ΟΔΥΣΣΕΙΑΚΟΝ
Ι
Άλλοτε ακτές αφήνανε το πλοίο να περάσει
πανύψηλες κι απόκρημνες με βράχια κοφτερά
και καταπράσινες ακτές γεμάτες από δάση
που οι φυλλωσιές τους ίσκιαζαν ποτάμια δροσερά.
Και πολιτείες είδαμε στη δόξα του μαρμάρου
με στέγες που σκορπούσανε τρανή μαρμαρυγή,
μα μας φαντάζαν ελαφριές σαν τα φτερά του γλάρου,
σαν όνειρο που χάνεται, σαν αστραπή γοργή –
κι ομίχλες που κρατούσανε τραγούδια των Σειρήνων
–μια μαγική κι απόκοσμη μας έγνεφε φωνή–
και μοιάζανε μ' απόηχο ναυγισμένων θρήνων,
που μουσική πλημμύριζε το νου μας ηδονή-
κι αρχιπελάγη του Βορρά, που πέφτει τ' άσπρο χιόνι
–μια συννεφιά μας έζωνεν ανάλαφρη, αργυρή–
που πέφτει πάνω στο νερό κι αμέσως τότε λιώνει
κι εκεί σα φάντασμα λευκό κυλούσε το σκαρί.
Νιώσαμε ανέμους που η κρυφή σάλπιγγα των Αιόλων
σήκωνε κι όμοια με χορδές ηχούσαν τα σκοινιά –
πώς ρυτιδώναν το γλαυκό σα διάβα μύριων στόλων
και φούσκωναν του καραβιού τα δυνατά πανιά!
Είδαμε αυγές τρανές που, λες, πως ύφανε μονάχη
η Λευκοθέα στον αργαλειό της Νύχτας σιωπηλά
σαν έναν πέπλο αχνού φωτός στης θάλασσας τη ράχη,
που λεύκαζε με ρόδινες ανταύγειες απαλά,
ώσπου το αντίφλογο άρχιζε σιγά να δυναμώνει
κι άναβε ο ήλιος σαν πυρσός τον ουρανό πλατιά
κι η Μεσημβρία, που σκληρά τα πάντα πυρακτώνει,
έστηνε θρόνο στου ωκεανού τα μάκρη από φωτιά.
Κι ακόμα δύσεις τρομερές μας φύλαξεν η μοίρα
-τη λάμψη τους δεν θα άντεχε κι αυτός ο χρυσαϊτός-,
απάνω μας απλώνονταν μια πύρινη πορφύρα
και το καράβι γλίστραγε σε βάραθρα φωτός.
Και μας ξαφνιάσανε συχνά μεγάλες καταιγίδες
κι ακούγαμε να σκίζουνε το θόλο κεραυνοί
σα να βυθίζονταν ξανά πανάρχαιες Ατλαντίδες
και πάνω τους να κλείνανε τρισκότεινοι ουρανοί.
Αλλ' όταν κόπαζε μεμιάς η μαύρη τρικυμία
γαλάζιο ακύμαντο έβλεπες μονάχα κι ουρανό-
τα κάτοπτρα αντιφέγγιζαν του νου, τη νηνεμία
και φως μας έλουζε άφθαρτο, γλαυκό, παντοτεινό.
Κι όταν από την άβυσσον ανέβαιναν τα ερέβη
κι η νύχτα τα σκοτάδια της άπλωνε μυστικά
στο μαύρο το στερέωμα, θαρρούσες, ταξιδεύει,
επάνω στ' αρχιπέλαγα, το πλοίο, τ' αστρικά.
ΙΙ
Τόπους πολλούς γνωρίσαμε του μύθου και τ' ονείρου
και θάλασσες πανάρχαιες και νέες σαν την αυγή-
γνωρίσαμε τα σύνορα του κόσμου και τ' απείρου
και των μακάρων νιώσαμε ν' αγγίζουμε τη γη.
Των τρομερών διαβήκαμε το φράγμα συμπληγάδων
κρατώντας όπως οβολό στο στόμα την ψυχή-
λυσσομανούσε η θάλασσα στα γέλια των Υάδων
και μας χτυπούσε σμίγοντας άλμη με τη βροχή.
Γλυτώσαμε πολλές φορές του Χάρου την αρπάγη
εκεί που μας κυκλώνανε φαιόλευκοι ουρανοί
και βλέπαμε να ορθώνονται μυστηριώδεις πάγοι
και κάποιου Χέοπα τρανού μια Σφίγγα σκοτεινή.
Ναι, τα κρυφά γνωρίσαμε μυστήρια μύριων τόπων
και Δήλους ανθοστόλιστες που πλέαν στο νερό.
Κάτω απ' τις Αίτνες ψάξαμε τα σπήλαια των Κυκλώπων
και χώρες είδαμε πολλές νεκρές από καιρό:
τη χώρα, που τ' απόγευμα, χλωμό μαργαριτάρι,
λούζει με φως παντοτεινό τους πορφυρούς λωτούς
κι ήλιος ασάλευτος κοιτά τ' ολόγιομο φεγγάρι
κι αύρες θερμές και ράθυμες λικνίζουν τους βλαστούς-
ένα νησί αφροστόλιστο με πεύκα και μ' ελάτια
κι ακτές σαν από σμάραγδο και δάση και νερά-
κι ήταν εκεί τα πέτρινα της Κίρκης τα παλάτια,
της κόρης τ' Ήλιου που έφτιαχνε βοτάνια δολερά-
και τ΄άλση τα παράκτια που μένει η Περσεφόνη
και λούζει σεληνόφωτο και βράδυ και πρωί-
η παγωνιά στον ουρανό και τα πουλιά σκοτώνει
και φτάνει απ' τα γυμνά κλαδιά του πέλαγου η βοή.
Κάποια θεά δαιμονική -τα μάτια της γατίσια-
την κλίνη της μας έστρωνε σε δροσερή σπηλιά,
που την τριγύριζαν παντού μεγάλα κυπαρίσσια
και μέσα τους τραγούδαγαν και φώλιαζαν πουλιά.
Κι εκεί που ετοιμαζόμαστε για δείπνο των κοράκων
με συντριμμένο το σκαρί στων βράχων την αιχμή
στις αμμουδιές αράζαμε καλόγνωμων Φαιάκων
κι η Ναυσικά μας έπλενε τ' αλάτι απ' το κορμί.
ΙΙΙ
Λιμάνια πολυθόρυβα στη σκέψη μας γυρίζουν
γεμάτα φως μεσημβρινό, καΐκια, εμπορικά
-στη μνήμη μας ακούγονται σειρήνες να σφυρίζουν-
κι όπου μεγάλα ατμόπλοια σέρνανε ρυμουλκά-
λιμάνια που στεφάνωναν στην άκρη καμινάδες
κι εργάτες ξεφορτώνανε σε φορτηγά σακιά-
η ζέστη σφυροκόπαγε καθώς χαλκωματάδες
κι ήλιος αψύς και καυτερός ρουφούσε κάθε σκια-
κι ακόμα και νυχτερινά λιμάνια με φανάρια
που τρεμοφέγγαν στην αχλύ με λάμψη ηλεκτρική
και φώτιζαν φορταγωγά, καράβια και πλοιάρια
και γερανούς π' απλώνανε τη δράκα κατά κεί-
κι άλλα το κύμα π' έδερνε στην άδεια προκυμαία
σα μια γαλήνη απλώνονταν στον ουρανό λευκή
και διάπλατα πλατάγιζε του ανέμου εκεί η σημαία
και βγάζανε των καταρτιών οι αντένες μουσική.
Μα πάντοτες ο πόθος μας το πατρικό λιμάνι,
τα λίγα σπίτια τα φτωχά λαχτάρισε να δει.
Θέλουμε ν΄ αντικρύσουμε βάρκες με πυροφάνι
και μια γυναίκα να κρατά στον κόρφο το παιδί.
Γιώργος Βαρθαλίτης
Σημ.: Το ποίημα δημοσιεύτεται για πρώτη φορά.