ΓΙΟΥΒΕΝΑΛΗΣ V
Ελευθερία είσαι μια σκύλα και θες ταύρους
να σε βατεύουνε ακούραστα όλη νύχτα
- πυρούς απ’ το αίμα κι απ’ τη μάχη μαύρους –
σκληρά και συνεχώς. Λοιπόν, αλύχτα
και ούρλιαζε, λυσσάρα μαύρη σκύλα,
ν’ ακούσουν κι άλλοι και όλοι τη φωνή σου
κι όπως σε γνώρισα εγώ στους πάντες μίλα
τα λόγια τα τραχιά της ηδονής σου.
Δεν αγαπάς παρά μονάχα τους βαρβάτους·
αυτούς ζητάς βαθειά μες στις λαγόνες,
μπήγεις τα νύχια σου στις πλάτες, στα μεριά τους
και να φουσκώνουν κάνεις όλους τους μυώνες.
Ηθικολόγους, φιλολόγους, λεπτολόγους
περιφρονείς και διώχνεις και χλευάζεις.
Ζητάς κορμιά. Του επιβήτορα τους μόγους
όλο απαιτείς και το καβάλημα προστάζεις.
Στον λαγγεμένο ύπνο σου τις πράξεις
του Έρωτα ονειρεύεσαι, και μόνο.
Αιματοπότισσα, φωτιά θα μας βυζάξεις
για να λυτρώσεις το αλύτρωτο – τον Χρόνο.
Γυναίκα πολυάνωρ, λιμασμένη,
θέλεις ανάριθμους τους άντρες για τη γέννα,
όλους μαζί, και τον καθένα να πεθαίνει
για τα παιδιά σου – κι ας μην δουν ποτέ κανένα.
Δείξε ξανά την τρομερή σου πύρινη όψη,
το από θάνατο όμορφο γυμνό κορμί σου,
γυναίκα μακελάρισσα που η κόψη
σπαθιών, και μόνο, ευφραίνει άγρια την ψυχή σου.
Θανατερή στην ομορφιά σου ανταύγεια
φλέγει κορμιά στον ίμερο – αμόνι
αόρατο που κάνει σκύμνους τα κουτάβια
και που τον σκύμνο ώς τον λέοντα ανυψώνει.
Οι κάλπηδες στο στόμα τους σε πιάνουν·
λιμοκοντόροι και γλυκόλογα· όλα ψέμα.
Να σε πλαγιάσουν θέλεις κι ας πεθάνουν.
Το σπέρμα που ζητάς είναι το αίμα.
Ελευθερία, οργισμένη μας αφέντρα,
ταύρους και τράγους στο άρμα σου μας ζεύεις,
μπροστά μάς σπρώχνει της Ανάγκης σου η βουκέντρα
κι ενόσω ρεύουμε και πέφτουμε θεριεύεις.
Ελευθερία, σαρκοβόρα κι αιμοβόρα
θάλασσα που τα πόδια για ν’ ανοίξεις
ένα και μόνον απαιτείς τη μόρσιμη ώρα –
να γκαστρωθείς· να γκαστρωθείς – και να μας πνίξεις.
Διψάς τον Θάνατο, Ζωή για να γεννήσεις.
Πεινάς τον Πόλεμο, γιατί πεινάς Ειρήνη.
Είσαι Αυτή. Λοιπόν, ας μας βροχθίσεις.
Ανάξιος είναι ο Κόσμος να σε κρίνει.
© Θεοδόσης Βολκώφ