Παρασκευή, Αυγούστου 18, 2006

Θα απουσιάσω για λίγες μέρες. Θέλω να ευχαριστήσω από καρδιάς όλους όσοι επισκεφτήκατε το blog. Η παρουσία σας και τα σχόλιά σας υπήρξαν για μένα τιμή μεγάλη. Χαιρετώ σας, φίλοι μου!


DIE LIEDERNSONATE





I LARGO



Μύθοι ξυπνούν εδώ βαθιά, εδώ ανατέλλουν θρύλοι,
αγάπες αιματόχαρες και δύναμη της Γης,
πέτρα σκληρή, σκληρότερη του Κένταυρου η σμίλη,
βλέπω στους όγκους των βουνών τη γέννα της μορφής.

Τραχιά επικά ξεσπάσματα και λυρικές εξάρσεις,
ρυθμοί το αμόνι που γεννά σκληρά με το σφυρί,
ζωή και χίλιοι θάνατοι κι αιματηρές καθάρσεις,
θλίψης ποτάμια, θάλασσες, του πόνου η πηγή.

Θέληση που είναι προσταγή και μοίρα που δεσπόζει
σιδηρουργού που ακούραστα δουλεύει τη φωτιά,
μέταλλα, βράχους και βουνά τσακίζει και αρμόζει,
τέχνης αρχαίας ο κάτοχος σκληρής μες στη νυχτιά.

Από της Γης τα έγκατα θεριεύω κι ανεβαίνω,
στις φλόγες μέσα χαίρομαι, στις πυρκαγιές γελώ
κι οι άνεμοι με σπρώχνουνε και πάω και πηγαίνω,
σε ωκεανούς βυθίζομαι, σε χείμαρρους κυλώ.

Από τον κόσμο μάκρυνα και δρόμους άλλους πήρα
και μέσ’ από το βράχο μου έβγαλα τη φωτιά,
η Μοίρα θέλει τη Ζωή και η Ζωή τη Μοίρα,
κι εγώ είμαι θλίψη, δύναμη, λατρεία, μοναξιά.


***


Αρχαίες δυνάμεις των παθών, των πόθων Τιτανίδες,
το στήθος μου σας έδωσα, πατέρας σας και γιος σας,
θα σπείρω εγώ του Κένταυρου ταίρια, τις Λαπιθίδες,
βράχος φωτιάς η θλίψη μου, η οργή μου κεραυνός σας.

Άγριοι και ξένοι, αταίριαστοι οι λόγοι μου είν’ εμένα,
δυσνόητα τα πάθη μου, πρωτόγονον’ οι ρυθμοί μου,
γιος Σκύθη, μάνας Σκύθισσας αλλόκοτη μια γέννα
κι άλλ’ ειν’ εμένα η πηγή και άλλη η πνοή μου.

Στου πάθους τα χαλάσματα, στα θλιβερά συντρίμια,
μες στης ζωής της άχαρης που ζήτε τα ρημάδια,
εμένα μέσα μου ποθούν της Γης όλα τ’ αγρίμια,
εμένα με χαράσσουνε του πάθους τα σημάδια!


***


Εδώ κι αιώνες γύρευα τον εναγκαλισμό σου,
ερήμων ο γεννήτορας, πατέρας των σεισμών,
μα πουθενά και πάντοτε ξέν’ από τον δικό σου
πυράς χορό τα βήματα στις χώρες των θνητών.

Aγαπημένη Αθάνατη, στα δάση ανασαίνεις,
στους καταρράκτες λούζεσαι, με έρωτες μεθάς,
χέρι μου εσύ σπαθιά παλιά αρπάζεις και κραδαίνεις,
μοίρες αρχαίες προκαλείς κι αγγίζεις και ξυπνάς!


***


Διάβολους τώρα εγώ κρατώ, δαίμονες στ’ άρμα ζεύω,
πολεμιστής κυρίαρχος και θέλω τα φιλιά σου,
στα πάντα εγώ ξεχύνομαι, στο χρόνο σου θεριεύω
και τους αιώνες δέχομαι και φέρνω εγώ μπροστά σου!

Για σένα μεσ’ στο στήθος μου τον πόνο γιγαντώνω·
το έργο που αχνοφαίνεται, για σένα, είναι δικό σου·
ευλαβικά στα πόδια σου σκύβω και τ’ απιθώνω
κι είναι γεμάτο απ’ τον παλμό κι απ’ τον ανασασμό σου...







II SCHERZO. SERIOSO



Εδώ είναι αμόνι τραγικό και πάνω του σφυρί,
εδώ χτυπούν οι δαίμονες και καταριούνται οι μάγοι,
φίδια κυκλώνουν, δράκοντες ξεσχίζουν το κορμί,
σμίγει του πόνου η έρημος με κόλασης πελάγη.

Μέσα στο ηφαίστειο βαθιά που καίει σιωπηλό
ο φοβερός μεταλλευτής κι ο άγριος σφυρηλάτης
δένει το ατσάλι της οργης με τον χαλκό θυμό
- ζωή που σε λαβύρινθους χάνει τα βήματά της.

H λήθη εδώ δυνάστρια αιώνων και λαών,
η αμαρτία βασίλισσα και ενοχή και τύψη,
πόθων ημέρες πύρινες και νύχτες των παθών,
ο πόνος είναι προορισμός και πεπρωμένο η θλίψη.

Ξεσπούν αρρώστιες γύρω μας κι ανάβουν χαλασμοί,
ο ήρωας πέφτει ανήμπορος, τρέμει στα χέρια η σμίλη,
σκυφτή διαβαίνει η Μοίρα μας και μας περιφρονεί,
μα Κάποιος το αγκάλιασμα και το φιλί έχει στείλει.

Το μέταλλο είναι αμάλαγο, χορός είναι η φωτιά
κι ο σφυρηλάτης τρομερός στην άβυσσο των χρόνων,
- βυθίζεται – κι αδιάκοπα θεούς σφυροκοπά
κι ο βρηχυθμός του αντηχεί στις όχθες των αιώνων.







ΙΙI GRAVE. ENERGICO. ALLEGRO NON TROPO



O Δαίμονας. Λυκόφως. Ονείρου ο βυθός. Σιωπή.
Ζωές που γέρνουν και ξεχνούν· κάτι που θα πεθάνει.
Γκρεμοί· βάραθρα· άβυσσος. Μακάβρια συλλογή.
Αγάπη που αγγίζοντας για μια στιγμή, τη χάνει.

Λατρεία του υπέροχου. Στέπες. Παντού χειμώνες.
Στην έρημο ο Δαίμονας ανοίγει τα φτερά του·
δράκους γεμάτ’ οι ουρανοί κι οι θάλασσες γοργόνες.
Σκιές, νύχτας σαλέματα κι η ανάσα του θανάτου.

Ζωή. Τραγούδι βάρβαρο. Εξώκοσμοι σκοποί.
Πόθος για κάποια μάγισσα· κατάρα που τον δένει.
Σπηλιά. Βράχοι αμάλαγοι. Φωτιά η μυστική.
Θνητή που κάπως άγγιξε. Μούσα Θεά που κραίνει.

Κορφές. Κόκκινα σύννεφα. Θεοί. Θεές. Τιτάνες.
Ένα σκοτάδι· κάποι’ αυγή· μια μαγεμένη λύρα.
Μια ελεγεία προσευχή· διθύραμβοι· παιάνες.
Η δύναμη κι η θέληση κι η μουσική κι η μοίρα.

Ποτάμια χρόνων. Θάλασσες. Ωκεανοί που απλώνουν.
Λίμνες που κρύβουν μυστικά. Νεράιδες. Κι αγαπάνε.
Άτλαντες που στους ώμους τους τούς Άτλαντες σηκώνουν.
Του καταρράκτη τα νερά που αφρίζουνε και σπάνε.

Μαύρο του έναστρ’ ουρανού. Αναπνοές της μέρας.
Της νύχτας το απόλυτο· οι πόθοι και τα πάθη.
Γραφή στις πέτρες αίματος· και η φωτιά· κι ο αέρας.
Αινίγματα και μυστικά· και αμαρτίες και λάθη.

Μορφές· κορμιά· αγάλματα. Ασάλευτα. Σαλεύουν.
Ύπνοι και σκέψεις κι όνειρα. Μύθοι σκληροί και θρύλοι.
Και εφιάλτες, ψίθυροι, κραυγές, φωνές, χορεύουν.
Βράχος ο πόνος άσπαστος. Μια πένα που ’ναι σμίλη.

Ουρλιάσματα, βουνά, γκρεμοί. Ηφαίστεια. Πλημμύρες.
Σεισμοί. Κύματα. Ήπειροι. Αθάνατοι τυφώνες.
Θύελλες μαύρες. Κεραυνοί. Οι Μούσες και οι Μοίρες.
Οι καταιγίδες· οι αστραπές. Οι χρόνοι κι οι αιώνες.

Το αίμα. Η λάβα. Η ψυχή. Η φλέβα. Ο παλμός της.
Ο έρωτας και το φιλί. Η αγάπη και το χάδι.
Η πόρνη. Η μάγισσα. Η νυχτιά. Ο αναστεναγμός της.
Το τέλος. Όλ’ οι θάνατοι. Το αόρατο σημάδι.

Το δάσος. Σύννεφα. Καπνοί. Ομίχλη. Η σελήνη.
Αρχαίοι βωμοί. Ιέρειες. Δρυίδες των θαυμάτων.
Θυσίες. Λατρείες. Οιωνοί. Λύκος νερό που πίνει.
Πάθη του ερέβους των κορμιών. Λήθη νεκρών σωμάτων.

Λειμώνες των αθάνατων. Δαρμός. Η τρικυμία.
Μέταλλα και πετρώματα. Μεταλλουργός και γλύπτης.
Των κολασμένων οι γκρεμοί. Ο Μύθος. Ιστορία.
Γραφές μιας γλώσσας άγνωστης· του τάφου και της κρύπτης.

Το φύλλο και το πέταλο. Το μαύρο αυτό λουλούδι.
Το θρόισμα. Ο ψίθυρος. Η λάμψη μυστηρίων.
Το ρόδο. Χρώμ’ απέραντο. Το χάδι και το χνούδι.
Το σώμα της. Το σώμα της. Κι η τέχνη των ορίων.

Το ματωμένο τους φιλί. Πικρό, κλεμμένο χάδι.
Η μνήμη. Το απόλυτο. Ο στόχασμός. Η θλίψη.
Ο σκοτεινός ανασασμός. Το αόρατο σκοτάδι.
Όψη σκληρή. Η θέληση· θεά που εδώ θα σκύψει.

Χορός. Πυρρίχια βήματα. Ο καλπασμός Κενταύρου.
Προορισμός. Απόσταση. Διαστήματα και χρόνοι.
Η οπλή και το ρουθούνισμα. Το μούγκρισμα του ταύρου.
Η ζάλη και ο ίλιγγος. Μέθη που δεν τελειώνει.

Ρωγμή. Η πτώση. Λύγισμα. Η Γη που τον φωνάζει.
Τα σπλάχνα. Το αγκάλιασμα. Τα φλογισμένα μάκρη.
Ο ύπνος. Χίλια όνειρα. Το χώμα που δοξάζει.
Ο κόρφος που’ ναι θάνατος. Η φλόγα απ’ άκρη σ’ άκρη.

Μονόλιθος. Ο Δαίμονας. Ανατολή και Δύση.
Ναοί. Λατρεί’ αρχέγονη. Σκοτάδι και αστρόφως.
Το Λυκαυγές. Το άγνωστο. Ο κύκλος που θα κλείσει.
Ο Λύκος ο ανέσπερος και πάντα το Λυκόφως.

Αγαπημένη Αθάνατη. Δική του και μακριά του.
Ο πόνος. Λυγμός ήρωα. Ο στοχασμός. Η θλίψη.
Η έρημος. Λύκος. Ο σκορπιός. Το αίμα. Η σκιά του.
Το βράδυ. Η θέρμη. Η σιωπή. Ο Άγγελος. Η τύψη.

Μόνος. Ο Λύκος. Δαίμονας. Η Γη του κι η σκιά του.
Δύναμη αδάμαστη. Ορμή. Λίθινος θλίψης θρόνος.
Ο βρηχυθμός. Το αίμα του. Η ανάσα. Τα φτερά του.
Το πέταγμα. Οι ουρανοί. Γκρεμοί, άβυσσος. Μόνος.








IV ADAGIO. ESPRESSIVO



Toυ λόγου εσύ βασίλισσα και της ψυχής μου γλώσσα,
Σιωπή, σεμνή ιέρεια και των παθών μου πλάστρα,
πόσα κοιμούνται μέσα σου κι αργοσαλεύουν πόσα,
βαθιά σου ζουν οι ωκεανοί κι ανάβουν όλα τ’ άστρα!

Σμίλεψα βράχους μέσα σου και μέταλλα έχω λιώσει,
της Γης όλα τα θαύματα με αθάνατες φωτιές,
του σφυρηλάτη την ψυχή κατάκτησα με όση
ζωή στο στήθος μου έκλεισα, μ’ όσες τραχιές πνοές.

Μες στη σιωπή κυρίαρχος μορφών και καταιγίδων,
ζωών σκληρών ο δαμαστής, της Γης ο βρηχυθμός,
ο ματωμένος Κένταυρος αγάπες Λαπιθίδων
θέλησα και στην άβυσσο με πήγε ο καλπασμός.

Μες στη σιωπή σ’ αγάπησα, ω μυστικό του κόσμου,
μού ’δωσε κάτι η Μοίρα μου και είπα, «δε μου αρκεί»,
στη δύση γέρνω πρόωρα, αργά σβήνει ο παλμός μου
κι είναι σπασμός το πνεύμα μου, το σώμα μου πληγή.

Ο βρηχυθμός μου απόμακρος – αρχίζει και τελειώνει –,
κύμα του ήχου χάνεσαι στις όχθες της σιγής,
Σιωπή, τα πάντα κυβερνάς, λιώνουν βαθιά σου οι χρόνοι,
του λόγου πρωθιέρεια και γλώσσα της ψυχής.


Του πόνου ο βράχος άσπαστος· συνθλίβεται η σμίλη,
σπάνε της λύρας οι χορδές, ραγίζει το σπαθί,
σώμα νεκρό δεν το φιλούν τ’ αγαπημένα χείλη,
εδώ τελειώνει ο καλπασμός και είμαι πια σιωπή.

Και είμ’ εγώ που χάνομαι κι εγώ είμαι που σβήνω,
δάφνες που δε σας έδρεψα, αγάπες που δε βρήκα,
ω κόσμοι που σας λάτρεψα και τώρα σας αφήνω,
θύελλες που αγκάλιασα, σε σας, κολάσεις, μπήκα!

Σιωπή των τάφων, έρημος Θεών και μυστηριών,
το δάσος στο λυκόφωτο της μοίρας που κρατώ
ίσκιος σαλεύει απέραντος – η ώρα των ορίων –
ήρθε το τέλος έρχεται και γονατίζω εδώ.

Στου βράχου απόψε την καρδιά το ξίφος μου βυθίζω,
ιερείς δεν είναι γύρω μου, το ξίφος μου σταυρός,
τον τάφο με τα χέρια μου στο βράχο μου σκαλίζω
κι οι σπίθες απ’ τη σμίλη μου το τελευταίο φως...

- Μα μέσα στη σκληρή σιωπή των όλων ήρθ’ Εκείνη
και σταθερό το χέρι της στην πέτρα του ακουμπά,
ρόδα του πάθους μέσα της κι αγάπης σμίγαν κρίνοι,
και στη μορφή του βράχου του αφήνει τη ματιά.

- Η ελεύθερη ήρθε στη σιωπή κι η πολυαγαπημένη,
του έρωτα η βασίλισα, της μοίρας η πιστή,
λιοντάρι, νύμφη, λύκαινα και στη φωτιά η πλασμένη
λόγια σεμνά για το χαμό του Κένταυρου να πει:

«Σιγά, σιγά ακουμπήστε τον στην κρύα ασπίδα επάνω,
ελάτε οι κόρες γύρω του και λύστε τα μαλλιά,
φωτιά ανάψτε οι ήρωες, στεφάνια θα του κάνω
κι όσα του αρνήθηκε η ζωή θα δώσω εγώ φιλιά».




© Θεοδόσης Βολκώφ