Κυριακή, Ιουλίου 29, 2007

Το Χειρόγραφο Κράους - (μικρό απόσπασμα)





Ένα βράδυ, ο Ρίχτερ μπήκε με ορμή στο διαμέρισμα κρατώντας έναν χοντρό φάκελο. Στα μαλλιά και στο πανωφόρι του έλιωναν νιφάδες χιονιού. Είχα να τον δω τρεις ολόκληρες μέρες, κλεισμένος καθώς ήμουν στη σοφίτα και αφοσιωμένος στη μελέτη. Το Βερολίνο είχε πλέον παραδοθεί άνευ όρων στον χειμώνα. Το κρύο έξω γινόταν διαπεραστικό, το χιόνι άρχιζε να πυκνώνει κι εγώ μόλις είχα πετάξει στη γέρικη σόμπα τα τελευταία μας ξύλα. Σήκωσα το κεφάλι από τα γραπτά μου και τον κοίταξα. Ανάσαινε γρήγορα και το πρόσωπό του φαινόταν ξαναμμένο. Τα μάτια του έλαμπαν με την ίδια πάντοτε, αλλόκοτη λάμψη.

- Έχω πράγματα, είπε, σε τόνο σχεδόν θριαμβικό, και απίθωσε τον φάκελο με θόρυβο στο τραπέζι.

Ήταν ένας κίτρινος φάκελος, δεμένος επιμελώς με έναν χοντρό σπάγγο στο σχήμα του σταυρού. Πάνω του ήταν γραμμένες με κεφαλαία δυο λέξεις. Τεντώνοντας λίγο τον λαιμό, διέκρινα ένα όνομα: Βίλιμπαλντ Στουρμ. Δεν είπα τίποτα, μόνο έμεινα να κοιτάζω τον Ρίχτερ που, όρθιος μπροστά στο τραπέζι και φορώντας ακόμα το παλτό του, με κοίταζε κι αυτός.

- Έχω πράγματα, επανέλαβε τέλος, και χωρίς να περιμένει απάντηση όρμησε στον φάκελο, έλυσε με εκπληκτική επιδεξιότητα τον σπάγγο, τον έσχισε σε μια μεριά και αποκάλυψε στα μάτια μου μια ολόκληρη στοίβα από χαρτιά διαφόρων μεγεθών που χύθηκαν άτακτα στο τραπέζι και ανακατεύτηκαν με τα δικά μου.

- Ο Στουρμ μού τα εμπιστεύθηκε να τα μελετήσω. Ως αντάλλαγμα, τού έδωσα ένα αντίγραφο που έφτιαξα ειδικά γι’ αυτόν από «Τα χρόνια του Ιησού». Αυτό καθαρόγραφα την προηγούμενη εβδομάδα. Το χαρτί που χρησιμοποίησα βέβαια είναι λίγο ακριβό, αλλά νομίζω πως άξιξε τον κόπο για κάτι τέτοιο. Περπατήσαμε για πάνω από τρεις ώρες. Παρά τα όσα γίνονται, το Βερολίνο εξακολουθεί να σε σπρώχνει στην πεζοπορία. Διάβασε τις πρώτες σελίδες στο δρόμο και τις βρήκε εξαιρετικές. Καρλ, σε αυτήν την άφιλη πόλη, πίστεψέ με, έχουμε έναν καλό φίλο.

Στο άκουσμα της τελευταίας λέξης κάτι σπάραξε μέσα μου. Θεωρούσα ευτυχή τον εαυτό μου που τόσο νωρίς βρήκα έναν άνθρωπο σαν τον Ρίχτερ, έναν πραγματικό φίλο και συμπαραστάτη, ένα συνοδοιπόρο τη στιγμή που ήμουν τόσο απογοητευμένος και εξαντλημένος από τον εαυτό μου και τον κόσμο, αλλά έξακολουθούσα να νιώθω, έστω κι αν δεν τολμούσα να το ομολογήσω σε αυτόν που τον ένιωθα αδερφό, και ίσως και στον εαυτό μου, ότι και αυτό δεν έφτανε, ότι κι εμείς οι δύο ακόμα ήμασταν λίγοι.
Ο Ρίχτερ, σαν να κατάλαβε το κέντρισμα που πέτυχε μέσα μου, πήρε ύφος πιο ήρεμο, άφησε το παλτό του σε μια καρέκλα και κάθισε απέναντί μου ανασκαλεύοντας αφηρημένα τον φάκελο και τα χαρτιά. Το βλέμμα του έγινε τότε σχεδόν μυωπικό, σαν να με κοίταζε χωρίς να βλέπει, όπως γινόταν πάντα όταν συγκεντρωνόταν στον εαυτό του και πριν να μιλήσει για κάτι που τον απασχολούσε βαθιά. Είχα μάθει πια αυτές τις περίεργες «διαλείψεις» του φίλου μου και περίμενα με υπομονή την ανάδυσή του στην επιφάνεια του χρόνου.

- Ο Στουρμ, άρχισε, είναι μια τρομερή περίπτωση, που, δεν σου κρύβω - με προβληματίζει σοβαρά. Είναι ποιητής, και καλός μάλιστα, απλώς και μόνο γιατί δεν έγινε επαναστάτης. Λίγο να αλλάξουν οι καιροί, και να ’σαι σίγουρος θα παρατήσει χωρίς δεύτερη σκέψη την πένα. Έχω παρακολουθήσει από πολύ κοντά το πώς κινείται μέσα στον κόσμο. Ο άνθρωπος αυτός, σιωπηλός πάντα και πάντα βλοσυρός, μυρίζει μπαρούτι. Τα οδοφράγματα είναι το αληθινό του στοιχείο, η καταγωγή και ο προορισμός του. Είναι σαν το άγριο ζώο που έχει καταδικαστεί να περιμένει... έως τη στιγμή που δεν θα χρειάζεται να περιμένει πια... Η αλήθεια είναι ότι η ποίησή του και η ποίησή μου συναντώνται σε πολλά σημεία. Υπάρχει όμως μια θεμελιώδης διαφορά στους χαρακτήρες. Είναι ο μόνος άνθρωπος, σου εξομολογούμαι, που όσο τον θαυμάζω άλλο τόσο τον φοβάμαι. Σε μένα το πάθος μένει πάντα στην κατάσταση του λιωμένου μετάλλου... και στρέφεται εναντίον του εαυτού μου· σε κείνον παίρνει αιχμή, γίνεται πάντα κάτι συγκεκριμένο και ατσάλινο, δόρυ ή ξίφος, ανάλογα με την περίσταση, και στρέφεται προς τα έξω. Ο Στουρμ μοιάζει να μην έχει κανέναν διχασμό, καμιά μεταμέλεια για ό,τι κάνει ή δεν κάνει. Δεν έχω ξαναδεί τέτοιο πράγμα. Αν κοιτάξεις την ποίησή του, θα δεις παντού το ίδιο πράγμα – Πόλεμος. Και πραγματικά, τον Βίλι δεν τον ενδιαφέρει τίποτα άλλο. Δώσ' του ένα οποιοδήποτε θέμα και αυτός θα στο κάνει πόλεμο. Η λύρα του φαίνεται πως έχει μόνο μια χορδή και γι’ αυτό τη χρησιμοποιεί περισσότερο σαν τόξο παρά σαν μουσικό όργανο. Ο Στουρμ, να το θυμάσαι, θα είναι ο ποιητής των επαναστάσεων που έρχονται, και κατά βάθος αυτό θέλει μονο να είναι. Με τη μια του χορδή λέει και ξαναλέει σε ολοένα και αυξανόμενη ένταση τα ίδια και τα ίδια, αλλά, πρόσεξε, χωρίς εκπτώσεις στην τέχνη του. Δεν έχει δέσει τον Πήγασο στο άροτρο ούτε έγινε υπηρέτης κανενός κόμματος ή καμιάς έτοιμης ιδεολογίας· η τέχνη του έρχεται να υπηρετήσει την κοινωνία μέσα από την κοινωνία μεν αλλά «από ψηλά». Εγώ τον παραβάλλω με έναν θείο πολεμιστή που εντούτοις θέλει να δώσει την ανθρώπινη μάχη. Γι' αυτό στους στενόμυαλους που περιορίζονται τόσο από την κομματική γραμμή ώστε να μην βλέπουν τίποτα πια, υπάρχει η αντίληψη ότι ο φίλος μας στέκεται μακριά από τους κοινωνικούς αγώνες. Αν άνοιγαν τα μάτια τους να δουν - και έβλεπαν -, τότε δεν θα έπρεπε ποτέ οι στίχοι του να λείπουν από τα χείλη τους. Και πρόσεξε, το κάνει αυτό σε μια εποχή που η λέξη «επανάσταση» ηχεί γελοία και ανιστορική. Ναι, ο Στουρμ δεν φοβάται να φανεί ακόμα και γελοίος. Κοίτα εδώ, έκανε, και λέγοντας αυτό πήρε ένα χαρτί απο τη στοίβα, το ξεδίπλωσε και διάβασε το ποίημα που ήταν γραμμένο. Πάνω πάνω ήταν σημειωμένο το εξής: “Nα ξεκινήσω με την πένα αυτό που θα ολοκηρωθεί μόνο με το σπαθί”.

Όταν ο Ρίχτερ τελείωσε την ανάγνωση μείναμε κι οι δυο συλλογισμένοι.

- Πρόσεξες το μότο φυσικά. Αυτή η φράση και μόνον συμπυκνώνει όλη την ουσία της ποίησης του Στουρμ, ό,τι έχει κάνει ώς τώρα και ό,τι θα κάνει στο μέλλον. Είναι εκπληκτική η ειλικρίνεια με την οποία δηλώνει τις προθέσεις του χωρίς ίχνος συστολής.

'Ακουγα το μικρό παραλήρημα του φίλου μου με εξαιρετική δυσπιστία. Ποτέ ώς τότε δεν είχα σοβαρό λόγο να αμφιβάλλω για την κρίση του, αλλά ιδίως μετά απ' όλα αυτά, αν δεν έβλεπα κάτι με τα ίδια μου τα μάτια, δεν δεχόμουν και δεν ήθελα να πιστέψω τίποτα. Πήρα ένα δεύτερο χαρτί από τη στοίβα, κιτρινιασμένο και σχισμένο στις άκρες, και - με αρκετή ομολογουμένως απροθυμία που άγγιζε μάλιστα τα όρια της δυσφορίας - άρχισα να διαβάζω...

© Θεοδόσης Βολκώφ