ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ (Amor Fati)
Να μην υπάρχει βλέμμα έξω απ’ το δικό σου –
αυτό το πιο σκληρό· αφού ο άνθρωπος
παίρνει μορφή ανθρώπου και γνωρίζει
τον εαυτό του ως τέτοιον που είναι ή που δεν είναι
στα μάτια των ομοίων του και μόνον. Κι αλλιώς όχι.
Κι αυτό το βλέμμα που άνθρωπο σε κάνει
να μην το συναντάς να μην υπάρχει.
Τα πάντα -σκέψη ή πράξη- να τελούνται στη σκιά
να μην ξεφεύγουνε στιγμή απ΄ το σκοτάδι
κι αν γίνεται κι αυτό
από εκείνο που δεν ξέφυγαν σ΄ εκείνο να επιστρέφουν.
Να μην υπάρχει βλέμμα πέραν του δικού σου·
μόνον εσύ να λες Υπάρχω – Είμαι Αυτός. Κανένας άλλος.
Αυτό το πιο σκληρό το πλέον δύσκολο το απάνθρωπο όντως
αυτός ο πριν από τον θάνατό σου θάνατός σου.
Κι όμως να είσαι· έστω στο βλέμμα σου και μόνον –
μα να είσαι· τούτος ο θάνατος να είναι όλη σου η ζωή·
στην τρομερή στη μόνη αήττητη
στην αναπόδραστη ερημία που βρίσκεσαι – να είσαι.
Ότι αυτή πραγματικότητα και όχι μόνο
ότι αυτή αλήθεια και όχι μόνο
ότι αλήθεια και πραγματικότητα αυτή – και μόνο.
Το βλέμμα που δεν βρήκες δίπλα σου
για να σε δει και να σε πει να σε εικονίσει
που δεν σε κράτησε που δεν σε φίλησε
που δεν θα σε φυλάξει
μετά τον άνθρωπο δεν θα το βρεις·
μετά τον άνθρωπο, το βλέμμα, δεν υπάρχεις.
Πέραν του βλέμματος πέραν του βλέμματος λοιπόν
αργά και σταθερά – όσο διαρκείς –
προβάλλεις κόσμος.
Του βλέμματος Ο Εκτός Ο Εκτός του ορίζοντα των άλλων
να σχηματίζεσαι να υπάρχεις να γεννάς
στα σκοτεινά της αλγεινής σου αορασίας
να μάχεσαι αμάρτυρος και ακατάγραφτος να αληθεύεις
να ζεις ήδη νεκρός
να σκέφτεσαι να πράττεις ν’ αγαπάς – και να μη σώζεσαι· να μη σε νοιάζει·
να λες πως είναι δίκαιο να χαθείς
να αξιώνεσαι την τέτοια ελευθερία.
© Θεοδόσης Βολκώφ