδεοφόρος,
κατάφρακτος και πύρινος ορθώνεται ο Εαυτός.
Ένας εγώ και αντίμαχος ολάκερος Αιώνας,
ένας εγώ και μέσα μου ολάκερος Λαός,
εγώ στρατός και πρόμαχος κι όρκος της λεγεώνας,
εγώ Θυμός και Εκδίκηση και λόχος ιερός.
Γεννά η Ζωή τον Θάνατο, μονάκριβή της κλήρα,
για να δοξάσει τη Ζωή ο Πρώτος κι ο Στερνός,
τον Έρωτα τον άγιασε, τον Πόλεμο η Λύρα
αγιάζει τώρα, ο Λόγος της Λόγος αρσενικός.
Μάνα ίδια δεν μας γέννησε· μας γέννησε ο Πόνος,
κι είναι λιοντάρι, γήταυρος και λύκος κι αετός
ο που σε θέλησε, Λαέ, Τραχύς Τυραννοκτόνος,
ο που με μόχθο σού ‘γινε ο Αδερφοποιτός.
© Θεοδόσης Βολκώφ